Το μουσείο της αντιπαροχής
"Οραμα του Κ. Καραμανλή το νέο μουσείο της Ακρόπολης"
(Η Χώρα, 12/10/07)
Ο νέος υπουργός Πολιτισμού τα είπε όλα με λίγες λέξεις. Παρουσιάζοντας την
επιχείρηση μετακόμισης των γλυπτών της Ακρόπολης από τον Ιερό Βράχο στο κτίριο
του νέου μουσείου θεώρησε καλό να υπενθυμίσει ότι ο εμπνευστής αυτής της
υπόθεσης ήταν ο θείος του (και θείος του πρωθυπουργού). Για την ακρίβεια ήταν
εκείνος που είχε υποδείξει το σημείο όπου έπρεπε να χτιστεί το νέο μουσείο.
«Μετά από 25 αιώνες», εξηγούσε ο κ. Λιάπης στη συνέντευξη Τύπου της προηγούμενης
Πέμπτης, «τα γλυπτά και τ’ αγάλματα της Ακρόπολης, μεταφέρονται για πρώτη φορά
από τον Ιερό Βράχο στο νέο Μουσείο της Ακρόπολης, στο σημείο που πριν 30 χρόνια
ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε οραματισθεί το νέο Μουσείο».
Αυτή την έμπνευση του Κωνσταντίνου Καραμανλή εξακολουθεί να την πληρώνει η
Αθήνα, μαζί με όλες τις άλλες εμπνεύσεις της πρώτης οκταετίας της πρωθυπουργίας
του.
Το ότι χρειαζόταν ένας μουσειακός χώρος να στεγαστούν και να προστατευτούν οι
αρχαιότητες της Ακρόπολης που ασφυκτιούσαν στο παλιό μουσείο και τις αποθήκες
της αρχαιολογικής υπηρεσίας είναι δεδομένο. Όμως το ερώτημα που βασανίζει αυτά
τα 30 χρόνια αρχαιολόγους, αρχιτέκτονες και πολεοδόμους είναι αν για το σκοπό
αυτό ήταν κατάλληλο το συγκεκριμένο οικόπεδο του στρατοπέδου Μακρυγιάννη. Η
αρνητική γνώμη των επιφανέστερων ειδικών στηριζόταν στο γεγονός ότι το οικόπεδο
αυτό ήταν εξαιρετικά περιορισμένο από τα γύρω κτίσματα, βρισκόταν πολύ κοντά
στην Ακρόπολη και επομένως δεσμευόταν από τους όρους δόμησης της περιοχής και
τέλος είχαν ανακαλυφθεί σε τμήμα του σημαντικά αρχαία, τα οποία δεν έπρεπε να
καταστραφούν. Ο μόνος που επέμενε εξαρχής ήταν ο ίδιος ο Καραμανλής.
Προκηρύχτηκαν δύο Πανελλήνιοι αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί το 1976 και το 1979 για
να υλοποιηθεί το «όραμα», αλλά και οι δύο κηρύχτηκαν άγονοι. Το 1989
πραγματοποιήθηκε ο τρίτος διαγωνισμός, ο οποίος αυτή τη φορά ήταν διεθνής. Η
αρχική θέση που προτάθηκε στους διαγωνιζόμενους ήταν και πάλι το οικόπεδο
Μακρυγιάννη, όμως μετά από αντιδράσεις της ελληνικής επιστημονικής κοινότητας το
υπουργείο Πολιτισμού πρότεινε στους διαγωνιζόμενους και δύο άλλες εναλλακτικές
θέσεις (Κοίλη και Διόνυσο), εξίσου προβληματικές. Ολες όμως οι προδιαγραφές του
διαγωνισμού οδηγούσαν τους συμμετέχοντες στη λύση Μακρυγιάννη. Τελικά επιλέγεται
η πρόταση δύο Ιταλών αρχιτεκτόνων, αλλά το ΣτΕ ακυρώνει το διαγωνισμό
εντοπίζοντας εξόφθαλμες παρατυπίες.
Δεν πάει να λένε οι επιφανέστεροι Ελληνες αρχιτέκτονες (Γιώργος Κανδύλης, Αρης
Κωνσταντινίδης) και αρχαιολόγοι (Γιώργος Δοντάς, Γιώργος Παπαθανασόπουλος). Δεν
πάει να αντιδρά ο σύλλογος αρχιτεκτόνων, το ΤΕΕ, το ICOMOS (Διεθνές Συμβούλιο
Μουσείων και Τοποθεσιών). Οι διαδοχικές κυβερνήσεις επιμένουν πεισματικά στην
αρχική «χωροθέτηση» Καραμανλή. Ακόμα και όταν με την ανασκαφή του 1997-1999
αποκαλύπτονται σημαντικές αρχαιότητες μπροστά στο διατηρητέο κτίριο Βάιλερ η
κυβέρνηση επιμένει στην οικοδόμηση του νέου μουσείου από πάνω τους.
Το 2000 προκηρύσσεται κλειστός διαγωνισμός και το Σεπτέμβριο του 2001 επιλέγεται
η πρόταση του Μπερνάρ Τσουμί, με τρόπο που θεωρήθηκε ουσιαστικά απ’ ευθείας
ανάθεση στο γνωστό αρχιτέκτονα. Αρκεί να συγκρίνει κανείς τις μακέτες των
προτάσεων (ανάμεσά τους και η πρόταση του εξαιρετικού αρχιτέκτονα Λίμπεσκιντ)
για να αντιληφθεί ότι μόνο ο Τσουμί έχει πάρει υπόψη του την κατεδάφιση των γύρω
πολυκατοικιών του οικοπέδου.
Για να πειστεί η κοινή γνώμη και να καμφθούν οι αντιδράσεις η τότε κυβέρνηση
υπόσχεται ότι το μουσείο θα είναι έτοιμο για τους Ολυμπιακούς το καλοκαίρι του
2004 και αφήνει να υπονοηθεί ότι θα συνδυαστούν τα εγκαίνιά του με την επιστροφή
των γλυπτών του Παρθενώνα από το Λονδίνο!
Η τελευταία πράξη σ’ αυτό το δράμα είναι η σκανδαλώδης προεκλογική απόφαση του
κ. Βουλγαράκη να αποχαρακτηρίσει τα δυο διατηρητέα κτίρια της Διονυσίου
Αρεοπαγίτου, που εμποδίζουν τη θέα από την καφετέρια του νέου μουσείου. Ας
ετοιμάζεται λοιπόν και το κτίριο Βάιλερ για κατεδάφιση, μόλις ετοιμαστούν τα
γραφεία του κ. Παντερμαλή στο νέο κτίριο.
(Ελευθεροτυπία, 20/10/2007)