Η αναπαλαίωση της ΕΥΠ
"ΕΥΠ, όπως λέμε ...Διεθνής Αμνηστία"
(«Espresso», 3/11/2007)
Τελικά, φαίνεται πως η «επανίδρυση του κράτους» ξεκινά με τη θωράκιση, τη
στεγανοποίηση και -γιατί όχι;- την αποχαλίνωση των σκοτεινότερων μηχανισμών του.
Το διαπιστώνουμε από την επίσημη εξαγγελία, διά χειλέων Προκόπη Παυλόπουλου, του
νέου θεσμικού πλαισίου της ΕΥΠ. Υστερα από πενταετή κυοφορία, κι αφού πέρασε από
τα χέρια του Χρυσοχοΐδη, του Φλωρίδη, του Βουλγαράκη και του Πολύδωρα, το
σχετικό νομοσχέδιο κατατίθεται οσονούπω στη Βουλή.
Μεταξύ άλλων, καθίσταται ιδιώνυμο αδίκημα κάθε δημοσιοποίηση εγγράφου της
υπηρεσίας, ανεξάρτητα από το περιεχόμενό του, έτσι ώστε ακόμη και οι πιο
κραυγαλέες παραβιάσεις των νόμων και των κανόνων της δημοκρατίας από τους κάθε
λογής πράκτορες να παραμένουν στο απυρόβλητο. Η «διείσδυση» πρακτόρων σε
τρομοκρατικές κι εγκληματικές οργανώσεις νομιμοποιείται, αποποινικοποιώντας κάθε
λογής εγκληματικές συμπεριφορές ή προβοκάτσιες εκ μέρους τους. Ολες οι δημόσιες
υπηρεσίες διατάσσονται να συνεργάζονται με τους πράκτορες της ΕΥΠ, χωρίς την
παραμικρή αντίρρηση. Για τη νόμιμη παρακολούθηση των επικοινωνιών δεν θα
χρειάζεται πια ρητή εισαγγελική άδεια - αρκεί να παρέλθει ένας μήνας χωρίς
απάντηση στο σχετικό αίτημα.
Στις αρμοδιότητες της υπηρεσίας περιέρχονται η αντιμετώπιση εξωτερικών απειλών
και η «προστασία του δημοκρατικού πολιτεύματος» (από ποιους;), αλλά και τα
(απροσδιόριστα) «μεγάλα ζητήματα που απασχολούν την κοινωνία μας». Δεν
διευκρινίστηκε βέβαια αν οι μαθητικές καταλήψεις και οι «υποκινητές» τους
περιλαμβάνονται στην τελευταία κατηγορία. Οι αναγνώστες του «Ιού» θα θυμούνται
ότι το 2003 η υπηρεσία είχε παρέμβει σε σχολεία του Βόλου, για να εμποδίσει την
πραγματοποίηση αντιρατσιστικών εκδηλώσεων (15.06.03).
Η επικίνδυνη αυτή «αναβάθμιση» της ΕΥΠ επιχειρείται, ωστόσο, να εμφανιστεί σαν
υπαγωγή της στον κοινοβουλευτικό και δικαστικό έλεγχο. Πρόκειται για
επικοινωνιακό τέχνασμα, που στην καλύτερη περίπτωση ισοδυναμεί με καθαρή φάρσα.
Ο περίφημος «κοινοβουλευτικός» έλεγχος περιορίζεται π.χ. σε μια ετήσια έκθεση
του διοικητή της υπηρεσίας προς την αρμόδια επιτροπή της Βουλής, χωρίς
δυνατότητα διερεύνησης των ισχυρισμών του από τους «ελεγκτές». Ακόμη χειρότερα
είναι τα πράγματα με την υποτιθέμενη «υπαγωγή» της σε ειδικό εισαγγελέα «πλήρους
και αποκλειστικής απασχόλησης», εγκαταστημένο στην Κατεχάκη. Η αντίστοιχη
εμπειρία της «αντιτρομοκρατικής» απέδειξε ότι παρόμοιοι θεσμοί λύνουν τα χέρια
μάλλον παρά ελέγχουν τη νομιμότητα των εκτελεστικών οργάνων. Οι παραβιάσεις π.χ.
της δικονομίας κατά την «εξάρθρωση» της 17Ν δεν οφείλονταν σε κάποιους απλούς
αστυνομικούς αλλά στον ίδιο το μόνιμο εισαγγελέα της υπηρεσίας, Ιωάννη Διώτη:
αποκαλυπτική η συνέντευξή του στο «Βήμα», όπου καμαρώνει για την ανάκριση του
Σάββα Ξηρού κάτω από συνθήκες που, κατά τον ελληνικό Ποινικό Κώδικα, ισοδυναμούν
με βασανιστήρια.
Για τη μετατροπή των δικαστικών «εγγυήσεων» σε μηχανισμό διευκόλυνσης της
αστυνομικής αυθαιρεσίας, αποκαλυπτική είναι η μαρτυρία του επίτιμου
αντιεισαγγελέα Εφετών Παύλου Δελαπόρτα από την προδικτατορική εφαρμογή του
μέτρου των διοικητικών εκτοπίσεων. «Οι Επιτροπές Εθνικής Ασφαλείας», γράφει στα
απομνημονεύματά του, «ήταν τριμελείς. Πρόεδρος ο Νομάρχης, μέλη ο Πρόεδρος των
Πρωτοδικών και ο Εισαγγελεύς Πρωτοδικών. Εισηγητής χωρίς ψήφο ο Διοικητής της
Χωροφυλακής του νομού. Για ειρωνεία αποτελούσαν την πλειοψηφία της επιτροπής δύο
δικαστικοί, που παρείχαν και τη δικαστική εγγύηση της νομιμότητας στις αποφάσεις
που εξόριζαν ανθρώπους. Δυστυχώς στην πραγματικότητα δεν ήταν τίποτε άλλο παρά
το ροζ γλυκό επίχρισμα που έβαζαν άλλοτε στα κουφέτα του κινίνου για να κρύβει
την πικρή του γεύση. Εδώ η συμμετοχή του Προέδρου και του Εισαγγελέως Πρωτοδικών
ήταν το ροζ επίχρισμα της δικαστικής εγγύησης για να κρύβεται η πικρή γεύση της
αυθαιρεσίας και της άδικης δίωξης». Με βάση την προσωπική του εμπειρία, εκτιμά
ότι «αφού την ευθύνη της εκτόπισης την έφερνε ουσιαστικά η επιτροπή ασφαλείας, ο
Διοικητής Χωροφυλακής, μια και έμενε ανεύθυνος, ήταν πιο εύκολος στο να κάμει
συλλήψεις για περισσότερες εκτοπίσεις». Και καταλήγει: «Μένω με τη βεβαιότητα
πως, αν μόνοι τους οι Διοικητές της Χωροφυλακής έφεραν την ευθύνη για τις
συλλήψεις και τις εξορίες, η ίδια η συναίσθηση της ευθύνης θα τους έκαμε να
προβαίνουν σ' αυτές τις ενέργειες με πολύ περισσότερη προσοχή και περίσκεψη. Ενώ
επαναπαυμένοι πως την ευθύνη την υπέχει η επιτροπή ασφαλείας, έδειχναν όση
προσοχή δείχνει ο μπόγιας κάθε που βγαίνει για να μαζέψει τα κοπρόσκυλα» («Το
σημειωματάριο ενός Πιλάτου», Αθήνα 1977, σ. 241-2).
(Ελευθεροτυπία, 10/11/2007)