Ο εντιμότατος φίλος μας
Θα έπρεπε να το περιμένουμε. Με τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ να κλείνουν δίμηνο
και τα θύματα των "ανθρωπιστικών" αεροπορικών επιδρομών να μετριούνται πια σε
χιλιάδες, οι φορείς της εγχώριας αλληλεγγύης με το σερβικό λαό κάνουν όλο και
λιγότερες διακρίσεις ανάμεσα στις επιμέρους εκδοχές του "αντιιμπεριαλιστικού
αγώνα" που διεξάγεται λίγο πιο πάνω από τα βόρεια σύνορά μας. Και καλά η
απόρριψη της δαιμονοποίησης του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, που σε τελική ανάλυση
εκπροσωπεί όντως μια μεγάλη μερίδα Σέρβων (κάτω από συνθήκες και χάρη σε
μεθόδους λίγο-πολύ ανάλογες με εκείνες που το 1955-63 αναδείκνυαν τον
Κωνσταντίνο Καραμανλή σε ηγέτη των Ελλήνων)... Τι να πεί όμως κανείς όταν
κανάλια κι έντυπα κάθε λογής σπεύδουν να αναδείξουν σε ψυχή της αντίστασης στον
κυνισμό και τη θηριωδία της Νέας Τάξης κάποιες κάθε άλλο παρά αμφιλεγόμενες
περιπτώσεις της σερβικής παραπολιτικής σκηνής, όπως ο πασίγνωστος Αρκάν;
Είναι, βέβαια, γεγονός ότι με τον Αρκάν (κατά κόσμον Ζέλικο Ραζνάτοβιτς) δεν
ασχολούνται μονάχα τα ελληνικά ΜΜΕ. Αρκεσε μια άκομψη κίνηση του Διεθνούς
Δικαστηρίου για τα Εγκλήματα Πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία, η πρόεδρος του
οποίου θεώρησε ότι έτσι θα μπορούσε να συμβάλει στον περιορισμό της τρέχουσας
εθνοκάθαρσης, για να παρελάσει ο κατηγορούμενος σε κάθε λογής τηλεοπτικές
εκπομπές ανά την υφήλιο. Η διαφορά των καθ' ημάς σχετικών αφιερωμάτων βρίσκεται
αλλού: στην ουσιαστική ηρωοποίηση του εν λόγω μαφιόζου, οι ισχυρισμοί του οποίου
λαμβάνονται τοις μετρητοίς -σε αντίθεση πάντα με όσα του καταμαρτυρούν οι
"δυτικοί", ο λόγος των οποίων θεωρείται συλλήβδην αφερέγγυος και υποβολιμαίος.
"Κάποιοι τον βλέπουν σαν Αρχάγγελο, άλλοι τον είπαν δολοφόνο κι εγκληματία
πολέμου. Ο Αρκάν λέει ότι πολεμά για την πατρίδα και την οικογένειά του", μας
εξηγούν λχ οι απεσταλμένοι της "Αθηναϊκής" που του πήραν συνέντευξη στο
Βελιγράδι (6/4/99). Ανάλογη ήταν η προβολή του και από τα τρία (τουλάχιστον)
μεγάλα τηλεοπτικά κανάλια, που έσπευσαν να μεταδώσουν την ίδια μέρα και ώρα τις
ισάριθμες "αποκλειστικές" συνεντεύξεις του.
Δύσκολα, ωστόσο, μπορεί ο ανυποψίαστος αναγνώστης ή τηλεθεατής να σχηματίσει, με
βάση όλα αυτά τα λίγο-πολύ διαφημιστικά "ρεπορτάζ", μίαν έστω και στοιχειωδώς
αντιπροσωπευτική εικόνα της προσωπικότητας του μεταμοντέρνου αυτού πολέμαρχου.
Κι όμως, τα στοιχεία για το απώτερο αλλά και το πρόσφατο παρελθόν του, κάθε άλλο
παρά σπανίζουν. Και το κυριότερο, δεν προέρχονται τόσο από τα (μειωμένης
φερεγγυότητας, για πολλούς) καθωσπρέπει δυτικά ΜΜΕ, όσο από δημοσιεύματα των
ίδιων των σερβικών εντύπων. Ας δούμε λοιπόν την προσωπική διαδρομή του, την τόσο
αποκαλυπτική για τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες αναδείχθηκαν οι "εθνικοί
ήρωες" των συνεχιζόμενων βαλκανικών πολέμων της γειτονιάς μας.
Από μικρός
Γεννημένος στις 17 Απριλίου 1952 στη Σλοβενία από Σέρβους γονείς, ο Ζέλικο
Ραζνάτοβιτς κάθε άλλο παρά ανταποκρίνεται στο ιδεότυπο του αυτοδημιούργητου τέως
απόκληρου. Ο πατέρας του ήταν συνταγματάρχης και πολιτικός επίτροπος της
γιουγκοσλαβικής αεροπορίας, με εξαιρετικές διασυνδέσεις στην κομματική ιεραρχία.
Μαζί με τη λατρεία της πειθαρχίας, κληροδότησε στο μοναχογιό του και ένα
(ανομολόγητο, δημόσια) μίσος για τους κομμουνιστές που, στο όνομα της
συναδέλφωσης των λαών, εμπόδισαν την επαύριο του Β' παγκοσμίου πολέμου τη μαζική
σφαγή των Κροατών σε αντίποινα για τις κατοχικές θηριωδίες των "Ουστάσι". Παρά
τα πατρικά όνειρα, ωστόσο, ο Ζέλικο άρχισε αρκετά νωρίς τις κακές παρέες.
Σε ηλικία 14 χρόνων συλλαμβάνεται για τη διάρρηξη ενός καπνοπωλείου και
ολοκληρώνει την υποχρεωτική εκπαίδευση σε ειδικό κατάστημα ανηλίκων στο Νόβι
Σαντ. Το 1969 συλλαμβάνεται στο Ζάγκρεμπ ως μέλος μιας τετραμελούς συμμορίας
διαρρηκτών και περνά τρία χρόνια στο Αναμορφωτήριο του Βάλιεβο. Λίγο μετά την
αποφυλάκισή του ξανασυλλαμβάνεται και, ενήλικος πλέον, οδηγείται για ένα εξάμηνο
στις φυλακές. Απελπισμένος, ο πατέρας του προσφεύγει στον παιδικό του φίλο Στάνε
Ντόλαντς, ανερχόμενο αστέρα των ηγετικών κύκλων του ύστερου τιτοϊκού καθεστώτος,
εκλιπαρώντας τον να κάνει κάτι "για να βάλει το παιδί στο σωστό δρόμο".
Λίγους μήνες αργότερα, ο Ζέλικο περνά τα σύνορα της Γιουγκοσλαβίας για να
αρχίσει μια εγκληματική σταδιοδρομία σε διάφορες χώρες της Ευρώπης. Σύμφωνα με
όσα ο ίδιος θα αποκαλύψει, χρόνια αργότερα (1986), σε μια δίκη του στο
Βελιγράδι, εγκαταλείποντας τη χώρα είχε ήδη στρατολογηθεί από τις
γιουγκοσλαβικές μυστικές υπηρεσίες. Βρισκόμαστε στην εποχή που ακροδεξιές
τρομοκρατικές ομάδες των "Ουστάσι" της κροατικής διασποράς έχουν δεισδύσει για
πρώτη φορά στη Γιουγκοσλαβία, σε μια προσπάθειά τους να εκμεταλλευθούν την
κρατική καταστολή της (ειρηνικής, πλην με λανθάνοντα τρόπο εθνικιστικής)
"κροατικής άνοιξης" του 1971. Σε μια προσπάθειά τους να "απαντήσουν με
τρομοκρατία στην τρομοκρατία", οι γιουγκοσλαβικές υπηρεσίες ασφαλείας αρχίζουν
να στρατολογούν ανθρώπους του υπόκοσμου, εντεταλμένους να εξαπολύσουν ένα κύμα
βίας κατά των κροατικών εθνικιστικών κύκλων του εξωτερικού.
Διεθνής καριέρα
Για τη δραστηριότητα του Ραζνάτοβιτς στα πλαίσια αυτής της "εθνικής αποστολής"
ελάχιστα πράγματα γνωρίζουμε με βεβαιότητα. Ο ίδιος φρόντισε, άλλωστε, στη δίκη
του στο Βελιγράδι να είναι αρκετά διακριτικός. Οι πληροφορίες αφθονούν,
αντίθετα, για το καθαρά ποινικό μέρος του βιογραφικού του. Στην Ιταλία
σχετίζεται με το Ντράγκομιρ Πέτροβιτς Ντρνέτα, βασιλιά του υπόκοσμου στο Μιλάνο
και ηγέτη μιας "Μαύρης Ταξιαρχίας", που διακηρύσσει την πρόθεσή της να διεξάγει
"ένοπλο αγώνα ενάντια στο κληρικό-μαρξιστικό καθεστώς" της ιταλικής δημοκρατίας.
Εντοπίζεται ως ο βασικός αυτουργός του μαφιόζικου μακελειού στο εστιατόριο "Κίκα"
(Φλεβάρης 1974), προλαβαίνει ωστόσο να διαφύγει στη Σουηδία, όπου διαπρέπει ως
ληστής τραπεζών στο Γκέτεμποργκ, τη Στοκχόλμη και το Κουνγκάλβ.
Την επόμενη χρονιά τον συναντάμε στο Βέλγιο. Συλλαμβάνεται κι εκεί για συμμετοχή
στη ληστεία της τράπεζας "Λαμπέρ", καταδικάζεται σε 10ετή κάθειρξη, δραπετεύει
ωστόσο και συνεχίζει απτόητος την καριέρα του σε Γερμανία, Αγγλία, Ολλανδία και
-ξανά- Σουηδία. Χρησιμοποιεί διάφορα ψευδώνυμα (Μάρκο, Πάουλ, κά), ανάλογα με
την εθνικότητα την οποία υποδύεται - ένα από αυτά ("Αρκάν, ο Τούρκος") θα τον
συνοδεύσει αργότερα, "αποεθνικοποιημένο", στην πολεμική του σταδιοδρομία. Η
άνεση με την οποία κινείται σε όλη την Ευρώπη δεν πρέπει να είναι άσχετη με την
πολιτική των γιουγκοσλαβικών υπηρεσιών ασφαλείας να εφοδιάζουν τους πράκτορές
τους με πλαστά διαβατήρια. Γύρω στο 1982, ωστόσο, ο κλοιός έχει αρχίσει να
κλείνει, οπότε αποφασίζει να επιστρέψει στο Βελιγράδι. Ανοίγει ένα
ζαχαροπλαστείο και παραμένει σε επαφή με "τις υπηρεσίες" -τουλάχιστον μέχρι το
1986, όταν αυτές -την επαύριο της δίκης του- αποποιούνται κάθε σχέση μαζί του.
Στρατός από χούλιγκανς
Το ξέσπασμα του εθνικισμού και η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, στο γύρισμα της
δεκαετίας του '90, θα προσφέρουν σε αυτόν τον "παγωτατζή με το σκοτεινό
παρελθόν" νέες ευκαιρίες κοινωνικής δράσης. Το φθινόπωρο του 1990 αναλαμβάνει
την προεδρία των οργανωμένων οπαδών της ποδοσφαιρικής ομάδας του "Ερυθρού
Αστέρα", με δεδηλωμένο σκοπό να "αποπολιτικοποιήσει" το σερβικό χουλιγκανισμό,
που μέσα στις ραγδαίες εξελίξεις των ημερών δείχνει να έλκεται από τα θέλγητρα
της εμπλοκής στα δίχτυα του πολυκομματισμού. Κάτω από την καθοδήγησή του, τα
"παλικάρια" (όπως είναι γνωστοί οι οπαδοί της ιστορικής ομάδας) υιοθετούν ένα
ημι-στρατικό στιλ, αποκηρύσσουν μετά βδελυγμίας τον "κομματικό διχασμό" που
διασπά την ενότητα των Σέρβων και προετοιμάζονται για τους εθνικούς αγώνες που
έρχονται. Αυτή η μαγιά των οργανωμένων χουλιγκάνων θα αποτελέσει, στις 11
Οκτωβρίου 1990, τον αρχικό πυρήνα της "Σερβικής Εθελοντικής Φρουράς", όπως είναι
το επίσημο όνομα των "Τίγρεων". Το φθινόπωρο του 1991 θα φύγουν όλοι για το
μέτωπο, επιφορτισμένοι με τις ειδικές επιχειρήσεις (αλλά και τις βρωμοδουλειές)
που ο ομοσπονδιακός στρατός για ευνόητους λόγους δεν είναι σε θέση να αναλάβει.
Το όνομα των "Αρκάνοφτσι" θα γίνει έτσι διεθνώς γνωστό την επαύριο της κατάληψης
του Βούκοβαρ, όταν αποκαλύπτεται πως τα "παλικάρια" του εκτέλεσαν εν ψυχρώ,
ύστερα από εντολή του, 250 περίπου άμαχους Κροάτες που συνελήφθησαν ενώ είχαν
καταφύγει στο νοσοκομείο της πόλης.
Αντίστοιχα "κατορθώματα" θα συνοδεύσουν τη σταδιοδρομία του Αρκάν σε όλη τη
διάρκεια των γιουγκοσλαβικών πολέμων. Τον Απρίλιο του 1992 είναι αυτός που δίνει
το εναρκτήριο λάκτισμα του πολέμου (και της εθνοκάθαρσης) στη Βοσνία,
καταλαμβάνοντας τις πόλεις Μπιγιελίνα και Ζβόρνικ και μακελεύοντας τον αρσενικό
τους πληθυσμό. Θα ξανασυναντήσουμε τις "Τίγρεις" στις μαζικές σφαγές των
επόμενων χρόνων - στη Σρεμπρένιτσα τον Ιούλιο του 1995, στο Σάνσκι Μοστ τον
επόμενο Οκτώβριο και, απ' ό,τι φαίνεται, στο Κοσσυφοπέδιο αμέσως μετά την έναρξη
των νατοϊκών βομβαρδισμών. Στο μεταξύ, ο αρχηγός προοδεύει: δυο μήνες μετά το 7ο
ένταλμα σύλληψής του από την Ιντερπόλ για τις παλιές ιστορίες (Οκτ.1992),
εκλέγεται για πρώτη φορά -χάρη στην αποχή της αλβανικής πλειοψηφίας- βουλευτής
Κοσσυφοπεδίου και την επόμενη χρονιά ιδρύει το δικό του, ιδιόκτητο "Κόμμα
Σερβικής Ενότητας" (SSJ). Περισσότερο ενδιαφέρουσες είναι οι διασυνδέσεις του με
τους κύκλους της μαφίας, που αναδεικνύονται σε κυρίαρχη τάξη στο Βελιγράδι μέσα
στις κατακλυσμιαίες ανακατατάξεις του πολέμου και του εμπάργκο. Ιδιαίτερα
αποκαλυπτική θεωρείται η φιλία του με τον ιταλό φυγόδικο Τζιοβάνι ντι Στέφανο,
παλιό συνεργάτη του σε ληστείες τραπεζών στη Στοκχόλμη (1979) και βασικό
χρηματοδότη του φαντασμαγορικού γάμου του με τη λαϊκή τραγουδίστρια Τσέτσα.
Ολα αυτά, όμως, φαίνονται ψιλά γράμματα μπροστά στη διακηρυγμένη λατρεία του για
την Ορθοδοξία και τη συνακόλουθη αγάπη που διακηρύσσει πως τρέφει για τους
ομόδοξους Ελληνες...
Προπαγάνδα με πειστήρια εγκλήματος Πλειοδοτώντας στο παιχνίδι της προβολής του αξιότιμου κ. Ραζνάτοβιτς, ένα ειδικευμένο περιοδικό ("Αμυνα και Διπλωματία") διανέμει ως δώρο -μαζί με το τελευταίο τεύχος του- μια ερασιτεχνική βιντεοκασέτα του 1992, με τίτλο "Αρκάν, ο τίγρης της Σερβίας" και θέμα της τα κατορθώματα του πολέμαρχου στον πόλεμο με την Κροατία. Δίπλα σε πλάνα από την εκπαίδευση των παραστρατιωτικών "Τίγρεων" και σε αιμοχαρή εμβατήρια ("τα μούτρα θα τους σπάσουμε / όλους θα τους σκοτώσουμε / η Σερβία όλη ξυπνάει / δεν είναι πια αγαπητή / είμαστε όλοι αδέλφια Σέρβοι / ο Σέρβικος στρατός είμαστε εμείς / είμαστε οι Τίγρεις του Αρκάν", στο γνωστό ρυθμό των αμερικανών πεζοναυτών που ενέπνευσε και το "δικό μας" "μ' αλεξίπτωτο πηδώ μέσ' στο τούρκικο χωριό"), οι θεατές της μπορούν να παρακολουθήσουν σκηνές από τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην Ανατολική Σλαβονία (Νόβα Τένια, Μπόροβο Σέλο, Λάσλοβο, περίχωρα του Βούκοβαρ) μαζί με μια διακριτική καταγραφή της εθνοκάθαρσης των μουσουλμάνων προσφύγων που, πέντε μήνες πριν από το ξέσπασμα του βοσνιακού πολέμου, είχαν την ατυχία να πέσουν στα χέρια των "Αρκάνοφτσι" στο χωριό Μπόροβο Νάσελιε (20/11/91). Δεν γνωρίζουμε αν αυτή η συγκεκριμένη ταινία αποτελεί μέρος του αποδεικτικού υλικού που έχει συγκεντρώσει το Διεθνές Δικαστήριο, και το οποίο περιλαμβάνει, σύμφωνα με όσα έχουν επίσημα ανακοινωθεί, κάμποσα τέτοια "ντοκουμέντα". Το σχετικό δημοσίευμα του περιοδικού περιορίζεται στην εκτίμηση ότι, μέχρι την τελική δικαστική εκδίκαση των επίμαχων γεγονότων, ντοκουμέντα όπως αυτό "αποκτούν βαρύνουσα σημασία για την τελική κρίση". |
(Ελευθεροτυπία, 22/5/1999)