Οι "φιμωμένοι" της εξουσίας
"Το κείμενο-παρέμβαση της ομάδας των '500'
αποτελεί δείγμα οργανωμένης παρέμβασης πολιτών στην επίσημη χάραξη της
κυβερνητικής πολιτικής.'
('Εξουσία', 13.1.1997)
Είχαμε καιρό να δούμε στις εφημερίδες κείμενο υπογραφών που ζητούν κάτι,
καταγγέλλουν ή συντάσσονται με κάποιον. Το κείμενο των 500 πολιτών που
επιγράφεται "Η άμυνα της Κύπρου" μας θύμισε έντονα την περίοδο των
συλλαλητηρίων, όταν η πλειοψηφία των "πνευματικών ανθρώπων" της χώρας είχε
ξιφουλκήσει κατά του από βορράν κινδύνου και του εσωτερικού εχθρού. Δεν
αναφερόμαστε τόσο στο περιεχόμενο της παρέμβασης (αν και οι αναλογίες είναι
εντυπωσιακές), όσο στη μέθοδο καθαυτή.
Ποια είναι η ανάγκη συλλογής υπογραφών και ποια σκοπιμότητα εξυπηρετεί; Οι ίδιοι
οι πρωτεργάτες της κίνησης υποστηρίζουν ότι επιδιώκουν να δημιουργήσουν "ένα
κλίμα διαλόγου, όπου θα έχουν λόγο μεγάλα κοινωνικά στρώματα, τα οποία αδυνατούν
να παρέμβουν μέσα από τους υφιστάμενους πολιτικούς θεσμούς" (Εξουσία, 13.1.97).
Οπως και σε όλες τις προηγούμενες περιπτώσεις, έτσι και το τελευταίο κρούσμα
συλλογής υπογραφών επικαλείται την αδυναμία του πολίτη να συμμετέχει με άλλον
τρόπο στη λήψη των σχετικών αποφάσεων. Ομως, με μια πρόχειρη ματιά στον κατάλογο
των υπογραφών διαπιστώνουμε ότι οι προσωπικότητες από όλους τους τομείς της
δημόσιας ζωής που προσέφεραν πρόθυμα το όνομα τους στους συντάκτες της
διακήρυξης, δεν είναι καθόλου αποκλεισμένοι από τα κέντρα λήψης αποφάσεων:
βουλευτές, πρυτάνεις, ανώτερα στελέχη κομμάτων και του κρατικού μηχανισμού. Οσο
για την "Ομάδα πρωτοβουλίας" που είχε την έμπνευση, ασφαλώς δεν έχει ανάγκη να
καταφύγει σε παρόμοιες μορφές έκφρασης. Ο Αιμίλιος Μεταξόπουλος είναι από τα
αγαπημένα παιδιά των ΜΜΕ, και δεν έχει μείνει άποψή του που να μην την έχουμε
πληροφορηθεί καταλεπτώς. Οσο για την Λιάνα Κανέλλη και τον Χρύσανθο Λαζαρίδη,
διαθέτουν άφθονο δικό τους τηλεοπτικό χρόνο και ανοιχτές σελίδες στον Τύπο. Προς
τι λοιπόν το άγχος των υπογραφών;
Το κόστος της
υπογραφής
Δικαίωμά τους, θα πει ο καλόπιστος παρατηρητής, να εκφράζονται με όποιον τρόπο
επιθυμούν. Ασφαλώς! Μόνο που η μέθοδος συλλογής υπογραφών συνδέεται με τις
σκοτεινότερες μορφές πελατειακής πολιτικής δράσης, όσο κι αν επικαλείται την
ελευθερία και το αυτεξούσιο του πολίτη. Το παράδειγμα του 1992 είναι πρόσφατο,
όταν η άρνηση ενός πανεπιστημιακού να βάλει την υπογραφή του σε κάποιο απ' τα
εθνεγερτικά κείμενα που ήταν τότε της μόδας, τον καθιστούσε αυτομάτως ύποπτο
εθνικής μειοδοσίας. Η απόσταση από τη φιλική πίεση μέχρι τη φορτικότητα και τον
κοινωνικό ή επαγγελματικό εκβιασμό δεν είναι τόσο μεγάλη.
Υπάρχει βεβαίως και η εξαίρεση. Οταν η έκφραση δημόσιας γνώμης σημαίνει κόστος
για εκείνον που την αποτολμά. Είναι, π.χ., η περίπτωση συλλογής υπογραφών κατά
την περίοδο της δικτατορίας. Με τη μαζική και επώνυμη αντίδραση των φοιτητών
ξεκίνησε το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα. Με τη συλλογική έκδοση
απαγορευμένων κειμένων αντέδρασαν τότε και οι λογοτέχνες. Πρόσφατο παράδειγμα
συναντάμε στην Τουρκία, όπου 1080 διανοούμενοι συνυπέγραψαν την έκδοση έργων
απαγορευμένων συγγραφέων, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τις παραβιάσεις των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων εκ μέρους της κυβέρνησης.
Δεν μπορούμε, δυστυχώς, να κατατάξουμε σ' αυτές τις εξαιρέσεις το πρόσφατο
κρούσμα των "500". Κατέχουν οι ίδιοι τόσες έδρες στη Bουλή και στα πανεπιστήμια,
ώστε κανείς δεν είναι σε θέση να τους στερήσει το λόγο. Οσο για το ίδιο το
περιεχόμενο της διακήρυξης, δεν είναι δα και τόσο πρωτότυπο ή ριψοκίνδυνο να
καταγγέλλει κανείς την "τουρκική θρασύτητα" και την "υποκρισία και τον κυνισμό
των δυτικών κυβερνήσεων". Γι' αυτό το λόγο, συνωθούνται κάτω από το κείμενο,
ονόματα από όλο το πολιτικό φάσμα, και δεν διστάζουν να συνυπογράψουν στελέχη
ακόμα και της "εκσυγχρονιστικής" (δηλαδή της κυβερνώσας) πτέρυγας του ΠΑΣΟΚ.
Για όλη αυτή την υπόθεση, ισχύει απολύτως το σχόλιο του Γιάγκου Ανδρεάδη στη
Μεσημβρινή (8.3.1993). "Οζουν προγραφών" (αυτοί οι κατάλογοι των επωνύμων). "Δεν
προάγουν τη δημοκρατία, που είναι, πάντα, ποιοτική, αλλά τις ταμπέλες που
προωθούν μια κοινωνία επιεικώς μονοδιάστατη. Το ίδιο επίστευα όταν κάποιοι
προοδευτικοί διανοούμενοι, έκτοτε μετανοήσαντες, αν θυμάμαι καλά, καλούσαν σε
υπερψήφιση της Νέας Δημοκρατίας, το ίδιο και όταν κάποιοι άλλοι υπέγραψαν ένα
κείμενο κατά της κ. Μερκούρη." Το κακό είναι ότι το όνομα του κ. Γιάγκου
Ανδρεάδη συμπεριλαμβάνεται στη λίστα των "500"...
Ενα "Γκουλάγκ" στην οδό Σκουφά
Αξιόλογο παράδειγμα αυτής της ιδιόμορφης "ατμόσφαιρας αποκλεισμού", μέσα στην
οποία αισθάνεται ότι ζει μιά σοβαρή μερίδα των διανοουμένων και των πολιτικών
στελεχών, αποτελεί η έκδοση του "Σαμιζντάτ". Πρόκειται για ένα καλαίσθητο, εκτός
εμπορίου, εβδομαδιαίο δελτίο που φιλοξενεί απόψεις γνωστών και πολυγραφότατων
παραγόντων του δημόσιου βίου, οι οποίοι καταθέτουν τις κριτικές αναλύσεις τους
επί των σύγχρονων θεμάτων. Δεν θα είχαμε καμιά απορία για την ενδιαφέρουσα
πρωτοβουλία τους, αν δεν έπεφτε το μάτι μας στις απροσδόκητες διαπιστώσεις που
περιλαμβάνονται στη "μελέτη σκοπιμότητάς" της. "Σε μια εποχή με βασικό γνώρισμα
την υπερπληροφόρηση και τη συρροή εντύπων (...) γιατί ένα ακόμα έντυπο; Και
μάλιστα τέτοιου είδους; Και μάλιστα με τέτοιο τίτλο;", αναρωτιέται ρητορικά η
συντακτική ομάδα (δελτίο Tύπου, 20.11.1996). Προφανώς, πιο κάτω βρίσκουμε τις
απαντήσεις: "Το ΣΑΜΙΖΝΤΑΤ είναι μια έκδοση με αντικείμενο την κριτική ανάλυση.
Στρατεύεται (όσο κι αν η λέξη ηχεί ύποπτα στον καιρό μας) σε αυτό το είδος
γραφής με την αντίληψη ότι αποτελεί δυσάρεστη ηττοπάθεια για μια ολόκληρη
κοινωνία να δέχεται ότι ο κόσμος δεν διαβάζει, και πάντως δεν διαβάζει
αναλύσεις. (...) Πιστεύοντας ότι, εν προκειμένω, η πρόθεση διακίνησης ιδεών
προηγείται των πνευματικών δικαιωμάτων, σας καλεί (το Σαμιζντάτ) να το
φωτοτυπήσετε, να το δώσετε παραπέρα. (...) Και ήδη μια διευκρίνηση: έχουμε μια
ενοχή για την προσφυγή στον όρο ΣΑΜΙΖΝΤΑΝΤ. Ο παράνομος Τύπος, πολυγραφημένος ή
αναγραφόμενος με το χέρι, των ανθρώπων που διαφωνούσαν στην Σοβιετική Ενωση
είναι μια υπόθεση ζυμωμένη με ανθρώπινο πόνο, με πάθος και με θυσία. Με τίποτα
δεν υπαινισσόμαστε αναλογίες, πέρα από μια πικρή αίσθηση ότι στην Ελλάδα του
1996 η απόλυτη βεβαιότητα για το πολιτικώς ορθόν οδηγεί σε αποκλεισμούς
έκφρασης."
Σύμφωνοι. Αλλά πώς να πιστέψει κανείς ότι ο ασυμβίβαστος, πόρτα - πόρτα, αγώνας
ενάντια στον αποκλεισμό της έκφρασης και της κριτικής ανάλυσης, θα ξεκίναγε με
μπροστάρηδες τον ευρωβουλευτή Κωστή Χατζηδάκη, τον βουλευτή Στέφανο Μάνο, τον
οικονομικό σύμβουλο του κ. Εβερτ Γιώργο Αλογοσκούφη, τον εκπρόσωπο Τύπου του
Στέιτ Ντιπάρτμεντ Νίκολας Μπέρνς, τον ανταποκριτή του Εκόνομιστ στα Βαλκάνια,
τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Δημήτρη Ρέππα, τον υπουργό Αλέκο Παπαδόπουλο και τον
πρώην ΥΠΕΞ Μιχάλη Παπακωνσταντίνου; Διότι και αυτοί συστρατεύονται στην
προσπάθεια, παραχωρώντας κείμενά τους στο Σαμιζντάτ, χωρίς ωστόσο να
διαπιστώνουμε και σ' αυτά κάποια άγνωστη "αντεργκράουντ" πτυχή των ιδεών τους.
Οσο κι αν ψάξαμε δεν διαβάσαμε καμιά "καταπιεσμένη" άποψη, κανενός
"αποκλεισμένου" άλλου συμπολίτη μας. Εκτός αν, τελικά, οι εμπνευστές της έκδοσης
της οδού Σκουφά, εννοούν τα γραφτά -του πιο στενού ίσως πυρήνα του ρεύματος- των
δεκάδων, δηλαδή, πολιτικολογούντων καθηγητών πανεπιστημίου και των
πολυαπασχολούμενων δημοσιογράφων, τις ιδέες των οποίων έχουμε επίσης ήδη
πληροφορηθεί, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, από όλα τα δυνατά μέσα επικοινωνίας.
Πρώτα η πράξη
Πολλά, "αναλυτικά", θα μπορούσε κανείς να
αραδιάσει για το θέμα αυτό. Θα ήταν σωστό να επισημάνει πως η εκ του
ασφαλούς προνομιακή και προβεβλημένη δημοσιοποίηση, με τη μέθοδο της
συνυπογραφής απόψεων από πρόσωπα της κατεστημένης ελίτ, για μεγάλα ή
μεγεθυμένα ζητήματα του δημόσιου βίου, είναι παλαιό και κουραστικό
φαινόμενο με σύνθετη υφή.
Γιώργος Χατζόπουλος |
(Ελευθεροτυπία, 18/1/1997)
www.iospress.gr |