Πόντιος με το στανιό
"To όνομά μας είναι η ψυχή μας"
(συλλογική δήλωση 6 επώνυμων ελλήνων
διανοουμένων, Μάρτιος 1992)
Φαίνεται πως η τήρηση μιας στάσης
αρχών στο ζήτημα των ανθρώπινων δικαιωμάτων είναι τελικά εξαιρετικά δύσκολη
υπόθεση. Πόσο μάλλον όταν "εθνικοί" λόγοι έρχονται να επιβάλουν το διαχωρισμό
των προβάτων από τα ερίφια, ξεκαθαρίζοντας στη βάση των γνωστών σκοπιμοτήτων
ποιος είναι αυτός που αξίζει την αλληλεγγύη μας και ποιος όχι. Την παραπάνω
(μάλλον κοινότοπη) διαπίστωση ήρθε να μας θυμίσει ο χειρισμός -από τα ΜΜΕ και
τους λοιπούς διαμορφωτές της "κοινής γνώμης"- δύο υποθέσεων από τα "ψιλά" της
πρόσφατης ειδησεογραφίας. Και οι δυο σχετίζονται με το ίδιο "εθνικό" θέμα (το
μακεδονικό). Επίσης, και οι δύο αφορούν μεμονωμένα άτομα που διεκδικούν, το
καθένα στη χώρα του, το δικαίωμα να "ανακτήσουν" τα προγονικά τους επώνυμα
-δηλωτικά, όπως υποστηρίζουν, της εθνικής διαφορετικότητάς τους. Παρά τις
οφθαλμοφανείς ομοιότητες, οι δύο αυτές περιπτώσεις είχαν στη χώρα μας εντελώς
διαφορετική η καθεμιά υποδοχή.
Η
περίπτωση Μιχαήλοφσκι-Κωνσταντινίδη
Η πρώτη περίπτωση είναι αυτή του 26χρονου, Νίκου Μιχαήλοφσκι ή Κωνσταντινίδη,
ενός από τους 349 πολίτες της ΠΓΔ Μακεδονίας που καταγράφηκαν ως Ελληνες κατά
την τελευταία απογραφή πληθυσμού εκεί (1994). Από το περασμένο φθινόπωρο, όλες
σχεδόν οι ελληνικές εφημερίδες κάλυψαν με σειρά άρθρων κι επιτόπιες
ανταποκρίσεις τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο εν λόγω ομογενής με τις αρχές
της ΠΓΔΜ. Παρά τον αμφιλεγόμενο χαρακτήρα του συγκεκριμένου προσώπου (από το
1995 ήταν συνεργάτης του νεοφασιστικού "Στόχου") και τη διατήρηση μιας
ομιχλώδους ασάφειας γύρω από τις περιστάσεις που οδήγησαν στη δίωξή του για το
μαχαίρωμα ενός γείτονά του, όλοι συμφωνούν ότι σημείο εκκίνησης των προβλημάτων
του ήταν η απόφασή του να αλλάξει το όνομά του. "Η ιστορία άρχισε το 1995",
γράφει χαρακτηριστικά η απεσταλμένη της "Ε", "όταν ο Κωνσταντινίδης ζήτησε να
διορθωθεί το οικογενειακό του όνομα στο διαβατήριο, διότι από την εποχή που η
FYROM ήταν ενσωματωμένη στην Ομοσπονδία της Γιουγκοσλαβίας οι αρχές είχαν
αυθαίρετα αλλάξει το ελληνικό του όνομα σε Μιχαήλοφσκι. Το συμβάν αυτό αποτέλεσε
αφορμή για τις διώξεις του" (22/3/98). Ανάλογες ήταν οι διαπιστώσεις και των
άλλων εφημερίδων. Η δυνατότητα ενός ανθρώπου να αλλάζει το όνομά του σύμφωνα με
την εθνική του συνείδηση θεωρήθηκε από τους πάντες -και πολύ σωστά- στοιχειώδες
και αναπαλλοτρίωτο δικαίωμά του.
Η περίπτωση Στοϊδη-Στογιάνωφ
Εντελώς διαφορετική υπήρξε ωστόσο η στάση των ΜΜΕ στη δεύτερη περίπτωση. Στις 5
Ιουλίου 1996, ο μεταλλειολόγος Νίκος Στοϊδης, κάτοικος Εδεσσας, υπέβαλε στη
νομαρχία Πέλλας αίτηση αλλαγής του επωνύμου του σε Στογιάνωφ, επικαλούμενος δυο
κυρίως λόγους: α) το `Στοϊδης' "υποδηλώνει Ποντιακή καταγωγή, που του είναι
ανεπιθύμητη" β) "ο προπάππους του, που ήταν γηγενής Βουλγαρομακεδόνας,
ονομαζόταν Ιβάν Στογιάνωφ και υποχρεώθηκε από τις Ελληνικές αρχές να αλλάξει το
επώνυμό του σε Στοϊδης μετά το 1913".
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, η είδηση δημοσιεύθηκε συνοπτικά σε τοπική
εφημερίδα, έτσι ώστε "όποιος αντιτίθεται στην ανωτέρω αλλαγή να υποβάλει τις
αντιρρήσεις του στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση μέσα σε 15 ημέρες". Ταυτόχρονα,
ωστόσο, ο νομάρχης Γ. Τάνος διαβίβασε το περιεχόμενο της αίτησης και σε μια
σειρά άλλους φορείς: στους υπουργούς Εσωτερικών, Εξωτερικών, Δικαιοσύνης και
Δημόσιας Τάξης, στον προϊστάμενο της Υπηρεσίας Πολιτικών Υποθέσεων του ΥΜΑΘ, κά.
Κάποια από αυτές τις υπηρεσίες θα διοχετεύσει το λεπτομερές περιεχόμενο της
αίτησης σε τοπικά ΜΜΕ και στο (γνωστό και μη εξαιρετέο) "Στόχο", που
αναλαμβάνουν να κατακεραυνώσουν τον τολμητία "βουλγαροσκοπιανό". Τη σκυτάλη θα
πάρουν η Ενωση Ποντιακών Συλλόγων Ν.Πέλλας, ο φλωρινιώτικος πολιτιστικός
σύλλογος "Αριστοτέλης" αλλά και ο Γιάννης Ντάσκας του "Αδέσμευτου Τύπου"
(23/8/96), που θα ξεπεράσει όλους τους προηγούμενους σε λεκτική βιαιότητα ("ο
κ.Καθηκίδης", "όσοι κάτοικοι ελληνικών περιοχών αισθάνονταν μπάσταρδοι, ατυχή
προϊόντα κερατάδων κλπ, μπορούσαν να φύγουν", κόκ). Επτά, τέλος, κάτοικοι της
Εδεσσας υποβάλλουν στη νομαρχία γραπτές ενστάσεις για την αλλαγή επωνύμου του
συμπολίτη τους, επικαλούμενοι (τι άλλο;) εθνικούς λόγους.
Η εξέλιξη της υπόθεσης θα μπορούσε να θεωρηθεί προδιαγεγραμμένη. Στις 16/8/96, ο
νομάρχης Πέλλας εγκρίνει τις ενστάσεις, με την αιτιολογία ότι το επώνυμό του κ.
Στοϊδη "δεν είναι κακόηχο, ξενόγλωσσο, δυσπρόφερτο ούτε αποτέλεσε εμπόδιο στις
μέχρι τώρα συναλλαγές του". Την ίδια τύχη έχουν και οι προσφυγές του
ενδιαφερόμενου στον περιφερειάχη Κεντρικής Μακεδονίας και τον Υπουργό
Εσωτερικών, που απορρίπτονται (2/10/96 και 10/1/97) με την πρόσθετη διευκρίνιση
ότι "το θέμα των γηγενών Βουλγαρομακεδόνων έχει κλείσει οριστικά με την σύμβαση
του Νεϊγύ (1919)"(!).
Αρνητική είναι και η εισήγηση κατά τη συζήτηση της προσφυγής του ενώπιον του ΣτΕ
(3/2/98), η απόφαση του οποίου εκκρεμεί ακόμη. Το χαρακτηριστικότερο όμως δείγμα
της στάσης των αρχών το έδωσε, πριν από τρείς μόλις εβδομάδες (26/6/98) το
μονομελές Πλημμελειοδικείο Εδεσσας, εκδικάζοντας μήνυση του κ. Στοϊδη εναντίον
του Νικόλαου Καραμανάβη, ενός από τους 7 που υπέβαλαν ενστάσεις κατά της αλλαγής
του επωνύμου του. Στην ένστασή του, ο κατηγορούμενος τον αποκαλούσε "φίδι που
πετά το πουκάμισό του", "μίασμα", "Δον Κιχώτη του ψεύδους", "ύπουλο", "ευάλωτο
και επιρρεπή χαρακτήρα" και "απειλητικά επικίνδυνο για την ελληνική κοινωνία",
αποδίδοντάς του επιπλέον "κούφιο φανατισμό", "θηριώδες μένος" και "ανθελληνικό
θράσος". Τόσο η εισαγγελέας (Καλλιόπη Νταγιάντα) όσο και το δικαστήριο (πλημ/κης
Ελένη Ασημακοπούλου) έκριναν ότι τίποτα από τα παραπάνω δε συνιστά εξύβριση, με
την αιτιολογία ότι "ο κατηγορούμενος ωθήθηκε στην πράξη του αυτή από
δικαιολογημένη αγανάκτηση", αφού "η αίτηση του μηνυτή, με την οποία ζητούσε την
αλλαγή του επωνύμου του σε άλλο με ξενική προέλευση (...) θεωρήθηκε από τον
κατηγορούμενο ιδιαίτερα προσβλητική για κάθε Ελληνα" (αποφ.1546/98)...
Τα σχόλια περιττεύουν.
Η στοίχιση των ονομάτων
Οι περιπέτειες βαφτιστικών και επωνύμων
αποτελούν κατά κάποιο τρόπο αναπόσπαστο κομμάτι του ευρύτερου μακεδονικού
ζητήματος -αλλά και των διαδικασιών εθνικής συγκρότησης στα Βαλκάνια εν
γένει. Ακολουθώντας έναν απαράβατο κανόνα, τα ονόματα των κατοίκων -και
ιδίως οι καταλήξεις τους- τροποιούνταν ανάλογα με την εκάστοτε πολιτική
(εθνική) συγκυρία στην περιοχή. |
(Ελευθεροτυπία, 18/7/1998)