Σημίτη εγκώμιο
"Ο Σημίτης το έσκασε"
(«Η Χώρα», 8/10/2007)
Παράξενα πράγματα συμβαίνουν με το ΠΑΣΟΚ τις τελευταίες μέρες. Τα μεγαλύτερα
πάθη, οι χειρότεροι χαρακτηρισμοί, τα πιο σκληρά υπονοούμενα αναφέρονται σε έναν
άνθρωπο που έχει περάσει από καιρό στο πολιτικό παρασκήνιο, τον Κώστα Σημίτη.
Και δεν μιλάμε μόνο για τα στελέχη ή τους οπαδούς του ΠΑΣΟΚ που διχάζονται για
την περίοδο που ο κ. Σημίτης υπήρξε πρόεδρος του κόμματος και πρωθυπουργός ή
προσπαθούν να βρουν έναν αποδιοπομπαίο τράγο για την αποτυχία τους -πράγμα
φυσικό και αναμενόμενο. Το εντυπωσιακό είναι ότι οι έντονες εκφράσεις, η
δαιμονοποίηση, η προσπάθεια γελοιοποίησης, ακόμα και οι ανοιχτές ύβρεις κατά του
παροπλισμένου πρώην πρωθυπουργού προέρχονται από όλο το πολιτικό φάσμα, με
πρωταγωνιστές τηλεοπτικούς αστέρες που δεν φημίζονται για τις σοσιαλιστικές τους
καταβολές. Σε κάθε περίπτωση ξενίζει το πάθος με το οποίο αντιμετωπίζεται
τέσσερα χρόνια μετά την αποχώρησή του από την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ ο κ. Σημίτης και
η καχυποψία που συνοδεύει κάθε κίνησή του. Και για πρώτη φορά στο επίκεντρο της
κριτικής κατά του Σημίτη δεν βρίσκεται η τολμηρή στάση του απέναντι στην
Εκκλησία ή την υποκριτική υπερεθνικοφροσύνη των αρχών της δεκαετίας του '90,
αλλά η ίδια η προσωπικότητά του.
Υπάρχει εξήγηση. Ο Κώστας Σημίτης κυβέρνησε σε μια κρίσιμη περίοδο τη χώρα με
όρους απόλυτου κυρίαρχου στο πολιτικό παιχνίδι. Ακόμα και κατά τη δεύτερη θητεία
του, όταν η εκλογική επικράτηση του ΠΑΣΟΚ σημαδεύτηκε από το οριακό εκλογικό
αποτέλεσμα του 2000, ο κ. Σημίτης παρέμενε πανίσχυρος, ενώ οι δημοσκοπήσεις (για
να τις επικαλεστούμε κι εμείς μια φορά) τον εμφάνιζαν αδιαφιλονίκητα πρώτο, στο
ερώτημα για το ποιος είναι καταλληλότερος για πρωθυπουργός.
Η επταετία Σημίτη οριοθετήθηκε από τους δύο «εθνικούς στόχους» τους οποίους
έθεσε ο ίδιος (έστω κι αν τον έναν δεν τον πολυσυμμεριζόταν): την ένταξη της
Ελλάδας στο σκληρό πυρήνα της Ενωμένης Ευρώπης και τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών
Αγώνων. Αυτοί οι δύο στόχοι συγκρότησαν έναν ηγεμονικό πολιτικό λόγο, απέναντι
στον οποίο τολμούσαν να αντιδράσουν μόνο ελάχιστα κομμάτια της Αριστεράς κι
ακόμα λιγότεροι δημοσιογράφοι. Εχει προσωπική πικρή πείρα η στήλη.
Αλλά όσοι δεν τόλμησαν τότε να αμφισβητήσουν αυτή την πανίσχυρη «δικέφαλη» νέα
Μεγάλη Ιδέα, είναι λίγο αργά τώρα να επιχειρούν την απομυθοποίηση του κ. Σημίτη.
Γιατί όλα όσα του καταλογίζουν εκ των υστέρων είναι οι «παράπλευρες συνέπειες»
της διπλής αυτής πολιτικής στόχευσης. Η διαφθορά του δημόσιου τομέα, η υποταγή
στα κελεύσματα του λόμπι των μεγάλων κατασκευαστών, η θεοποίηση του
χρηματιστηρίου, η γιγάντωση των εταιρειών μέσων ενημέρωσης, η δημιουργική
λογιστική, η υποτίμηση των λαϊκών διεκδικήσεων, η συντριβή των αγροτών, η
αστυνομοκρατία του καλοκαιριού του 2002, ακόμα και η προετοιμασία των υποκλοπών
έχουν έναν κοινό παρονομαστή. Στην ίδια αναγκαιότητα πρέπει να αποδοθεί η
συμβιβαστική στάση και η υποχωρητικότητα απέναντι στις διαθέσεις των διεθνών
οργανισμών και των ισχυρών ξένων κυβερνήσεων.
Χωρίς όλα αυτά, δεν ήταν δυνατόν να γίνει η Ελλάδα δεκτή στο λόμπι της ευρωζώνης
και να πραγματοποιήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ποιος από όσους πετροβολούν τον
κ. Σημίτη διανοήθηκε την εποχή της παντοδυναμίας του να αμφισβητήσει τους
«εθνικούς» αυτούς στόχους; Η απάντηση είναι απλή: ελάχιστοι, και πάντως όχι όσοι
σήμερα θορυβούν.
Αυτό που δεν συγχωρούν, λοιπόν, στον κ. Σημίτη οι σημερινοί του όψιμοι επικριτές
είναι κάτι άλλο. Κακά τα ψέματα. Ο κ. Σημίτης υπήρξε ο τελευταίος ηγέτης
κόμματος εξουσίας που στηρίχτηκε στην πολιτική και όχι στην επικοινωνία. Δεν
διέθετε κανένα από τα χαρίσματα του σύγχρονου τηλεοπτικού ηγέτη. Δεν είχε
ευφράδεια, ήταν πρωταγωνιστής στα σαρδάμ, δεν είχε παράστημα, δεν εντυπωσίαζε με
τα νιάτα ή την ομορφιά του. Αλλά μιλούσε πολιτικά. Εθετε στόχους και επιχειρούσε
να τους πραγματοποιήσει. Υπήρξε ένας ικανός διαχειριστής της εξουσίας. Αλλά
αυτός ο χαρακτηρισμός που θα έμοιαζε πριν από 10 χρόνια υποτιμητικός για έναν
ηγέτη σοσιαλιστικού κόμματος παραμένει άπιαστος στόχος για τα σημερινά κόμματα
εξουσίας -σοσιαλιστικά ή φιλελεύθερα- και τους σημερινούς ή τους επίδοξους
αρχηγούς τους.
(Ελευθεροτυπία, 13/10/2007)