Πώς να πείσουμε τους Αθανάτους;
 

 

"Εχουμε προετοιμαστεί κατάλληλα ώστε να παρουσιάσουμε την υποψηφιότητά μας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο."
    
(Γιάννα Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη, Πρόεδρος της ελληνικής Επιτροπής Διεκδίκησης)

Το περιμέναμε όλοι. Η Αθήνα πέρασε από το χθεσινό τεστ της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής και συνεχίζει την προσπάθειά της να διεκδικήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Μετά την αποτυχία της "επιχείρησης 1996" και την απογοήτευση όσων θεωρούσαν ότι είχαν στο τσεπάκι τους τον Σάμαρανκ και έκλειναν το μάτι στην παρέα των Αθανάτων, κανείς δεν διακινδυνεύει μια σίγουρη πρόβλεψη. Κανείς δεν αποκλείει μια νέα αποτυχία. Ομως όλοι αισιοδοξούν και διακηρύσσουν ότι έχουν διδαχθεί από την πείρα του παρελθόντος και θα αποφύγουν τα σφάλματα και τους ερασιτεχνισμούς. Η υπόθεση βρίσκεται στα σίγουρα χέρια των επαγγελματιών.
Δεν μπορεί ακόμα να γίνει απολογισμός της ελληνικής διεκδίκησης. Υπάρχουν όμως αρκετά στοιχεία από την πείρα άλλων πόλεων, που διεκδίκησαν κι αυτές την πολύφερνη διοργάνωση. Πιο ενδιαφέρουσα μας φαίνεται η περίπτωση του Βερολίνου. Η υποψηφιότητα της γερμανικής πόλης για την Ολυμπιάδα του 2000 τελικά απέτυχε, παρά το γεγονός ότι διέθετε όλες τις εγγυήσεις επαγγελματισμού και οικονομικής στήριξης. Αντλούμε πληροφορίες από το βιβλίο "Das Olympia Kartell" του Andrew Jennings (εκδ. Rowohlt, Hamburg, Ιούνιος 1996). Την έρευνα για το Βερολίνο έκανε ο δημοσιογράφος Mathew D. Rose.
Υποτίθεται ότι μετά τα κρούσματα χρηματισμού και σκανδάλων που παρουσιάστηκαν κατά τη διεκδίκηση της Βαρκελώνης, τροποποιήθηκαν οι όροι και έγιναν αυστηρότερες οι προδιαγραφές των θεμιτών μεθόδων για τις επιτροπές διεκδίκησης. Απαγορεύθηκαν οι παρατεταμένες διακοπές των αθανάτων στις υποψήφιες πόλεις και αποκλείστηκε η προσφορά ακριβών δώρων. Μόνο που στο Βερολίνο παρουσιάστηκαν τα ίδια ακριβώς φαινόμενα και μάλιστα σε διογκωμένη μορφή.
Η ολυμπιακή διεκδίκηση στοίχισε στους Γερμανούς 86 εκατομμύρια μάρκα. Κανείς δεν γνωρίζει, ακόμα και σήμερα, πού ακριβώς διοχετεύθηκαν αυτά τα χρήματα. Η εξεταστική επιτροπή της Βουλής του Βερολίνου, η οποία συστάθηκε το 1995 για να διερευνήσει το σκάνδαλο, σήκωσε τα χέρια ψηλά. Μάταια ζητούσαν οι βουλευτές τα παραστατικά της Επιτροπής Διεκδίκησης. Είχαν τα πάντα εξαφανιστεί. Στις δημόσιες ακροάσεις της εξεταστικής επιτροπής, οι υπεύθυνοι της διεκδίκησης κατέθεσαν ότι ...δεν θυμούνται τίποτα.
Επικεφαλής στην Επιτροπή Διεκδίκησης τοποθετήθηκε αρχικά ο Lutz Gruttke. Υποχρεώθηκε όμως γρήγορα να παραιτηθεί, για να προλάβει το σκάνδαλο που προκάλεσαν τα υπέρογκα και αδικαιολόγητα έξοδα των συνεργατών του. Αποκαλύφθηκε, μάλιστα, ότι είχε αναθέσει όλη τη διαφημιστική προβολή σε μια δική του εταιρεία.
Ο Jennings υπολογίζει ότι οι χορηγοί εισέπραξαν από το δημόσιο ταμείο περισσότερα χρήματα από όσα προσέφεραν, χωρίς να υπολογίζεται το κέρδος τους από την τεράστια διαφημιστική καμπάνια. "Ολοι αυτοί οι μεγαλόκαρδοι χορηγοί της Ολυμπιάδας υποστηρίζουν ότι προσφέρουν χρήματα για έναν ευγενή σκοπό. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για μια επικερδή σχέση με την Επιτροπή Διεκδίκησης." Το εκδοτικό τραστ Bertelsmann, π.χ., κατέβαλε 1.5 εκατ. μάρκα στην εταιρεία μάρκετινγκ που ανέλαβε την υπόθεση. Εισέπραξε, όμως, ταυτόχρονα 2.3 εκατ. για την παραγωγή του διαφημιστικού βίντεο και υπέγραψε άγνωστου ύψους συμβόλαια με θυγατρικές της ίδιας εταιρείας. Η Daimler φρόντισε να τοποθετήσει τους δικούς της ανθρώπους στην εταιρεία μάρκετινγκ. Παρουσιάστηκε τότε η Daimler ως "εθνικός ευεργέτης", επειδή προσέφερε περισσότερα από κάθε άλλο μεμονωμένο χορηγό: 6.5 εκατ. μάρκα. Μόνο που ούτε το μισό απ' αυτό το ποσό δεν εισέρρευσε στο ταμείο της Επιτροπής Διεκδίκησης. Το υπόλοιπο προσφέρθηκε σε "είδος". Η εταιρεία κοστολόγησε σε 1.7 εκατ. μάρκα την προσφορά σε διαφημιστικά αυτοκίνητα για τις μετακινήσεις της γερμανικής ολυμπιακής ομάδας, εξασφαλίζοντας τόσο τη δική της προβολή, όσο και τις σχετικές απαλλαγές από την εφορία.
Ο Jennings αποδίδει το γεγονός ότι οι υποθέσεις αυτές δεν απασχόλησαν πολύ τη δημοσιότητα (με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως το Spiegel και η Tageszeitung) στο γεγονός ότι η Επιτροπή Διεκδίκησης στηριζόταν στα δυο μεγαλύτερα εκδοτικά συγκροτήματα (Bertelsmann και Springer), αλλά κατόρθωσε να κερδίσει και την εύνοια πολλών δημοσιογράφων με δωράκια ή και ανοιχτό χρηματισμό. Ο Matthias Deutschmann, που τόλμησε να αποκαλέσει "φασίστα" τον Σάμαρανκ στο πρωινό μαγκαζίνο του ZDF, απολύθηκε αμέσως.
Οσο για την εύνοια των ίδιων των Αθανάτων, οι Γερμανοί ζήτησαν από άλλες πόλεις λεπτομέρειες για το ποιόν τους και τις πιθανότητες χρηματισμού τους. Εστειλαν και στην Αθήνα έναν άνθρωπό τους με το ψευδώνυμο Astrid, ο οποίος συνέταξε έκθεση με τα πιο "καταδεκτικά" μέλη της ΔΟΕ. Κατονόμασε και εκείνον που δεν κράτησε την υπόσχεσή του. Ανέφερε και έναν μεσάζοντα, ο οποίος είχε ταχθεί υπέρ της Αθήνας με την προϋπόθεση να ανατεθεί το μετρό στην εταιρεία της δικής του χώρας. Το 1995 το Spiegel αποκάλυψε ότι ο Astrid είναι ο καθηγητής αθλητισμού στο πανεπιστήμιο της Κολωνίας Manfred Lammer.
Οι επισκέψεις των μελών της ΔΟΕ στο Βερολίνο αποδείχθηκαν τελικά πανάκριβη υπόθεση. Η τριήμερη επίσκεψη μιας δωδεκάδας Αθανάτων στην πόλη ξεπέρασε το ένα εκατομμύριο μάρκα. Προκειμένου να αποφευχθούν οι αναμενόμενες αντιδράσεις, η Εθνική Ολυμπιακή Επιτροπή είχε υποσχεθεί ότι θα καλύψει το ποσό, ωστόσο η τελική συμμετοχή της περιορίστηκε στο ένα τρίτο. Αν αναρωτιέται κανείς πώς ξοδεύτηκαν αυτά τα χρήματα, αρκεί ίσως η πληροφορία ότι ο λογαριασμός για ένα και μόνο επίσημο δείπνο έφτασε τα 100.000 μάρκα. Ας μην ξεχνούμε ότι οι Αθάνατοι συνοδεύονταν από τις/τους συζύγους τους, τα ψώνια των οποίων προστέθηκαν στα συνολικά έξοδα. Ανάμεσα σε αυτά και το κομμάτι που διάλεξε η κυρία Σάμαρανκ: προσελάνινο βάζο κατά μία εκδοχή, σερβίτσιο του καφέ κατά μία άλλη.
Η Φλορ Ισάβα Φονσέκα, μέλος της ΔΟΕ από τη Βενεζουέλα φιλοξενήθηκε σε πανάκριβο ξενοδοχείο του Βερολίνου με την κόρη της επί επτά ημέρες και έφαγε στα ακριβότερα εστιατόρια, ενώ οι επισκέψεις της στις αθλητικές εγκαταστάσεις δεν διήρκεσαν συνολικά περισσότερες από δέκα ώρες. Η σιβυλλική δήλωσή της ότι το Βερολίνο "οφείλει να αποδείξει ότι επιθυμεί τους αγώνες" έμπλεξε τους Γερμανούς δημοσιογράφους. Δεδομένου ότι κάθε λογαριασμός εστιατορίου κυμαινόταν γύρω στα 600 μάρκα, οι παριστάμενοι αναρωτήθηκαν τι άλλο μπορούσε να περιμένει η κυρία Φονσέκα από την πόλη τους.
Επειδή προηγούμενες επισκέψεις της Διεθνούς Επιτροπής είχαν θεωρηθεί από τον γερμανικό Τύπο σκανδαλώδεις, ο υπεύθυνος της Επιτροπής Διεκδίκησης Αξελ Ναβρόκι έσπευσε να εξαφανίσει τα πειστήρια. Από τις λίγες αποδείξεις που διασώθηκαν, τα ποσά που προκύπτουν είναι εξωφρενικά. Στην κοινοβουλευτική επιτροπή, ο Ναβρόκι δεν παρέλειψε να "καρφώσει" ότι οι Αθάνατοι δεν διαμαρτυρήθηκαν ποτέ για τις "υπερβολικές περιποιήσεις" που δέχθηκαν από τους βερολινέζους οικοδεσπότες τους. Τα στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές: Κατά την επίσκεψη 62 μελών της Διεθνούς Επιστροπής στο Βερολίνο, οι περισσότεροι παρέμειναν στην πόλη περισσότερες από τρεις ημέρες, ενώ αρκετοί έφυγαν ξεχνώντας να πληρώσουν τους προσωπικούς τους λογαριασμούς. Η σύζυγος του Αργεντινού Αντόνιο Ροντρίγκες ζήτησε μια βιντεοκάμερα, ενώ ο άνδρας της προτίμησε να επισκεφθεί δωρεάν τον οδοντίατρο. Ο Ρώσος Βιτάλι Σμιρνόφ άφησε απλήρωτο έναν υψηλό λογαρισμό σε κατάστημα με είδη καπνιστού, η Λαμίνε Κάιτα από το Μαλί ξόδεψε σε μία ημέρα 2.500 μάρκα για τηλέφωνα, κάποιος άλλος Αθάνατος άδραξε την ευκαιρία για να χρεώσει στον δήμο του Βερολίνου τον εμβολιασμό του σκύλου του, ενώ πολλοί έσπευσαν για ένα δωρεάν τσεκ-απ. Εκτός αυτού, από τις ελάχιστες αποδείξεις που διασώθηκαν προκύπτει ότι τα δώρα που προσφέρθηκαν στους υψηλούς επισκέπτες ξεπέρασαν τα 120.000 μάρκα. Στον κατάλογο με τίτλο "αναμνηστικά δώρα" περιλαμβάνονται μάλιστα και δύο πανάκριβα παλτά.
Η υπόθεση "Βερολίνο 2.000" έληξε άδοξα, επειδή αντέδρασε μια σημαντική μερίδα του γερμανικού λαού. Για την "Αθήνα 2004" υποτίθεται ότι όλοι οι Ελληνες έχουν πειστεί και στηρίζουν τη διεκδίκηση. Αν είναι έτσι, ας ετοιμαστούν όλοι να βάλουν το χέρι στην τσέπη. Και δεν αναφερόμαστε στους χορηγούς.

 

 

Οι ζημιές της ...δόξας

"Μια κοινωνία στερημένη οραμάτων και διψασμένη για στιγμές ανάτασης, που δεν της βρίσκονται, και πρόχειρα ερείσματα ικανά να την εμπνέουν αλλά και να τη βγάλουν από την καθημερινή μιζέρια, προσφέρεται εξαιρετικά για τη διάδοση και εδραίωση μεγαλοϊδεατικού τύπου προτάσεων. Η πρόταση της ανάληψης των Ολυμπιακών Αγώνων από τη χώρα μας, πλην του απαστράπτοντος θεάματος ή της γοητείας του δυνάμει "τζόγου" των αγώνων, έχει παράλληλα την ψευδώνυμη, φευ, αναφορά σε αρχαίες δόξες και αξίες διαχρονικές.
Ετσι, για μια ακόμη φορά στη νεοελληνική πραγματικότητα διαπιστώνεται ο θρίαμβος του θυμικού επί του ορθού λόγου και του κοινού νού. Ουδείς λοιπόν κρίνει λογικό και πρέπον να κοιτάξει αν η διοργάνωση είναι οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά ή πολιτισμικά σκόπιμη. Δεν θέλει περαιτέρω συζήτηση για το αν η ταλαίπωρη οικονομία μας έχει την πολυτέλεια να αντέξει το βάρος μιας σίγουρα ζημιογόνου επένδυσης (ειδικά στη συγκυρία του προγράμματος σύγκλισης και του υπερεξοπλισμού).
Είναι απίστευτο να τίθενται θέματα υπέρβασης νόμων και θεσμών. Κι όμως θρασύτατα συζητούμε για ανοικοκοδόμηση δασικών εκτάσεων, καταστροφή προστατευομένων υγροτόπων και "τσαλάκωμα" του προσφάτως θεσμοθετημένου Ρυθμιστικού Σχεδίου. Αλλά και το αν είμαστε σε θέση να φέρουμε αξιοπρεπώς εις πέρας το σχεδιαζόμενο εγχείρημα, με δεδομένη την ανεπάρκεια σε υποδομές (κυκλοφοριακό, τηλεπικοινωνιακό κ.λπ), ουδένα απασχολεί σοβαρά.
Των μόνων που οι επιλογές είναι ευεξήγητες, είναι, βεβαίως, όσων προσδοκούν οφέλη οικονομικά ή αναμένουν προβολή, εξουσία και τα παρεπόμενά τους. Για όλα αυτά και όχι μόνο ως αριστερός πολίτης, ως αρχιτέκτονας και ως βουλευτής της Περιφέρειας, στην διοργάνωση των Ολυμπιακών στην Αθήνα, λέω "όχι ευχαριστώ".

Σπύρος Δανέλλης
Βουλευτής Ηρακλείου του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ

 


 

(Ελευθεροτυπία, 8/3/1997)

 

www.iospress.gr