Η τέχνη της συκοφαντίας

"Οι δημοσιογράφοι δεν θα ήθελαν να εμφανίζονται ξεχωριστοί"
  
(Θ. Ρουσόπουλος, 21/11/2007)
 

 

Για να αντιμετωπιστεί δίκαια ένα πρόβλημα (όπως λ.χ. το Ασφαλιστικό) προϋποτίθεται βαθιά γνώση της πραγματικότητας και της ιστορικότητας του. Αλλά και για να «χειριστείς» ένα πρόβλημα και να το αξιοποιήσεις προς όφελός σου, πάλι χρειάζεται βαθιά μελέτη και γνώση όλων των παραμέτρων του. Αυτό το αξίωμα του power game και της «επικοινωνίας» ακολουθεί η κυβέρνηση, αρχίζοντας από τα «ευγενή» Ταμεία των δημοσιογράφων ώστε να ξεδιπλώσει σταδιακά τη γενική νεοφιλελεύθερη αντιμεταρρύθμισή της κατά του συνόλου των ασφαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων και του εναπομείναντος «κοινωνικού κράτους» της χώρας. Οι δημοσιογράφοι και το γενικό σύστημα των ΜΜΕ, των δημοσίων σχέσεων και των δημοσκοπήσεων εξ αρχής φάνηκε ότι βρίσκεται στο κέντρο των πολιτικών χειρισμών και των προτεραιοτήτων της κυβέρνησης Καραμανλή. Αλλωστε, το δεξί χέρι του πρωθυπουργού, ο κ. Ρουσόπουλος, αυτή τη δουλειά κάνει: «εξορθολογίζει» το σύστημα της κυβερνητικής προπαγάνδας με τη μέθοδο του «καρότου και του μαστιγίου». Θυμάστε το πώς από την καταγγελία των «νταβατζήδων» του 2004 οδηγηθήκαμε στις παραχωρήσεις προς τη μεγάλη ιδιοκτησία των ΜΜΕ με το νόμο Ρουσόπουλου παραμονές των πρόσφατων εκλογών, ο οποίος δίνει επιπλέον «δικαιώματα» συγκέντρωσης της κατοχής ΜΜΕ, χωρίς ρήτρες «ασυμβιβάστου» με άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες και, συνεπώς, προσφέρει ακόμη περισσότερη οικονομική και ιδεολογικοπολιτική επιρροή στους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες.

Σήμερα, επιλέγει να επιτεθεί στα υπαρκτά αποθεματικά (και) των Ταμείων του Τύπου (1,24 δισ. ευρώ) και στις παροχές τους, ώστε χωρίς να επιβαρυνθεί ο κρατικός προϋπολογισμός να κουτσοβολευτούν τα ελλείμματα του γενικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, να πραγματοποιηθούν επενδύσεις σε «χρηματιστηριακά προϊόντα»... και βλέπουμε. Γνωρίζει η επικοινωνιακή ομάδα της κυβέρνησης πόσο «επιβαρημένος» ηθικά είναι ο κλάδος των δημοσιογράφων και πόσο «προκλητικά» είναι τα ασφαλιστικά του προνόμια και αυτό ακριβώς επέλεξε να εκμεταλλευτεί. Λέει: Είσαστε πλούσιοι, πολυθεσίτες, εκμαυλισμένοι ή και αργόμισθοι. Δεν λέει ότι τις αργομισθίες, όπου υπάρχουν στον δημόσιο τομέα και στα γραφεία Τύπου των υπουργείων και των οργανισμών, οι ίδιες οι κυβερνήσεις τις διαχειρίζονται. Δεν ομολογεί ότι το σύστημα των pay roll σε επίλεκτους «διαμορφωτές της κοινής γνώμης» είναι τακτική χειραγώγησης της δικής της και της κάθε άλλης εξουσίας. Και προφανώς δεν παραδέχεται ότι έχει νομοθετήσει τις «ευέλικτες» μορφές απασχόλησης και έχει αφήσει συνειδητά ασύδοτες τις επιχειρήσεις ενημέρωσης εκτός κάθε ελέγχου (λ.χ. από ασφαλιστικούς οργανισμούς ή την Επιθεώρηση Εργασίας), ώστε να αγοράζουν (εκτός από ελάχιστους σταρ) όλο και φτηνότερους δημοσιογράφους σε καθεστώς ανασφάλειας (με ΔΠΥ) και «αυτασφάλισης» στο ΤΕΒΕ ή μισθωτούς με εξαιρετικά χαμηλές Συμβάσεις Εργασίας, που γεννούν την «πολυαπασχόληση» ως έσχατη γραμμή ατομικής «άμυνας» στην αβεβαιότητα.

Κρύβει η κυβέρνηση ότι το 30% των δημοσιογράφων αμείβεται με τα ιλιγγιώδη ποσά των 500-1.000 ευρώ μηνιαίως, ότι μόνο το 10% συγκεντρώνει μηνιαίο εισόδημα άνω των 3.000 και ότι η ΕΡΤ κρατά σε απελπιστικά επίπεδα τα κλιμάκια αμοιβών της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας των δημοσιογράφων της, ενώ η ίδια δημιουργεί διαρκώς «νέες γενιές» φτηνών εργαζομένων με «μπλοκάκι» (ΔΠΥ), δίνοντας το πράσινο φως και στον ιδιωτικό τομέα.

Η κυβερνητική προπαγάνδα, επιθυμώντας να στρέψει κοινωνικές ομάδες (ιδίως της λαϊκής της βάσης) κατά του ασφαλιστικού συστήματος των δημοσιογράφων, τους κατηγορεί ότι απολαμβάνουν τα ποσά που προέρχονται από τον «κοινωνικό πόρο» του «Αγγελιοσήμου», δηλαδή από έναν φόρο επί της διαφημιστικής δαπάνης -στη θέση της εργοδοτικής εισφοράς- ο οποίος χρηματοδοτεί τα Ταμεία του Τύπου. Κρύβει, δηλαδή, ότι ο συγκεκριμένος φόρος επιδοτεί -από τη δεκαετία του '70- τους εργοδότες του Τύπου και των ΜΜΕ με τα εκατομμύρια ευρώ που δεν πληρώνουν για εισφορές.

Τέλος, ισχυρίζονται ότι οι δημοσιογράφοι παίρνουν υψηλές συντάξεις, αποσιωπώντας ότι με το ισχύον, άδικο, σύστημα για να φτάσει κανείς μετά από 35 χρόνια συνεχούς ασφαλισμένης εργασίας (πρακτικά σπάνιο), σε μια σύνταξη των 1.573 ευρώ (μεικτά), απαιτείται μέσος όρος μεικτού μισθού καλύτερης διετίας 3.000. Αλλά ποιος έχει αυτές τις προϋποθέσεις, όταν ο σημερινός ανώτατος μεικτός μισθός (των ΣΣΕ) ενός δημοσιογράφου στα 35 χρόνια εργασίας δεν ξεπερνά τα 2.170 ευρώ;

 

(Ελευθεροτυπία, 1/12/2007)

 

 

www.iospress.gr