Οι προφητείες της Σερβικής
Ακαδημίας
"Ο διαμελισμός της Γιουγκοσλαβίας δεν ξεκίνησε
το 1991, αλλά επί Τίτο"
(Σλαβένκο Τέρζιτς - διευθυντής του Ιστορικού Ινστιτούτου της Σερβικής
Ακαδημίας, "Ελευθεροτυπία" 19/4/99)
Από τη μια, τα χαζοχαρούμενα τηλεοπτικά χαμόγελα των πρωτεργατών τής από αέρος
"ανθρωπιστικής" τιμωρίας δικαίων και αδίκων. Από την άλλη, οι μισαλόδοξες
κραυγές των ζηλωτών μιας κάποιας Ορθοδοξίας, που επιμένουν να μας πείσουν ότι η
γεωγραφική διασπορά των μοναστηριών του ύστερου Μεσαίωνα, και όχι οι ζωντανοί
άνθρωποι με σάρκα και οστά, αποτελεί το καθοριστικό κριτήριο για το σε ποιους
ανήκει (ή, εν πάση περιπτώσει, πρέπει να ανήκει) ένας τόπος. Ανάμεσα στη
μεταμοντέρνα οίηση των ισχυρών της Νέας Τάξης και την -εξίσου ανιστόρητη-
θεοποίηση "της" (εθνικής) Ιστορίας από την άλλη, πού να βρεθεί καιρός για μια
στοιχειώδη αναδρομή, όχι σε υποθέσεις παλιές και ξεχασμένες, αλλά στα σχετικά
πρόσφατα γεγονότα -αυτά που οδήγησαν στην καταστροφή της Γιουγκοσλαβίας και τη
μετατροπή του πάλαι ποτέ πρότυπου πολυεθνικού κράτους της μεταπολεμικής Ευρώπης
σε ατέλειωτο σφαγείο; Και πώς να μην επιστρέφουν ξανά στο προσκήνιο, σαν
επιστήμονες και έγκυροι αναλυτές, δικαιωμένοι μάλιστα από τις ίδιες τις
εξελίξεις, οι ίδιοι εκείνοι κήρυκες του μίσους και του αλληλοσπαραγμού, που
κάποτε έβαλαν τις βάσεις για την "εθνική αναγέννηση" εις βάρος της συνύπαρξης με
τους "αλλόφυλους";
Την αφορμή για τα παραπάνω ερωτήματα αποτέλεσε η συνέντευξη του προέδρου του
Ιστορικού Ινστιτούτου της Σερβικής Ακαδημίας Επιστημών, που ανέλαβε να μας
ξεναγήσει στις ρίζες της τωρινής διαμάχης ("Ελευθεροτυπία" 19/4/99). Το πιο
ενδιαφέρον σημείο αυτής της ανάλυσης δεν είναι, βέβαια, η επανάληψη των κοινών
τόπων της κυρίαρχης σερβικής εκδοχής για την ιστορία της περιοχής -από το
στερεότυπο για τις "τρεις διαδοχικές γενοκτονίες" των Σέρβων μέσα στον εικοστό
αιώνα (που στην πραγματικότητα ήταν δύο, η εξής μία) μέχρι την εξωφρενική
διαβεβαίωση ότι οι βομβαρδισμοί ισοδυναμούν με "διεθνή σταυροφορία η οποία θέλει
να αποδυναμώσει την κουλτούρα της Ορθοδοξίας" (προφανώς επειδή οι επιδόσεις της
τελευταίας είναι τέτοιες, ώστε σύμπασα η Δύση να νιώθει άμεσα απειλούμενη από
την πνευματικότητα των καλογέρων της Γρασντάνιτσα...). Είναι η ρητή απόρριψη της
πολυεθνικής Γιουγκοσλαβίας του παρελθόντος, στο όνομα των σερβικών "ιστορικών
δικαίων".
Πρόκειται για μια ερμηνεία της ιστορίας των τελευταίων πενήντα χρόνων, που
λανσαρίστηκε για πρώτη φορά το 1986 από την ίδια την Ακαδημία Επιστημών του
Βελιγραδιού, και τα επόμενα χρόνια κυριάρχησε στη διανόηση και τους πολιτικούς
κύκλους της Σερβίας. Οσο κι αν αυτό ξαφνιάζει όσους εξακολουθούν να πιστεύουν
ότι το τέλος της Γιουγκοσλαβίας γράφτηκε το 1991 από τους Γερμανούς και λοιπούς
δυτικούς μας εταίρους, η ωμή αλήθεια είναι πως τη διάλυση της τιτοϊκής
πολυεθνικής κληρονομιάς ευαγγελίστηκαν πρώτοι απ' όλους οι ίδιοι οι Σέρβοι
εθνικιστές που σήμερα παρουσιάζονται από κάποιους σαν οι ύστατοι, απεγνωσμένοι,
υπερασπιστές της!
Το Μνημόνιο του μίσους
Η ιστορία μας ξεκινά, όπως είδαμε, στα μέσα της περασμένης δεκαετίας.
Βρισκόμαστε σε μια εποχή που, με την εξαίρεση κάποιων (αγρίως διωκόμενων)
Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου, οι εθνικισμοί δεν έχουν ακόμα κάνει την εμφάνισή τους
στην πολιτική ζωή της Γιουγκοσλαβίας. Ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς είναι ακόμη ένας
άχρωμος τραπεζικός διευθυντής που μόλις άρχισε να υλοποιεί τις πολιτικές του
φιλοδοξίες, ενώ τα υπόλοιπα αστέρια των ημερών μας (οι Τούτζμαν, Σέσελι, Πάραγκα,
Ιζετμπέκοβιτς, κλπ) κινούνται μεταξύ περιθωρίου και φυλακής. Το κυρίαρχο
πρόβλημα των ημερών είναι το κοινωνικό: πώς η χώρα θα ξεμπλέξει από την
οικονομική κρίση, ποιοι και πόσο θα πληρώσουν για την υπερχρέωση της
Γιουγκοσλαβίας στις δυτικές τράπεζες και το ΔΝΤ. Ύστερα από πρόταση του
συγγραφέα (και μέλους της) Ντόμπρισα Τσόσιτς, η Σερβική Ακαδημία Επιστημών
αποφασίζει το 1985 τη συγκρότηση ειδικής 23μελούς επιτροπής, επιφορτισμένης με
την κατάστρωση ενός "Μνημονίου πάνω στα τρέχοντα προβλήματα της κοινωνίας". Στη
σχετική εισήγησή του, ο Τσόσιτς είναι αρκετά σαφής όσον αφορά την πολιτική
λειτουργία του εγχειρήματος: "η γνώση που κατέχει η Ακαδημία", εξηγεί, "δεν
πρέπει να μείνει περιορισμένη στα πλαίσια των επιμέρους επιστημών, αλλά πρέπει
να ενσωματωθεί με τη σοφία, την εν γένει εμπειρία και τη στρατηγική οπτική της
κοινωνίας". Μέχρι τα τέλη της χρονιάς, η Επιτροπή έχει στρωθεί στη δουλειά.
Στις 24 Σεπτεμβρίου 1986, ξεσπάει το σκάνδαλο. Κάτω από τον επιτιμητικό - και
συνάμα προκλητικό- τίτλο "Το δήθεν Μνημόνιο της Ακαδημίας", η εφημερίδα
Βετσέρνιε Νόβοστι δημοσιεύει σε δυο συνέχειες το προσχέδιο του ντοκουμέντου.
Πρόκειται, ούτε λίγο ούτε πολύ, για την πρώτη ολοκληρωμένη αμφισβήτηση της
τιτοϊκής κληρονομιάς στο εθνικό επίπεδο, με την προβολή του ισχυρισμού ότι επί
πενήντα χρόνια οι Σέβοι αποτελούν στην ουσία κατακτημένο έθνος, το οποίο
αντιμετωπίζει "τη μεγαλύτερη καταστροφή από την έναρξη του
εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, το 1804" και το συνακόλουθο κάλεσμα για αναθεώρηση
των πολιτικών δομών και ισορροπιών πάνω στις οποίες συγκροτήθηκε η μεταπολεμική
Γιουγκοσλαβία.
Το 74σέλιδο κείμενο ξεκινά με την κινδυνολογική πρόβλεψη ότι η (οικονομική)
κρίση ενδέχεται να καταλήξει "σε κοινωνικές ταραχές με επιπτώσεις που είναι πέρα
από κάθε φαντασία, γεγονός που δεν αποκλείει ούτε την κατάρρευση της
γιουγκοσλαβικής κοινότητας" για να περάσει λίγο μετά στη διατύπωση ενός καθαρά
εθνικιστικού λόγου και προγράμματος: "στο δεύτερο μέρος του κειμένου",
επισημαίνει σε μια πρόσφατη ανάλυση του Μνημονίου η Σέρβα ιστορικός Ολιβέρα
Μιλοσάβλιεβιτς, "τα κυριότερα πολιτικά προβλήματα της γιουγκοσλαβικής κοινωνίας,
η μη επίλυση των οποίων θα μπορούσε να έχει 'κάθε λογής ολέθριες επιπτώσεις' για
τη Γιουγκοσλαβία ολόκληρη, δεν είναι πλέον προβλήματα μιας κοινωνίας, αλλά ένα
πρόβλημα εθνικό, που παίρνει τη μορφή διακρίσεων εις βάρος της Σερβίας" ("Du
mauvais usage de l' autorite scientifique", στο συλλογικό έργο "Radiographie d'
un nationalisme", Βελιγράδι 1996 / Παρίσι 1998.
Διαρκής συνωμοσία
Σύμφωνα με τους συντάκτες του Μνημονίου, η Γιουγκοσλαβία δεν ήταν παρά το θέατρο
μιας διαρκούς συνωμοσίας, όπου οι πλούσιες ομόσπονδες Δημοκρατίες του βορρά
(Σλοβενία, Κροατία, Βοϊβοδίνα) είχαν συνασπιστεί με τον καθυστερημένο νότο (Κοσυφοπέδιο,
Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Μαυροβούνιο, ΣΔ Μακεδονίας) "προκειμένου να διατηρήσουν μια
κατάσταση που θα τους επέτρεπε να ικανοποιούν τα συμφέροντά τους εις βάρος της
Σερβίας". Οι ρίζες του κακού βρίσκονταν στην αντιφασιστική Αντίσταση του Β'
Παγκοσμίου Πολέμου, που κάτω από την καθοδήγηση του Κροάτη Τίτο και του Σλοβένου
Καρντέλι κατέστρεψε τις βάσεις της σερβικής ηγεμονίας πάνω στο πάλαι ποτέ
"Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων". Προς επίρρωση του αναθεωρητικού
αυτού ιδεολογήματος, το Μνημόνιο δεν αποσιωπούσε μονάχα την παρουσία ουκ ολίγων
Σέρβων στο στενό πυρήνα της τιτοϊκής ηγεσίας (με πρώτο και καλύτερο τον
πανίσχυρο υπουργό Ασφαλείας, Αλεξάνταρ Ράνκοβιτς), αλλά διατύπωνε και τον
εξωφρενικό ισχυρισμό ότι, στη συνδιάσκεψη των παρτιζάνων στο Γιάγιτσε, όταν
αποφασίστηκε η δομή της νέας Γιουγκοσλαβίας (1943), οι Σέρβοι "δεν
αντιπροσωπεύθηκαν σε ισότιμη βάση" - με το σκεπτικό ότι οι αντιπρόσωποί τους,
εμποτισμένοι με την κομμουνιστική κριτική στις καταπιεστικές πρακτικές της
σερβικής μοναρχίας του παρελθόντος, ήταν άτομα μειωμένης εθνικής συνείδησης...
Οι σημαντικότερες επισημάνσεις των Σέρβων ακαδημαϊκών αφορούσαν ωστόσο το (τότε)
παρόν: η αντισερβική συνωμοσία, υποστήριζαν, "ενισχύθηκε με τον καιρό, για να
εκφραστεί τελικά με τη μορφή γενοκτονίας". Αιχμή του δόρατος αυτής της
"γενοκτονίας" (εν έτει 1986!) αποτελούσε η αυτοδιοίκηση των Αλβανών του
Κοσσυφοπεδίου, που κατά τους συντάκτες του Μνημονίου ισοδυναμούσε με "γενοκτόνα
τρομοκρατία" και "νεοφασιστική επίθεση" · αλλά και στην Κροατία, ισχυρίζονταν,
"μια επεξεργασμένη και αποτελεσματική πολιτική αφομοίωσης" απειλούσε την εκεί
σερβική μειονότητα, που "κινδύνευε όσο ποτέ άλλοτε, από την εποχή της ναζιστικής
Κατοχής και δώθε". Οσο για τη Βοϊβοδίνα, την πλούσια αυτόνομη Δημοκρατία, όπου
οι Σέρβοι εξακολουθούσαν να αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού, εκεί ο
κίνδυνος για το έθνος προερχόταν από την καλοζωία των τελευταίων και τον
πειρασμό τους να αυτονομηθούν ακόμη περισσότερο, "συντρίβοντας πλήρως την
ενότητα του σερβικού λαού". Σε ένα ευρύτερο τέλος επίπεδο, πρόβλημα συνιστούσε η
κριτική των αυτοκρατορικών παραδόσεων του απώτερου και πρόσφατου παρελθόντος -
"η ιδεολογική κατήχηση", για να δανειστούμε τους όρους του ντοκουμέντου, "που
υποχρεώνει το σερβικό λαό να περιφρονεί τη δική του παράδοση κάτω από το κόμπλεξ
της ενοχής που του έχει επιβληθεί, με αποτέλεσμα να αφοπλίζεται διανοητικά και
πολιτικά".
Το διά ταύτα αυτού του εθνικιστικού μανιφέστου μπορεί να ωχριά σε σχέση με τον
καθαρόαιμο (και συχνά ανοιχτά φασίζοντα) λόγο της μετακομμουνιστικής περιόδου,
για τα δεδομένα όμως της τότε εποχής ήταν εξαιρετικά προκλητικό: εξέταση
"εναλλακτικών λύσεων" απέναντι στις δομές της τιτοϊκής Γιουγκοσλαβίας, επίσημη
διακήρυξη ότι η Σερβία αποτελεί τον μεγάλο αδικημένο της μεταπολεμικής τάξης
πραγμάτων και, το κυριότερο, άμεση αντεπίθεση στο Κοσσυφοπέδιο, με τη μορφή ενός
"πολιτικού ξεκαθαρίσματος λογαριασμών" με την εκεί αλβανική πλειοψηφία. Με
δεδομένους τους πληθυσμιακούς συσχετισμούς στην περιοχή, αυτό το τελευταίο
προβλεπόταν ότι θα γίνει με "καθαρά επαναστατικές" (διάβαζε βίαιες) μεθόδους,
και θα περιλαμβάνει "ανοιχτές συγκρούσεις" και "έκφραση ανταγωνιστικών θέσεων".
Ο δρόμος προς την κόλαση
Οπως θα περίμενε κανείς, η αρχική υποδοχή του "Μνημονίου" μόνο πανηγυρική δεν
ήταν. Πλήθος δημοσιευμάτων του γιουγκοσλαβικού Τύπου (και, πρώτα απ' όλα, του
σερβικού) έσπευσαν να καταγγείλουν την επιστημονικοφανή διατύπωση ενός
εθνικιστικού προγράμματος, που έθετε ως στόχο του την ανατροπή των ισορροπιών
πάνω στις οποίες έγινε δυνατή, από το 1944 και μετά, η συνύπαρξη των λαών της
γειτονικής μας χώρας. Παρά τις πιέσεις, ωστόσο, η Ακαδημία αρνήθηκε να
αποκηρύξει το έργο της. Πριν περάσει ένας χρόνος, άλλωστε, τα βασικά στοιχεία
του θα υιοθετηθούν από τη νέα σερβική ηγεσία, προκειμένου να διοχετευθεί σε
"εποικοδομητική κατεύθυνση" η οργή των εξεγερμένων απεργών που την άνοιξη του
1987 κατέλαβαν τα περισσότερα εργοστάσια της χώρας. "Μολονότι ανολοκλήρωτο, το
Μνημόνιο είχε καθοριστικές συνέπειες στην ανάπτυξη της κοινωνίας τα τελευταία
χρόνια", θα καμαρώσει λίγο αργότερα ο εκ των συντακτών του, Κόστα Μιχαήλοβιτς -
σύμβουλος, πλέον, του Μιλόσεβιτς. "Εγινε αντιληπτό ως ένα είδος εθνικού
προγράμματος για την πορεία του σερβικού λαού προς το μέλλον" ("Πολίτικα"
23/3/91).
Ό,τι ακολούθησε, είναι γνωστό.
(Ελευθεροτυπία, 24/4/1999)