Αντισυνταγματικά τα "κογκλάβια" των αρχηγών!
"Πρέπει να γίνει σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών
υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας"
(Νίκος
Κωνσταντόπουλος, 7.5.1997)
Η "εθνική ανασφάλεια" των τελευταίων χρόνων, εκτός άλλων παρενεργειών που
προκάλεσε στα πολιτικά ήθη της χώρας, ανέδειξε και έναν νέο "θεσμό". Οι
περίφημες συσκέψεις των πολιτικών αρχηγών υπό τον Πρόεδρο, είτε όταν
συγκαλούνται, είτε όταν σχολιάζονται, είτε όταν διεκδικούνται, αποτελούν μείζον
θέμα, και μάλιστα εθνικό. Ετσι τουλάχιστον καταγράφεται. Πολλή κουβέντα έγινε
για τις πολιτικές σκοπιμότητες που οδηγούσαν τους πολιτειακούς παράγοντες στην
σύγκληση αυτών των συσκέψεων και γράφτηκαν τόμοι για την εξ αντικειμένου
αστάθεια των συναινετικών συμπερασμάτων τους ή για το τελικό αποτέλεσμά τους στο
διπλωματικό πεδίο. Ολοι έχουν τη γνώμη τους. Ελάχιστοι, ωστόσο, αναρωτήθηκαν
(τουλάχιστον δημοσίως) για τη συνταγματικότητα αυτού του είδους των συσκέψεων
κορυφής.
Μια μελέτη του λέκτορα του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών,
Γιώργου Καμίνη, που πρόκειται σύντομα να κυκλοφορήσει, καταλήγει -μετά από
εξαντλητική παράθεση της ιστορικού και νομικού υλικού- ότι ο "θεσμός" των
συσκέψεων, όχι μόνο δεν προβλεπόταν από το Σύνταγμα (μετά την κατάργηση του
Συμβουλίου της Δημοκρατίας), αλλά και ότι ήταν (και είναι) ευθύτατα
αντισυνταγματικός. Επομένως, κάθε αναφορά στις αποφάσεις των συσκέψεων ή τα
πρακτικά τους -τα οποία η Προεδρία της Δημοκρατίας δεν εδέησε να δημοσιοποιήσει
επισήμως- μπορεί να έχει μεγάλη πολιτική σημασία, αλλά πέραν τούτου δεν
θεμελιώνει απολύτως τίποτα.
Ας δούμε ένα απόσπασμα από τα συμπεράσματα του τρίτου κεφαλαίου του ανέκδοτου
βιβλίου του κ. Καμίνη ("Οι Συσκέψεις υπό την προεδρία του αρχηγού του κράτους -
Από τα Συμβούλια του Στέμματος, στις Συσκέψεις των πολιτικών αρχηγών για το
'Μακεδονικό'"):
"Σύμφωνα με το άρθρο 82 Σ., ο καθορισμός και η κατεύθυνση της γενικής -άρα και
της εξωτερικής- πολιτικής της χώρας εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της κυβέρνησης.
Αποστολή της αντιπολίτευσης, εν προκειμένω, δεν είναι ούτε να συγκαθορίζει ούτε
να συγκατευθύνει την πολιτική της χώρας, αλλά να ελέγχει την Κυβέρνηση,
πρωτίστως μέσω των θεσμών του κοινοβουλευτικού ελέγχου (70 παρ. 2 Σ.). Ο ρόλος
της αντιπολίτευσης έγκειται στην αναζήτηση και την ανάδειξη των κυβερνητικών
ευθυνών και όχι στον συμμερισμό τους. Στην εξωτερική πολιτική, όπως άλλωστε και
στην εσωτερική, η κυβέρνηση αποφασίζει και η αντιπολίτευση ελέγχει.
Ειδικά για τα λεγόμενα 'εθνικά θέματα', το Σύνταγμα δεν φαίνεται να συνηγορεί
υπέρ του χειρισμού τους στο πλαίσιο ενός κογκλάβιου, όπου, υπό την προεδρία του
Προέδρου της Δημοκρατίας, η συμπολίτευση και η αντιπολίτευση συναντώνται
κεκλεισμένων των θυρών και συναποφασίζουν υπό το πέπλο της μυστικότητας.
Αντίθετα, ο συνταγματικός νομοθέτης έχει προβλέψει ότι ένα 'κρίσιμο εθνικό θέμα'
ή 'ένα θέμα εξαιρετικής σημασίας' είναι δυνατόν να αποτελέσει αντικείμενο
δημοψηφίσματος (44 παρ. 2 Σ.) ή λόγο διάλυσης της Βουλής (41 παρ. 2 Σ.)
αντιστοίχως. Το πνεύμα του Συντάγματος είναι να υποβάλλει τα ζητήματα αυτά στην
άμεση και ειδική κρίση του εκλογικού σώματος, σε συνθήκες, βέβαια, δημοσιότητας,
ανοιχτού πολιτικού διαλόγου και αντιπαράθεσης. (...)
Στις συσκέψεις της διετίας 1992-1993 αναζητήθηκε η συναίνεση των πολιτικών
κομμάτων, χωρίς να έχει προηγουμένως επιτευχθεί μια κοινή πολιτική ούτε καν
στους κόλπους της κυβέρνησης. Στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των δύο
πρώτων συσκέψεων ήταν πασίγνωστο ότι μεταξύ του πρωθυπουργού και του υπουργού
των Εξωτερικών υπήρχαν ριζικές διαφωνίες ως προς την πολιτική που έπρεπε να
εφαρμοσθεί στο ζήτημα της ονομασίας της πΓΔΜ. Ο υπουργός ωστόσο δεν παραιτείτο,
ούτε όμως και ο πρωθυπουργός ζητούσε την παραίτησή του. Η παράδοξη κατάληξη ήταν
ότι ο μεν υπουργός των Εξωτερικών ουσιαστικά παύθηκε αμέσως μετά το πέρας της
σύσκεψης του Απριλίου 1992, ο δε πρωθυπουργός οικειοποιήθηκε ακριβώς την
πολιτική με την οποία διαφωνούσε, επικαλούμενος πια την 'εθνική εντολή', που
είχε αναλάβει να εκτελέσει.
Το γεγονός ότι η κυβέρνηση ανέλαβε να εκτελέσει αυτή την 'εθνική εντολή' δεν
φαίνεται εκ πρώτης όψεως να συνιστά συνταγματική ανορθοδοξία. Η κυβέρνηση
εμφανίστηκε απλώς να εφαρμόζει μια πολιτική που ήταν και δική της. Ομως, το
απώτατο νομιμοποιητικό θεμέλιο αυτής της πολιτικής ήταν 'η συμφωνία της
πολιτικής ηγεσίας της χώρας', δηλαδή ένα είδος πολιτικής σύμβασης, η οποία
συνήφθη πανηγυρικά μεταξύ της συμπολίτευσης και της αντιπολίτευσης, ενώπιον του
ΠτΔ, ο οποίος παρέστη δίκην συμβολαιογράφου. Υπ' αυτές τις συνθήκες, η κυβέρνηση
δεν μπορούσε να αποδεσμευθεί από τη συμφωνία που είχε συνάψει, παρά μόνον
επαναδιαπραγματευόμενη τους όρους της με τους συμβαλλόμενους σε μια νέα σύσκεψη.
(...) Ο πρωθυπουργός παραδέχθηκε αργότερα ότι είχε αποδεχθεί την ασυμβίβαστη
θέση στο ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων, μολονότι δεν τη συμμεριζόταν,
προκειμένου να μην διαρραγεί η εθνική ενότητα. Επικαλέσθηκε μάλιστα και ένα
σοβαρό πολιτικό επιχείρημα: ότι αν επέμενε στον συμβιβασμό στο θέμα του
ονόματος, η κυβέρνηση θα οδηγείτο σε πτώση και οι εκλογές που θα επακολουθούσαν
θα διεξάγονταν σε κλίμα εθνικού διχασμού.
Εδώ πια, το μόνο που απομένει στην συνταγματολογική προσέγγιση είναι να
διαπιστώσει τα όριά της, να αναλογισθεί πόσο πολύ μπορεί να απέχει η πολιτική
πρακτική από τις συνταγματικές ρυθμίσεις. Διότι το Σύνταγμα ξεκινά από την εκ
διαμέτρου αντίθετη αφετηρία: προβλέπει όλως κατ' εξαίρεση, και ειδικά για την
επίλυση κρίσιμων εθνικών θεμάτων, την άμεση προσφυγή στο εκλογικό σώμα: διάλυση
της Βουλής ή δημοψήφισμα. Ειδικά δε για τη διάλυση, το Σύνταγμα αναφέρει ότι
αυτή γίνεται για ανανέωση της 'λαϊκής' και όχι κάποιας 'εθνικής' εντολής.
Ωστόσο, η κυβέρνηση δεν είναι υποχρεωμένη να διεξαγάγει δημοψήφισμα, να διαλύσει
τη Βουλή ή να παραιτηθεί, εφ' όσον διαθέτει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Ετσι
εξηγούνται και οι επανειλημμένες προσπάθειες του πρωθυπουργού να προκαλέσει τη
σύγκληση νέας σύσκεψης, όταν είχε πια διαμορφώσει την τελική πεποίθηση ότι η
'εθνική πολιτική' δεν είχε προοπτικές επιτυχίας στο διεθνές επίπεδο. (...)
Δεν είναι γνωστό εάν ο ΠτΔ εξάντλησε όλες τις δυνατότητες να συγκληθεί σύσκεψη.
Είναι πάντως βέβαιο ότι προσέκρουσε στην άρνηση του κόμματος της αξιωματικής
αντιπολίτευσης. Θα μπορούσε ασφαλώς να υποστηριχθεί ότι η σύσκεψη έπρεπε να
διεξαχθεί ακόμη και χωρίς τον Α. Παπανδρέου. Ομως, ο ΠτΔ δν μπορούσε να
συγκαλέσει σύσκεψη, στην οποία δεν θα παρίστατο η αξιωματική αντιπολίτευση,
καθώς το κυρίως ζητούμενο ήταν η συμφωνία των δύο μεγάλων κομμάτων. (...)
Τελικά, το ερώτημα σχετικά με την σύγκληση της ματαιωθείσας σύσκεψης είναι εκ
προοιμίου υπονομευμένο. Διότι, από συνταγματική σκοπιά, πάσχει εκ βάθρων η
συνολική σύλληψη του θεσμού των συσκέψεων, έτσι τουλάχιστον όπως λειτούργησε.
'Χαράσσοντας εθνική στρατηγική', οι συσκέψεις επωμίσθηκαν την άσκηση μιας
συνταγματικής αρμοδιότητας που δεν ανήκε σε αυτές, αλλά στην κυβέρνηση:
καθόρισαν την εξωτερική πολιτική της χώρας.
Ο σκοπός αυτών των συσκέψεων υπονόμευσε όχι μόνον την άσκηση της κυβερνητικής
πολιτικής αλλά και τον ίδιο τον θεσμό, συμβάλλοντας στην αναπαραγωγή της
πολιτικής οξύτητας, όπως αποδεικνύουν και τα άλλα παράδοξα που συνέβησαν.
Μετά την τρίτη σύσκεψη άρχισε μια αντιδικία μεταξύ του πρωθυπουργού και των
κομμάτων της αντιπολίτευσης -ιδίως του ΠΑΣΟΚ- για το τί είχε συμφωνηθεί: εμμονή
στην απόφαση της σύσκεψης του Απριλίου ή διπλή ονομασία για την πΓΔΜ; Η απόφαση
περί μη στρατιωτικής εμπλοκής στα Βαλκάνια επέτρεπε ή απέκλειε την συμμετοχή
ελληνικών δυνάμεων στην ειρηνευτική δυνάμη του ΟΗΕ, στην Βοσνία; Ηταν θεμιτή η
χρήση πολεμικών βάσεων στον πολυεθνή ναυτικό αποκλεισμό στην Αδριατική; Ο
πρωθυπουργός, επικαλούμενος πάντοτε τα συμφωνηθέντα στις συσκέψεις, προέβαινε σε
δηλώσεις ή αναλάμβανε διπλωματικούς χειρισμούς, τα οποία η αντιπολίτευση
διέψευδε και κατάγγελλε αντιστοίχως ως παραβιάσεις των αποφάσεων των συσκέψεων.
Ολοι δε, τελικά, παρέπεμπαν, για του λόγου το αληθές, στα πρακτικά των
συσκέψεων, καλώντας εκ του ασφαλούς τον ΠτΔ να τα δώσει στη δημοσιότητα, με το
επιχείρημα μάλιστα ότι σ' αυτόν ανήκε και η αντίστοιχη ευθύνη. Αυτός, φρονίμως
ποιών, αρνήθηκε σιωπηρά να αποκαλύψει κρατικά απόρρητα καθώς και να εκθέσει
κάποιον από τους πολιτικούς αρχηγούς."
Το παρελθόν των "εθνικών συσκέψεων" |
(Ελευθεροτυπία, 7/6/1997)
www.iospress.gr |