Η επιστροφή της φαιάς κυρίας
"Δεν μας ενδιαφέρει ότι φωτογράφιζε τον
Χίτλερ. Ισα-ίσα που κατέγραψε την ιστορία"
(Ελλη Στάη, κεντρικό
δελτίο του STAR, 4.2.97)
Επρεπε να το περιμένουμε. Μετά την "αναθεώρηση" της ιστορίας του ναζισμού, μετά
την άρνηση του Ολοκαυτώματος, ήρθε η ώρα να αποκαταστήσουμε και τη μεγάλη τέχνη
του φασισμού. Το αθηναϊκό κοινό χειροκροτεί τη Λένι Ρίφενσταλ και γοητεύεται από
τη θαλερότητα των 95 χρόνων της. "Μια ξανθή, λεπτή, υπέρκομψη γυναίκα",
περιγράφει η χρονογράφος της Καθημερινής, "που ο χρόνος δεν τόλμησε να σβήσει τη
λάμψη της απαράμιλλης ομορφιάς της, και το πνεύμα της σαν άσβεστη φλόγα, μαζί με
το χαμόγελό της, κατέκτησε το πολυπληθέστατο και εντυπωσιασμένο κοινό (...) Ο
'θρύλος' αποδεικνύεται ένα φωτεινό μυαλό με ανεξάντλητη ενεργητικότητα και
ταλέντο τόσο μεγάλο όσο και η ξανθή αρεία (sic) ομορφιά της!" (5.2.87)
Η αποκατάσταση είχε αρχίσει πολλά χρόνια πριν. Ακόμα και τα επίσημα χαρτιά της "αποναζιστικοποίησής"
της που συνέταξαν οι υπηρεσίες των νικητών μετά τον πόλεμο αναφέρουν ότι "δεν
είχε καμιά σχέση με την προπαγάνδα" και ότι "η χρήση των έργων της από το
ναζιστικό μηχανισμό δεν πρέπει να της καταλογισθεί". Ομως τα τελευταία χρόνια το
σκηνικό έχει αντιστραφεί. Οι αναμνήσεις της εκδίδονται σ' όλο τον κόσμο,
εκθέσεις με φωτογραφίες της οργανώνονται η μία μετά την άλλη, οι ταινίες της
κυκλοφορούν στα βίντεο κλαμπ και τις ειδικές αίθουσες των σινεφίλ.
Η Ρίφενσταλ, απολογούμενη για τις σχέσεις της με τον ναζισμό, υποστηρίζει ότι
ποτέ δεν αναφέρθηκε στις ρατσιστικές θεωρίες του Χίτλερ, δεν υπήρξε ποτέ μέλος
του κόμματος και αρνήθηκε μετάλλια και τιμές. Αντιθέτως, παραδέχεται τον
αμοιβαίο θαυμασμό που τη συνέδεε με τον Χίτλερ, και αποδίδει σ' αυτή τη σχέση
την απόφαση του Φίρερ να της αναθέσει την κινηματογραφική κάλυψη του συνεδρίου
του ναζιστικού κόμματος. Στις αναμνήσεις της δεν λέει περισσότερα ψέματα από όσα
ο μέσος αυτοβιογραφούμενος. Αποφεύγει, βεβαίως, να αναφερθεί στα επίμαχα
γεγονότα. Πάντοτε βρισκόταν εκτός Γερμανίας όταν ξεσπούσε η ναζιστική
βαρβαρότητα: έλειπε όταν έγινε η καύση των βιβλίων, έλειπε όταν άρχισαν οι
διωγμοί των Εβραίων. Οσο για τα στρατόπεδα, την ύπαρξή τους την πληροφορήθηκε
μετά την κατάρρευση του μετώπου. Το γεγονός ότι στην ταινία της "Τίφλαντ"
χρησιμοποίησε ως κομπάρσους Τσιγγάνους, τους οποίους διάλεξε η ίδια στο
στρατόπεδο "Μαξγκλαν" δεν την πτοεί. Ακόμα και σήμερα υποβάλλει αγωγές σε όσους
υπαινίσσονται πως γνώριζε την τύχη των κομπάρσων της: μετά τα γυρίσματα
οδηγήθηκαν στο Αουσβιτς και εξοντώθηκαν.
Δεν θα βρούμε μέσα στις αναμνήσεις της επιστολές όπως αυτή που έστειλε στον
Χίτλερ την ημέρα της εισόδου των Γερμανών στο Παρίσι: "Με ανείπωτη χαρά,
βαθύτατα συγκινημένη και με τη θερμότερη ευγνωμοσύνη βιώνω μαζί σας, Φίρερ μου,
τη μεγαλύτερη νίκη σας και νίκη της Γερμανίας, την είσοδο των γερμανικών
στρατευμάτων στο Παρίσι. Ξεπερνώντας κάθε ανθρώπινη φαντασία, φέρετε εις πέρας
πράξεις που είναι δίχως προηγούμενο στην ιστορία της ανθρωπότητας. Πώς να σας
ευχαριστήσω; Να σας εκφράσω απλώς τις ευχές μου μου φαίνεται ελάχιστo ώστε να
σας δείξω τα αισθήματα που με κατακυριεύουν. Δική σας."
Ποσώς μας ενδιαφέρει αν κρύβει η κυρία Ρίφενσταλ τις θρυλούμενες ερωτικές της
σχέσεις με τον Φίρερ και τον Γκέμπελς. Δικαίωμά της. Ούτε βρισκόμαστε σήμερα
στην αμέσως μεταπολεμική εποχή, τότε που ο αμερικάνος ανακριτής την πίεζε να του
αποκαλύψει αν ο Χίτλερ ήταν σεξουαλικά ανίκανος. Μας αρκεί η μικρή αναφορά του
Γκέμπελς στο δικό του ημερολόγιο, το καλοκαίρι του 1933: "Από όλους τους
κινηματογραφιστές μας είναι η μόνη που μας καταλαβαίνει." Αυτή η κατανόηση,
έπεισε τον Χίτλερ και τον Γκέμπελς να την αναγορεύσουν σε επίσημη
κινηματογραφίστρια του Τρίτου Ράιχ. Μέσα σε τρία χρόνια κινηματογράφησε τρία
διαδοχικά συνέδρια των ναζί, χρηματοδοτούμενη με τεράστια ποσά από το Υπουργείο
Προπαγάνδας. Τέθηκε στην υπηρεσία της ολόκληρος ο κρατικός και στρατιωτικός
μηχανισμός. Και το σημαντικότερο: η Ρίφενσταλ συμμετείχε στην ίδια την οργάνωση
των συνεδρίων (και αργότερα της Ολυμπιάδας), έτσι ώστε οι σκηνές να
ανταποκρίνονται στις ανάγκες της προπαγάνδας. Τα έργα της δεν έχουν καμιά σχέση
με ντοκιμαντέρ. Το βραβευμένο της "αριστούργημα" "Θρίαμβος της Θέλησης" άρχισε
να γυρίζεται το 1933, όμως τον Ιούνιο του 1934 δολοφονήθηκαν από τους ναζί οι
μισοί πρωταγωνιστές της (κατά την εκκαθάριση της ομάδας του Ρεμ). Κανένα
πρόβλημα. Οι σκηνές ξαναγυρίστηκαν με νέους πρωταγωνιστές.
Τα έργα της είναι ωραία "μόνο στο βαθμό που κρύβουν μια απαίσια πραγματικότητα",
γράφει ο Ούλριχ Εντσενσμπέργκερ ('Κονκρέτ', Φεβρουάριος 1985). "Μόλις αναρωτηθεί
ο θεατής γι' αυτή την πραγματικότητα, η ομορφιά αποδεικνύεται ρεκλάμα
σαπουνιού."
Υπάρχει βεβαίως και το ύστερο "επιχείρημα". Το επανέλαβε η Ρίφενσταλ και στη
Βένα Γεωργακοπούλου ("Ε", 6.2.97): "Πώς είναι δυνατόν να είμαι ναζίστρια και να
ζήσω στο Σουδάν χρόνια και χρόνια μαζί με τους μαύρους;" Την απάντηση της την
έχει δώσει η Σούσαν Ζόνταγκ από το 1974: "Μπορεί οι Νούβιοι να είναι μαύροι και
όχι άριοι, αλλά η Ρίφενσταλ στην κινηματογράφησή τους επαναφέρει τα μεγάλα
θέματα της ναζιστικής ιδεολογίας: την αντίθεση του καθαρού και του ακάθαρτου,
του αδιάφθορου και του διεφθαρμένου, του φυσικού και του πνευματικού, του ιλαρού
και του κριτικού-σκοτεινού." ('Ο γοητευτικός φασισμός') "Οι Νούβιοι της
Ρίφενσταλ είναι ωραία και περίεργα άγρια ζώα", προσθέτει η Ινγκριντ Στρομπλ
(περιοδικό 'Κονκρέτ', Μάιος 1994).
Αλλά ακόμα και στην τελευταία ενασχόλησή της με την υποβρύχια φωτογράφηση βρήκε
τον τρόπο να εφαρμόσει τους νόμους της Νυρεμβέργης: "Οταν βλέπω δυο ψάρια, ένα
κόκκινο και ένα γκρίζο, εγώ διαλέγω να φωτογραφίσω το κόκκινο. Είναι κακό αυτό;"
Το πρόβλημα, λοιπόν, με την κυρία Ρίφενσταλ είναι βαθύτερο:
- Πώς μπορεί να αποκηρύξει το έργο της μια κοινωνία που έχει υιοθετήσει όλα τα
κλισέ της ίδιας προπαγάνδας;
- Πώς να μη ζηλεύουν την αποτελεσματικότητά της οι σύγχρονοι πολιτικοί που
αποζητούν το ίματζ του ηγέτη;
- Πώς να μη θαυμάζουν την πρωτοπόρα Λένι όλοι οι τηλεσκηνοθέτες πολιτικών
συγκεντρώσεων, που θεωρούν ιδανικό το στήσιμο και τη σκηνοθεσία της πολιτικής
δράσης και απεχθάνονται κάθε είδους αυθορμητισμό;
- Πώς να μην αναπολούν το Βερολίνο του '36 οι σύγχρονοι συνεχιστές του
ρατσιστικού οράματος του μαύρου βαρόνου ντε Κουμπερτέν;
Δικαίως η κυρία Ρίφενσταλ δηλώνει ότι δεν μετανιώνει για τίποτα. Η αποκατάστασή
της είναι απόλυτη. Κρίμα μόνο που δεν ζει ο Φίρερ και ο Γκέμπελς να καμαρώσουν
το θρίαμβο της θέλησής τους.
Κάτι το ωραίον με σκοτεινούς σκοπούς
Κάθε απόπειρα να οριοθετήσουμε την
αισθητική του ναζισμού σαν να πρόκειται για ένα αυτόνομο ιδίωμα είναι εκ
προοιμίου καταδικασμένη. Οι αισθητικές απόψεις των ναζί ήταν
προσαρμοσμένες στην ήδη διαμορφωμένη "λαϊκή" αισθητική και αφορούσαν σε
ήδη επικυρωμένες από τη χρήση μορφές: αυτό που θα ονομάζαμε kitsch ή,
επιεικέστερα, "λαϊκότροπο ρεαλισμό", με ιδιαίτερη έμφαση σε αξίες όπως η
δύναμη, η υγεία, η φύση, η παράδοση, η πατρίδα. Το υλικό προϋπήρχε του
ναζισμού, εξακολουθεί να υπάρχει και δεν συνιστά μια καθαρά
εθνικοσοσιαλιστική "σχολή". Πολλά απ' αυτά τα στοιχεία χαρακτηρίζουν
ανέκαθεν τη φτηνή "ηρωική" φιλολογία όλων των χωρών και είναι τα ίδια
που βρίσκουμε στα φιλμ της προπαγάνδας αλλά και σε σύγχρονες διαφημίσεις
ή σαπουνόπερες.
Πάρις Χαβιάρας |
(Ελευθεροτυπία, 8/2/1997)
www.iospress.gr |