Η χαμένη τιμή της Βυσσώκας
Ενα όνομα απασχολεί αυτές τις μέρες τους
ομοϊδεάτες του κ. Παπαθεμελή. Μην πάει ο νους σας σε νέες υποδείξεις για το
όνομα της ΠΓΔΜ. Αναφερόμαστε στο παλιό όνομα της γενέτειράς του, της Οσσας. Το
ρεπορτάζ της στήλης από το χωριό αυτό της Θεσσαλονίκης και η υπενθύμιση ότι
πρόκειται για το αμιγώς "ντόπιο" (σλαβόφωνο) χωριό Βυσσώκα των αρχών του αιώνα,
προκάλεσε δυο οργισμένες επιστολές:
Η επιστολή του δημοσιογράφου
Κ. Διευθυντά,
Με πολλή θλίψη και εν μέρει αγανάκτηση διάβασα την 1.3.1997 το άρθρο(;)
σχόλιο(;) έρευνα(;) λαογράφημα(;) ανώνυμου συντάκτη της εφημερίδας σας σχετικά
με τα διαδραματιζόμενα στο χωριό Οσσα της επαρχίας Λαγκαδά στα όρια του Ν.
Θεσσαλονίκης.
Κατ' αρχήν, αυτό που με εξέπληξε ήταν η έμμεση συσχέτιση των καταστάσεων που
περιγράφονται στο «πόνημα» του συντάκτη σας με τον Στέλιο Παπαθεμελή και τις
απόψεις που εκφράζει για το λεγόμενο «Μακεδονικό» πρόβλημα, που είναι απόψεις
και θέσεις πολιτικές και ουδεμία σχέση θα μπορούσαν να έχουν με την όποια
καταγωγή του ή με τις όποιες απόψεις και θέσεις των συντοπιτών του. Εξάλλου, από
πότε η καταγωγή ενός πολιτικού μπορεί να λειτουργεί ως ενισχυτικό ή αποτρεπτικό
στοιχείο στη διατύπωση της μιας ή της άλλης πολιτικής θέσης ή άποψης;
Ενα δεύτερο στοιχείο πάνω στο οποίο θα ήθελα να παρατηρήσω ορισμένα πράγματα,
έχει να κάνει με την περίεργη άποψη περί «μακεδονικών» τοπωνυμίων που διατυπώνει
ο ανώνυμος συντάκτης σας. Ο όρος «Βυσσώκα», τον οποίο αναφέρετε ως «αρχαία»
ονομασία του χωριού Οσσα, ούτε βέβαια αρχαίος είναι και ούτε -πολύ περισσότερο-
«Μακεδονικός» μπορεί να είναι.
Ως προς το «αρχαίος», ο όρος «Βυσσώκα» είναι λατινογενής (Γότθοι και Βησιγότθοι)
και στη συνέχεια ενσωματώθηκε -όπως και πολλοί άλλοι όροι- από όλες τις σλαβικές
γλώσσες και προσδιορίζει το υψηλό, το μακρύ εν γένει και φυσικά δεν μπορεί να
θεωρηθεί αρχαίος και πολύ περισσότερος Μακεδονικός, αφού στην αρχαία Μακεδονική
- Δωρική γλώσσα η έννοια «ψηλός» ή «μακρύς» προσδιορίζεται με τον όρο «ΜΑΚ», εξ
ου και ΜΑΚ-ΕΘΝΟΙ, δηλαδή ΜΑΚΕΔΝΟΙ - ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ.
Σε ό,τι αφορά τα «μακεδονικά» τοπωνύμια, αυτά πρέπει να τα αναζητήσετε αλλού και
όχι βέβαια στα σλαβογενή τοπωνύμια, που είναι και λογικό να έχουν επιβιώσει σε
πολλές περιοχές της χώρας μας, όπως (εκτός από τη Μακεδονία) η Θεσσαλία και η
Πελοπόννησος, όπου όμως κανείς δεν διανοείται να τα προσδιορίσει ως μακεδονικά.
Αντίθετα τα αρχαία μακεδονικά τοπωνύμια ουδεμία σχέση έχουν με τα σλαβικά και
αυτά μπορεί να τα συναντήσει κανείς στην Αιανή, στο Δίον, στην Πέλλα, στις Αιγές,
στη Θεσσαλονίκη, στη Χαιρώνεια, στη Θέρμη, στην Απολλωνία και σε άλλες «ων ουκ
έστιν αριθμός». Είναι δε παραπάνω από φανερό ότι τα τοπωνύμια αυτά είναι
μεταγενέστερα των αρχαίων μακεδονικών τοπωνυμιών και αναφέρονται σε πόλεις ή
οικισμούς που δημιούργησαν τα πρώτα σλαβικά φύλα κατά την κάθοδό τους τον 6ο
μ.Χ. αιώνα στη νότια Βαλκανική, εκτοπίζοντας σε πολλές περιπτώσεις τους αμιγώς
ελληνικούς πληθυσμούς, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν στα μεγάλα αστικά κέντρα της
εποχής και αργότερα -επί Τουρκοκρατίας- ακόμη και στο εξωτερικό (Τεργέστη,
Βιέννη, Βουκουρέστι κ.λπ.).
Σε ό,τι αφορά τους ισχυρισμούς του συντάκτη σας περί κυριαρχίας των
«μακεδονικών» αυτών όρων στην περιοχή της επαρχίας Λαγκαδά, δεν υπάρχει τίποτα
πιο αναληθές, αφού ο συντάκτης σας αγνοεί προφανώς ότι στην ίδια επαρχία ανήκουν
και περιοχές όπως το Ζαγκλιβέρι, η Απολλωνία (αυτό κι αν είναι «μακεδονικό»), τα
Καλλίνδοια κ.λπ. όπου όσο κι αν ψάξετε δεν πρόκειται να βρείτε ούτε ίχνος από
σλαβικό ή «μακεδονικό» στοιχείο.
Εκείνο όμως το στοιχείο που εξοργίζει ακόμη και κάποιον με στοιχειώδεις γνώσεις
περί των θεμάτων αυτών, είναι η πλήρης υιοθέτηση από τον συντάκτη σας ισχυρισμών
των κατοίκων της περιοχής, ότι ομιλούν μια γλώσσα που οι ίδιοι ονομάζουν
«Μακεδονική» ή «Μακεδόνικη» (όπως την τονίζουν οι ίδιοι και ο συντάκτης σας
πιστά μεταφέρει στο άρθρο του).
Λοιπόν ας το ξεκαθαρίσουμε μια για πάντα. Αρχαία μακεδονική γλώσσα ουδέποτε
υπήρξε και ουδαμού αναφέρεται η ύπαρξή της. Υπήρξε αρχαία μακεδονική διάλεκτος
όπως η λακωνική ή ιωνική και βεβαίως ήταν ελληνική, όπως ακριβώς βεβαιώνουν οι
αρχαίες επιγραφές που έχουν βρεθεί μέχρι τώρα στους διάφορους αρχαιολογικούς
χώρους της Μακεδονίας.
Σε ό,τι αφορά τη διγλωσσία περιορισμένου σήμερα αριθμού κατοίκων της Μακεδονίας,
θα πρέπει να επισημάνουμε τρία πράγματα:
Πρώτον: Δεν ομιλούν ούτε «Μακεδονικά» ούτε «Μακεδόνικα» αλλά σλαβικά, όπως
συμβαίνει με τους Αρβανίτες της Θήβας, του Πειραιά, της Αττικής, της Θεσπρωτίας
και της Πελοποννήσου, οι οποίοι βέβαια άλλα ισχυρίζονται, όμως κανείς σώφρων δεν
τα υιοθετεί και δεν αμφισβητεί την ελληνικότητα των εν λόγω περιοχών.
Δεύτερον: Επιτέλος ας πάψει αυτό το «καλαμπούρι» περί διγλωσσίας όλων των
κατοίκων της Μακεδονίας που βεβαίως -και δυστυχώς» ενισχύει την προπαγάνδα των
ανιστόρητων Σκοπιανών και Βουλγάρων. Οι κάτοικοι της Μακεδονίας είναι κατά βάσιν
μονόγλωσσοι και ομιλούν ελληνικά στη συντριπτική τους πλειοψηφία ή σλάβικα (ένα
πολύ μικρό ποσοστό) ενώ οι δίγλωσσοι είναι ελάχιστοι και φυσικά οι περισσότεροι
με ελληνικότατη συνείδηση. Ας κάνει μια «βόλτα» ο συντάκτη σας στα χωριά της
Χαλκιδικής, στα Νταρνακοχώρια του Ν. Σερρών, σε ολόκληρη την Πιερία, ας πάει
μέχρι το Βελβεντό της Κοζάνης, στη Σιάτιστα, στο Τσοτύλι, στα Χάσια, στον Ολυμπο,
στα Γρεβενά κι αν διαπιστώσει ότι έστω και ένας κάτοικος της περιοχής ομιλεί
άλλη γλώσσα εκτός από την ελληνική, τότε ίσως και εμείς συμφωνήσουμε με το
πνεύμα του άρθρου του.
Και τρίτον επιτέλους ας σταματήσει αυτή η «εκ των έσω», αμφισβήτηση της
ελληνικότητας της Μακεδονίας και μάλιστα με επιχειρήματα που αγγίζον τα όρια του
ιστορικού παραλογισμού.
Το πώς επέβαλλαν οι Σλάβοι την κυριαρχία τους στις διάφορες περιοχές της
Μακεδονίας που κατά καιρούς κατέλαβαν είναι ιστορικό γνωστό και αποδεδειγμένο.
Οι γενοκτονίες, οι διωγμοί και οι εκτεταμένες επιχειρήσεις αφελληνισμού
ολόκληρων περιοχών, με την ανοχή των Τούρκων κατακτητών, διαμόρφωσαν ένα
συγκεκριμένο εθνολογικό χάρτη στη Μακεδονία, που αργότερα εκμεταλλεύτηκαν πρώτοι
απ' όλους οι Βούλγαροι, με αποτέλεσμα να προκληθεί η έκρηξη του Ελληνισμού στα
τέλη του περασμένου αιώνα (Μακεδονικός Αγώνας) και ο Ελληνοβουλγαρικός πόλεμος
στα 1912-13.
Ο «Μακεδονισμός» είναι κάτι που εφευρέθηκε αργότερα από τους Σλάβους της
περιοχής προκειμένου να εξαπατηθεί η Δύση και να στηριχθεί το όραμα του
Πανσλαβισμού. Αυτά είναι ιστορικά στοιχεία που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση.
Τώρα, αν κάποιοι δεν αισθάνονται Ελληνες και αισθάνονται ότι είναι κάτι άλλο,
αυτό είναι και απολύτως θεμιτό και αποδεκτό. Ομως αυτό το «κάτι άλλο» δεν μπορεί
σε καμία περίπτωση να είναι Μακεδονικό. Μπορεί να είναι Σλαβικό, Βουλγαρικό (και
θα το σεβαστούμε) ή οτιδήποτε άλλο, εκτός όμως από Μακεδονικό - και αυτό ας
γίνει επιτέλους κατανοητό.
Γιάννης Παπαμίχος
Δημοσιογράφος
Η επιστολή του πολιτικού
Το δημοσίευμα της 1ης Μαρτίου 1997 στην Ελευθεροτυπία είναι κείμενο που
ουσιαστικά στρέφεται κατά του έντιμου και πατριώτη πολιτικού τ. Υπουργού και
Βουλευτή Στέλιου Παπαθεμελή. Συγχρόνως προσβάλλει και τους κατοίκους του χωριού
Βυρσώκα (Οσσα) που στις 8 Απριλίου 1962 απέδειξαν ότι γνωρίζουν να μάχονται για
την Δημοκρατία, αποδεικνύοντας τη βία και τη νοθεία του κράτους της δεξιάς
(ΕΡΕ).
Από το ίδιο κείμενο του τότε υπολοχαγού Κ.Ζωρογιαννίδη το 1909-1912
αποδεικνύεται ότι ο λαός της Βυρσώκας υποδέχθηκε τον Ελληνικό Στρατό με
ενθουσιασμό, γεγονός που αναιρεί το ίδιο το κείμενο, αλλά πάντα υποβολιμαίο σε
βάρος του πολιτικού και των κατοίκων της Οσσας. Κανένας λαός δεν υποδέχεται
ενθουσιωδώς ξένα στρατεύματα. Για 40 χρόνια βουλευτής, γνωρίζω τους Οσσαίους
τεκμηριωμένα ιστορικά, ότι ήταν υποδηματοποιοί με τα καλύτερα βυρσοδεψεία της
Μακεδονίας, γι' αυτό και ονομαζότανε Βυρσώκα. Από τις αρχές του 19ου αιώνα,
εκτελούσαν τις εντολές του Ελληνικού Προξενείου της Θεσσαλονίκης. Σ' ολόκληρη
την επαρχία Λαγκαδά, οι νέοι μαχητές του Μακεδονικού αγώνα στρατεύονταν για
ορισμένες επιχειρήσεις κατ' εντολήν του Ελληνα Προξένου της Θεσσαλονίκης. Αυτά
από την ιστόρηση των προγόνων μου Ηπειρωτών και Μακεδονομάχων, για τους
κατοίκους της Οσσας. Η Οσσα (Βυρσώκα) στον 19ο αιώνα είχε Αρρεναγωγείο και
Παρθεναγωγείο με 4 δασκάλους, μεταξύ των οποίων στο τέλος του αιώνα ο Κώστας
Βελλίδης και μετέπειτα ιδρυτής της εφημερίδας "Μακεδονία".
Λυπούμαι γιατί κάτι τέτοια δημοσιεύματα ανάγκασαν τον Ελευθέριο Βενιζέλο το 1915
να καταγγείλει από το Βήμα της Βουλής για εξωνημένους δημοσιογράφους, που
αποδείχθηκαν ύστερα από 40 χρόνια από τα αρχεία της Αυστρίας στο βιβλίο του
Καθηγητή της Βιέννης Ενεπεκίδη.
Τέλος, όταν ο τότε Υπολοχαγός κ. Ζωρογιαννίδης πέρασε από την Οσσα, συνάδελφός
του της Σχολής Ευελπίδων Οσσαίος Χριστόδουλος Γρόλιος πολεμούσε για την
απελευθέρωση της Μακεδονίας. Οσον αφορά για τη διγλωσσία, θα συναντήσουν και
σήμερα οι κ. δημοσιογράφοι στην περιοχή της Καλαμάτας, στην Περαχώρα Κορινθίας,
στο Μενίδι της Αττικής και σε πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας, γνήσιους δίγλωσσους
Ελληνες.
Στέφανος Τσαπάρας
(τέως δικηγόρος, τέως βουλευτής)
ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΙΕΣΤΗΡΙΟΥ:
Με μεγάλη καθυστέρηση λάβαμε μια σχετική επιστολή από τον πρόεδρο της Κοινότητας
Όσσας.
Θα δημοσιευθεί προσεχώς.
Η απάντηση του «Ιού»
Δεν θα μπούμε στον κόπο να απαντήσουμε διεξοδικά στους δυο αυτόκλητους (;)
υπερασπιστές του κ. Παπαθεμελή. Δεν υπάρχει δυστυχώς πραγματικό πεδίο διαλόγου
με τον κ. Παπαμίχο, όταν ο ίδιος δεν έχει καν διαβάσει το επίδικο δημοσίευμα,
όπως προδίδει η (τριπλή) αναφορά του σε "ανώνυμο" συντάκτη, ενώ τα ονόματά μας
δημοσιεύονται ακριβώς από κάτω. Ούτε είναι δυνατόν να διαλεχθούμε με τον κ.
Τσαπάρα, ο οποίος αυτοπαρουσιάζεται ως Ελευθέριος Βενιζέλος για να μας
καταγγείλει ως εξωνημένους.
Ειδικά για τον κ. Παπαμίχο, προσθέτουμε ότι δεν είναι δυνατόν να δεχθούμε
μαθήματα ιστορίας από κάποιον που υποστηρίζει ότι οι Γότθοι υπήρξαν Λατίνοι, ότι
οι Αρβανίτες της Νότιας Ελλάδας μιλούν σλαβικά και ότι η Χερώνεια βρίσκεται στη
Μακεδονία και όχι στη Βοιωτία. Δεν είναι επίσης δυνατόν να δεχθούμε ως μομφή το
γεγονός ότι "μεταφέραμε πιστά" όσα μας είπαν οι συντοπίτες του κ. Παπαθεμελή.
Προφανώς, έχουμε εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις περί δημοσιογραφικής
δεοντολογίας από τον επιστολογράφο μας.
Χαρακτηριστικό της σύγχυσης και των δύο ομοϊδεατών του κ. Παπαθεμελή είναι το
γεγονός ότι δεν μπορούν να διακρίνουν τη διαφορά των δικών μας σκέψεων από τις
ιστορικές πηγές που σταχυολογούμε και -κυρίως- από όσα μας είπαν οι παράγοντες
του χωριού. Βεβαίως ούτε και οι δύο επιστολογράφοι συμφωνούν μεταξύ τους. Με το
ίδιο πάθος που ο πρώτος εκτιμά ότι η λέξη "Βυσσώκα" είναι λατινογενής, ο
δεύτερος δηλώνει "τεκμηριωμένος" ότι το χωριό λέγεται "Βυρσώκα" και προέρχεται
από τα πολλά βυρσοδεψεία. Επιχειρώντας να εξαλείψει μια και καλή το ενοχλητικό "Βυσσώκα",
το περιοδικό "Μακεδονική Ζωή", συμβουλευόμενο τον κ. Παπαθεμελή, το είχε
μετρέψει σε "Βίρσκια" ήδη από το 1983 (τ. 209). Σε πείσμα των ετυμολογικών
ακροβασιών, στο κέντρο της Οσσας διατηρείται ακμαία μέχρι σήμερα η ταβέρνα "Βυσσώκα".
Θα αρκεστούμε στην υπενθύμιση δυο απλών και αναμφισβήτητων δεδομένων. Το επίσημο
ελληνικό κράτος αντικατέστησε το 1925 το "Βυσσώκα" (ούτε Βυρσώκα ούτε Βίρσκια)
ως "ξενικόν" με το αρχαίο "Οσσα". Οι ηλικιωμένοι κάτοικοι του χωριού συνδυάζουν
μέχρι σήμερα την ονομασία αυτή με τη σλαβική λέξη "βίσοκ" (ψηλός). Η άρνηση -και
πολύ περισσότερο η καταγγελία- αυτής της πραγματικότητας είναι η έσχατη προσβολή
προς τους κατοίκους της ελληνικής Μακεδονίας. Η κατάργηση του πρόσφατου
παρελθόντος, η συσκότιση των συγγενικών σχέσεων, η πλαστογράφηση, τελικά, της
ιστορίας.
Να, λοιπόν, γιατί ασχοληθήκαμε με τη Βυσσώκα-Οσσα. Επειδή ο ονοματομάχος κ.
Παπαθεμελής, πριν μας παρασύρει στον Γ' βαλκανικό πόλεμο για να βαφτίσει τη
FYROM Δαρδανία, έχει χάσει τη μάχη του ονόματος μέσα στο ίδιο του το χωριό.
(Ελευθεροτυπία, 22/3/1997)
www.iospress.gr |