Πολεμώντας το φόβο



Ο πόλεμος, κάθε πόλεμος, δεν είναι μόνον οι τηλεοπτικές εικόνες φρίκης, τα πολεμικά ανακοινωθέντα, οι στρατιωτικοί συσχετισμοί και οι κινήσεις της διπλωματίας. Είναι, κυρίως, η καθημερινότητα των ανθρώπων που τον ζουν στο πετσί τους, τα συναισθήματά τους, οι φόβοι και οι αγωνίες τους που σπάνια βρίσκουν την ευκαιρία να διατυπωθούν δημόσια χωρίς τη διαμεσολάβηση -και την αξιολογική ιεράρχηση- κάποιων τρίτων.
Το ντοκουμέντο που λάβαμε μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας από το Βελιγράδι και φιλοξενούμε σήμερα διαθέτει αυτήν ακριβώς την πολύτιμη ιδιότητα: για τα τραυματικά βιώματα του πολέμου μιλούν εκείνοι, εκείνες για την ακρίβεια, που τον υφίστανται, μόνες αρμόδιες να μας πληροφορήσουν για το μέγεθος του προβλήματος, αλλά και για τις στρατηγικές επιβίωσης που έχουν υιοθετήσει. Στο κείμενο αυτό, ο φόβος των ανθρώπων παύει να γίνεται αντιληπτός ως μία ελάσσων πτυχή της υπόθεσης και αποκτά τις πραγματικές του διαστάσεις ως απτή όσο και εξουθενωτική συνέπεια του πολέμου.

Ο νόμος του πολέμου

Καιρός να δώσουμε το λόγο στις ίδιες τις γυναίκες που ύστερα από μήνες βομβαρδισμών παλεύουν να επιβληθούν στο φόβο - τον δικό τους και των άλλων. Σημειώνουμε απλώς ότι πρόκειται για μια έκθεση του Αυτόνομου Κέντρου Γυναικών κατά της Σεξουαλικής Βίας που συνοψίζει τις δραστηριότητές του κατά τον πρώτο μήνα του πολέμου (25 Μαρτίου - 24 Απριλίου). Το Αυτόνομο Κέντρο Γυναικών λειτουργεί στο Βελιγράδι από το 1993 και έχει επανειλημμένα αποδείξει έμπρακτα τις θαρραλέες αντιπολεμικές, αντιμιλιταριστικές και αντισοβινιστικές πεποιθήσεις του.
Ξεκινώντας, η έκθεση των φεμινιστριών από το Βελιγράδι αναφέρεται στους λόγους που τις οδήγησαν να ασχοληθούν συστηματικά με το φόβο που προκαλεί στις γυναίκες ο πόλεμος: "Υστερα από την πρώτη νύχτα των βομβαρδισμών, στις 24 Μαρτίου, επιβλήθηκε διά μιας ο νόμος του πολέμου. Την ίδια στιγμή, ο φόβος έγινε κομμάτι της ζωής μας. Αποφασίσαμε αμέσως να αρχίσουμε να επικοινωνούμε τηλεφωνικά με γυναίκες, ρωτώντας τες πώς νιώθουν και βοηθώντας τες να ξεπεράσουν το φόβο τους. Εως εκείνη τη στιγμή, επί έξι ολόκληρα χρόνια, η δουλειά του Αυτόνομου Κέντρου Γυναικών βασιζόταν στην αρχή ότι πρέπει να παρέχει υπηρεσίες μόνο στις γυναίκες εκείνες που ζητούν τη βοήθειά του. Αλλά ο φόβος που συνοδεύει τον πόλεμο μετατοπίζει τα όρια μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου πεδίου και έτσι αποφασίσαμε να καταστρατηγήσουμε τη γενική μας αρχή. Η επικοινωνία με τις γυναίκες γινόταν πια μια θεμιτή δραστηριότητα. Η αλληλεγγύη ήταν και πάλι οδηγός μας. Ετσι αρχίσαμε να τηλεφωνούμε στις γυναίκες και να τις ρωτούμε αν χρειάζονταν βοήθεια".

Τραυματικές εμπειρίες

Η τηλεφωνική αυτή γραμμή, διευκρινίζεται στην έκθεση, λειτουργεί βασισμένη στη διεθνή φεμινιστική συμβουλευτική πρακτική, καθώς και στην πείρα του Γυναικείου Θεραπευτικού Κέντρου που είχε λειτουργήσει στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Πολλοί υπήρξαν οι λόγοι που οδήγησαν τις πέντε γυναίκες της Ομάδας Φόβου του Κέντρου να τηλεφωνούν οι ίδιες και να μην περιμένουν να τους ζητηθεί βοήθεια από τις ενδιαφερόμενες. Σημαντικό ρόλο έπαιξε η γνώση πως οι γυναίκες σε εμπόλεμες καταστάσεις δύσκολα μετακινούνται από το σπίτι, κυρίως όταν έχουν παιδιά, καθώς και η βεβαιότητα πως η φτώχεια ως επίπτωση του πολέμου κάνει τις γυναίκες να φοβούνται πως δεν θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν το έξοδο ενός παραφουσκωμένου τηλεφωνικού λογαριασμού.
Εχοντας εξαρχής επιλέξει μια στάση αντιπολεμική και αντισοβινιστική, οι γυναίκες του Κέντρου επιδίωξαν να επικοινωνήσουν τόσο με Σέρβες που φοβούνται τους νατοϊκούς βομβαρδισμούς, όσο και με Αλβανές από την Πρίστινα και άλλα σημεία του Κόσοβου, όπου ο φόβος υπήρξε δημιούργημα των βομβαρδισμών, αλλά και των σερβικών δυνάμεων. Μέσα σε 25 εργάσιμες ημέρες, οι πέντε γυναίκες της ομάδας τηλεφώνησαν σε 378 γυναίκες από 34 πόλεις: 232 τηλεφωνήματα έγιναν στο Βελιγράδι και τα υπόλοιπα στη Βοϊβοδίνα, το Σαντζάκ, το Μοντενέγκρο και το Κόσοβο.
Από την επικοινωνία αυτή προέκυψε ότι ο φόβος εκδηλώνεται με κάθε τρόπο στη ζωή των γυναικών: στα όνειρα, τη συμπεριφορά, τις σκέψεις τους. Αποτυπώνεται ακόμη και με συμπτώματα σωματικά. Από τις μαρτυρίες τους προκύπτει ότι ο πόλεμος εισέβαλε βάναυσα στη ζωή τους, ανατρέποντας τις ισορροπίες τους και βυθίζοντάς τες σε αγωνία και κατάθλιψη. Συχνά, πάντως, η ψυχική αυτή αναταραχή τις οδηγεί σε μια επιθυμία να επιβιώσουν, αντλώντας κάποτε δύναμη από τη βοήθεια που προσφέρουν σε άλλους.

Οι μαρτυρίες

"Νιώθω αφάνταστο τρόμο", δήλωσε μια γυναίκα στο τηλέφωνο. Και άλλες: "Φοβάμαι τη νύχτα". "Τρέμω να πάω μακρύτερα από το μπακάλικο". "Δεν βγαίνω πια έξω". "Το βράδυ κοιμάμαι σε ένα φίλο". "Δεν μπορώ πια να συγκεντρωθώ". "Τινάζομαι σε κάθε ήχο". "Φοβάμαι ότι θα πάρουν φαντάρο τον αδερφό μου". "Κάθε φορά που αρχίζουν οι σειρήνες νιώθω ναυτία". "Εχασα πολλά κιλά, έχω κυριολεκτικά καταρρεύσει". "Ανατριχιάζω κάθε φορά που βλέπω στρατιώτες στο δρόμο". "Είμαι συνέχεια με ηρεμιστικά". "Κοιμάμαι ντυμένη". "Οι άντρες στη δουλειά μου το έχουν ρίξει στο ποτό". "Δεν φοβάμαι το θάνατο, αλλά τρέμω σε κάθε ξαφνικό ήχο". "Με τρελαίνει που δεν μπορώ πια να δουλέψω". "Η διάθεσή μου αλλάζει κάθε λεπτό". "Πέταξα την τηλεόραση, δεν αντέχω πια τη γλώσσα της". "Οι γείτονές μου διαδίδουν απίστευτες τερατολογίες". "Είμαι νευρική, κάθε βράδυ πηγαινοέρχομαι συνέχεια από το σπίτι στο καταφύγιο". "Νιώθω χάλια, θέλω να φύγω για πάντα από αυτή τη χώρα".
Υπάρχουν, ωστόσο, και εκείνες που καταφέρνουν να σταθούν στα πόδια τους και να συνεχίσουν. "Πέρασα ήδη έναν πόλεμο, θα αντέξω κι αυτόν, γιατί έμαθα πια τους κανόνες", εξήγησε μια γυναίκα στη συνομιλήτριά της. "Νιώθω καλά, γιατί βοηθώ άλλες γυναίκες", ομολόγησε κάποια άλλη. "Εχω ικανοποιητική πληροφόρηση και αυτό μου επιτρέπει να είμαι καλά", είπε μια τρίτη.
Απελπιστική υπήρξε, όμως, η κατάσταση για τις Αλβανές στο Κόσοβο, με τις οποίες οι γυναίκες του Κέντρου μπορούσαν να επικοινωνήσουν τις δύο πρώτες εβδομάδες του πολέμου, πριν από τη μαζική έξοδο των Κοσοβάρων από την περιοχή. Από τη μια οι βομβαρδισμοί, από την άλλη οι Σέρβοι στρατιώτες και αστυνομικοί, είχαν δημιουργήσει ένα αφόρητο κλίμα, το οποίο αποτυπωνόταν καθαρά στην τηλεφωνική επικοινωνία: "Είμαι τρομοκρατημένη", "η σιωπή μού προκαλεί φρίκη", "τα βράδια καθόμαστε μέσα στο σκοτάδι χωρίς να μιλάμε, δεν μπορώ πια να κοιμηθώ ούτε να φάω, ευτυχώς τουλάχιστον που έχω τσιγάρα και καφέ", "δεν βγαίνουμε πια από τα σπίτια μας ούτε για λίγο", "δεν ξέρω τι να σας πω, δεν ξέρω τι να σκεφτώ, ευτυχώς που είμαι ακόμη ζωντανή". Κάποιες από τις γυναίκες αυτές κατάφεραν να επικοινωνήσουν αργότερα με το Κέντρο στο Βελιγράδι: Αυτή τη φορά τηλεφωνούσαν οι ίδιες από την ΠΓΔ Μακεδονίας για να καθησυχάσουν τις Σέρβες φίλες τους ότι επέζησαν από τον εφιάλτη.

 

 

Η σιγή του γείτονα

Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα άρθρου με τίτλο "Ο φόβος, το ισχυρότερο όπλο του Μιλόσεβιτς" που δημοσιεύτηκε στο αμερικανικό περιοδικό "Mother Jones". Ο συγγραφέας του είναι ένας γνωστός Σέρβος δημοσιογράφος που βρίσκεται σήμερα στο εξωτερικό και επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του, από φόβο για τυχόν αντίποινα του καθεστώτος κατά της οικογένειάς του που παραμένει στο Βελιγράδι:

Από τη στιγμή που άρχισαν οι νατοϊκοί βομβαρδισμοί, ο Μιλόσεβιτς απέκτησε ένα πανίσχυρο όπλο: το φόβο. Ενα όπλο που υποχρεώνει σε σιωπή κάθε φωνή που διαφωνεί μαζί του. [...] Μόλις ξεκίνησαν οι βομβαρδισμοί του ΝΑΤΟ, ο γείτονάς μου πετάχτηκε έξω στο μπαλκόνι, έστρεψε το βλέμμα στον ουρανό και ξέσπασε σε βρισιές. Καταριόταν το ΝΑΤΟ για τους βομβαρδισμούς, καταγγέλλοντάς τους ως άδικους και παράνομους. Και μαζί καταριόταν και τον πρόεδρό του, που ποτέ δεν τον ψήφισε, και τον ρωτούσε ρητορικά: "Πού να 'σαι τώρα, Σλόμπο; Στοίχημα πως θα βρίσκεσαι κάπου καλά κρυμμένος, όχι όπως όλοι εμείς οι υπόλοιποι".
Η φωνή του αντηχούσε σε ολόκληρη τη γειτονιά. Πέρασε η δεύτερη νύχτα των βομβαρδισμών, πέρασε και η τρίτη και η τέταρτη, αλλά στο μεταξύ δεν ακουγόταν πια η φωνή του γείτονά μου και η διπλή του οργή. Συνέχιζε να κοιτάει τον ουρανό από το μπαλκόνι του, αλλά είχε προφανώς αποφασίσει να φανεί πιο προσεκτικός και να κρατάει την άποψή του για τον εαυτό του.
Ο γείτονάς μου είναι ένας επαγγελματίας, από παλιά κατά του Μιλόσεβιτς, αλλά άνθρωπος χωρίς ιδιαίτερη σχέση με την πολιτική. Δημόσια εξέφρασε την πολιτική του θέση το χειμώνα του 1996, όταν άρχισε να συμμετέχει στις καθημερινές διαδηλώσεις που συγκλόνισαν το Βελιγράδι για τρεις περίπου μήνες. Ο άνθρωπος αυτός είναι μαθημένος να διαφωνεί σιωπηλά. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τους ακτιβιστές των ανθρώπινων δικαιωμάτων και τους πολιτικούς της αντιπολίτευσης που απευθύνονταν στα πλήθη την εποχή εκείνων των διαμαρτυριών. Κι όμως σήμερα είναι κι αυτοί εξίσου σιωπηλοί.
Παρόλο που λογικά θα έπρεπε να είναι εφικτό να αντιτίθεται κανείς ταυτόχρονα στο ΝΑΤΟ και στο σερβικό καθεστώς, στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο μοιάζει αδύνατο. Οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί αφάνισαν στην κυριολεξία την όποια αντιπολίτευση, και στο έργο αυτό υπήρξαν περισσότερο αποτελεσματικοί από ό,τι ολόκληρη η τελευταία δεκαετία. [...]
Σε ό,τι με αφορά, δεν υπήρξα ποτέ μια πολιτική προσωπικότητα. Εβλεπα, ωστόσο, τον εαυτό μου ως διαφωνούντα: διαφωνούσα με την κυρίαρχη πολιτική άποψη στη Σερβία και δεν δίσταζα να τοποθετηθώ δημόσια κατά του καθεστώτος. Οταν άρχισαν να ουρλιάζουν οι σειρήνες, και όταν το διαμέρισμά μου άρχισε να τραντάζεται από τον πρώτο κοντινό βομβαρδισμό, τότε πέρασα κι εγώ αυτόματα στις γραμμές εκείνων που λένε μόνο "ναι". Αντί να συνεχίσω να μιλώ, άρχισα κι εγώ μόνο να ακούω. Δεν λέω τίτοτε, ακόμη κι όταν βρίσκω αυτό που ακούω απολύτως αδιανόητο. Περιορίζομαι να συγκατανεύω, σαν να συμφωνώ. Ποτέ δεν περίμενα ότι θα φερόμουν με αυτόν τον τρόπο.
Με τη λογοκρισία να σκληραίνει και καμιά δυνατότητα να ακούσεις μια διαφορετική φωνή, αναρωτιέμαι πόσοι παραμένουν που σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο. Την περασμένη εβδομάδα, ένα βράδυ, βρήκαμε με μερικούς παλιούς φίλους το κουράγιο να κριτικάρουμε τον Μιλόσεβιτς και το καθεστώς του. Οταν, όμως, χωρίσαμε, αναρωτήθηκα μήπως δεν ήταν συνετό που άνοιξα τόσο πολύ τα χαρτιά μου.

 



 

(Ελευθεροτυπία, 29/5/1999)

 

www.iospress.gr