Διοξίνη: το λογοκριμένο σκάνδαλο



"Πρόβλημα για τη διατροφή των πτηνών παρουσιάστηκε και στις ΗΠΑ το 1997"
        ("Το Βήμα", 10/6)

Πριν από δύο περίπου χρόνια, ένα εβδομαδιαίο αμερικανικό περιοδικό για την προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας, το "Rachel's environment and health Weekly", δημοσίευε ένα αποκαλυπτικό άρθρο με τίτλο "Διοξίνη σε πουλερικά και αβγά" (τ. 555, 17/7/1997). Το άρθρο εκείνο βραβεύτηκε την ίδια χρονιά από την ειδική πανεπιστημιακή ομάδα Project Censored, η οποία συγκεντρώνει κάθε χρόνο τις δημοσιογραφικές έρευνες που λογοκρίνονται από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης. Η ανεξάρτητη αυτή ομάδα -στην οποία συμμετέχουν κατά καιρούς ως σύμβουλοι οι γνωστοί αναλυτές των ΜΜΕ Νόαμ Τσόμσκι, Μπεν Μπαγκντικιάν, Χάουαρντ Ζιν και διευθύνεται από τον Πίτερ Φίλιπς- ξεχώρισε το άρθρο αυτό μεταξύ εκατοντάδων άλλων λογοκριμένων ρεπορτάζ, επειδή αποκαλύπτει την προσπάθεια που καταβάλλουν οι επίσημες αρχές στις ΗΠΑ να συγκαλύψουν τους κινδύνους που διατρέχει ο πληθυσμός από την κατανάλωση τροφίμων, μολυσμένων με διοξίνη.
Στο άρθρο του περιοδικού "Rachel's Weekly" ο αρθρογράφος-ερευνητής Peter Montague αναφέρεται στο γεγονός ότι η αμερικανική κυβέρνηση διαπίστωσε μόλυνση με διοξίνη σε πουλερικά, αβγά και ψάρια ιχθυοτροφείου. Ακολούθησε απαγόρευση διάθεσης των προϊόντων τους σε 350 παραγωγούς από το Αρκάνσας μέχρι την Ιντιάνα και την Καλιφόρνια. Η είδηση δημοσιεύθηκε σε όλες τις εφημερίδες, αλλά οι λεπτομέρειες της υπόθεσης δεν συγκίνησαν τα έντυπα μεγάλης κυκλοφορίας. Πολύ γρήγορα, η ιστορία αυτή εξαφανίστηκε από όλα τα ΜΜΕ. Μόνο το "Rachel's Weekly" αμφισβήτησε τις καθησυχαστικές δηλώσεις των "αρμοδίων οργάνων" και έδωσε τη δυνατότητα σε περιβαλλοντιστές ερευνητές να αμφισβητήσουν τις επίσημες μετρήσεις. Και αποκάλυψε ότι, σύμφωνα με την έρευνα της ομοσπονδιακής υπηρεσίας περιβάλλοντος, ο μέσος Αμερικάνος πολίτης καταναλώνει κάθε μέρα 300-600 φορές μεγαλύτερη ποσότητα διοξίνης από τα "επιτρεπόμενα" 0.7 πικογραμμάρια.

Η επιχείρηση αθώωσης της διοξίνης


Οταν αναζητήσαμε το λόγο για τον οποίο λογοκρίθηκε η δημοσίευση του άρθρου για τη διοξίνη από τα κυρίαρχα ΜΜΕ, σκοντάψαμε πάνω σε μια παλιά αμαρτία του αμερικανικού Τύπου.
Στις 31 Μαϊου 1990, η σοβαρή εφημερίδα "Ουάσιγκτον Ποστ" αφιέρωνε τον κύριο τίτλο της σε ένα εντυπωσιακό θέμα: "Οι επιστήμονες αμφισβητούν ότι η διοξίνη προκαλεί καρκίνο." Ηταν το πρώτο δημοσίευμα μιας μεγάλης καμπάνιας, η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα, με μοναδικό στόχο τη σχετικοποίηση των βλαπτικών συνεπειών της διοξίνης.
Ακολούθησε η επίσης έγκυρη "Νιου Γιορκ Τάιμς". Την 1η Αυγούστου 1991 ο ρεπόρτερ Keith Schneider υποστήριζε ότι "η έκθεση σε διοξίνη τώρα πλέον από ορισμένους ειδικούς δεν θεωρείται πιο επικίνδυνη από μια βδομάδα ηλιοθεραπεία." Βεβαίως ο Schneider δεν κατονόμαζε τους ειδικούς αλλά αυτό δεν εμπόδισε την εφημερίδα να προβάλει την "έρευνά" του. Το άρθρο ήταν τόσο εξωφρενικό, ώστε ασχολήθηκε μαζί του το περιοδικό των αμερικανών δημοσιογράφων American Journalism Review (Ιούνιος 1993). Ο Schneider ομολόγησε ότι κανείς ειδικός δεν του είπε ποτέ ότι η έκθεση στη διοξίνη είναι αντίστοιχη με την ηλιοθεραπεία. "Θέλαμε, όμως, να κάνουμε ένα μεγάλο θέμα με την υπόθεση της διοξίνης και να αναθεωρήσουμε την κάλυψη αυτού του περιβαλλοντικού θέματος από τα ΜΜΕ. Δεν είναι όλα τόσο καταστροφικά."
Ενα δεύτερο δημοσίευμα των "Νιου Γιορκ Τάιμς" (26/9/1992) αναφέρεται σε πόρισμα της EPA (Environmental Protection Agency, Υπηρεσία Προστασίας Περιβάλλοντος) για να συμπεράνει ότι "ο κίνδυνος από τη διοξίνη για το μέσο Αμερικανό που τρώει μοσχάρι, κοτόπουλο και ψάρι είναι μικρότερος από ό,τι πιστεύαμε." Το άρθρο αυτό μεταδόθηκε σε όλο το δίκτυο των αμερικανικών εφημερίδων. Το αποτέλεσμα ήταν να γεμίσει ο Τύπος με άρθρα που υποστήριζαν ότι η διοξίνη είναι βασικά αβλαβής για τον άνθρωπο. Για παράδειγμα, η "Ντιτρόιτ Νιους" αναδημοσίευσε το άρθρο των "Τάιμς" με τίτλο "Το τέλος της υστερίας με τη διοξίνη" (29/9/1992), το οποίο καταλήγει: "Το γεγονός ότι δεν υπάρχει πλέον θέμα διοξίνης για τον άνθρωπο, αποδεικνύει ότι οφείλουμε να αντιμετωπίζουμε με μεγάλο σκεπτικισμό το θρησκευτικό φανατισμό, με τον οποίο επιχειρούν να κλείσουν τη χημική μας βιομηχανία ορισμένοι περιβαλλοντιστές."
Πρόκειται για μια τεράστια επιχείρηση παραπλάνησης. Οπως επισημαίνει ο ίδιος ο Erich Bretthauer, υπεύθυνος ερευνών του EPA, σύμφωνα με το επίδικο πόρισμα, "οι κίνδυνοι από τη διοξίνη μπορεί να είναι μεγαλύτεροι και σοβαρότεροι απ' ό,τι πιστεύαμε μέχρι σήμερα." ("Γουόλ Στριτ Τζέρναλ", 16/10/1992).

Η χλωρίωση του Τύπου

Για ποιο λόγο εκτίθενται δύο τόσο έγκυρες εφημερίδες για να συγκαλύψουν τις βλαπτικές συνέπειες της διοξίνης; Την απάντηση τη βρίσκουμε σε ένα εξίσου εντυπωσιακό -πρωτοσέλιδο- ρεπορτάζ της "Γουόλ Στριτ Τζέρναλ" (20/2/1992). Σύμφωνα με την έρευνα του Jeff Bailey, πίσω από την αναθεώρηση της επικινδυνότητας της διοξίνης βρίσκονται δυο βιομηχανικοί κολοσσοί: η βιομηχανία χάρτου και η βιομηχανία χλωρίου. Επί δύο χρόνια (1990-1991), αυτές οι βιομηχανίες διεξήγαγαν μια μεγάλη εκστρατεία, χρηματοδοτώντας ιδιωτικές έρευνες και ασκώντας πολιτικές πιέσεις προκειμένου να διασκεδαστούν οι επιβαρυντικές μελέτες των προηγούμενων χρόνων και να κατέβουν τα όρια επικινδυνότητας που είχαν θεσπιστεί από τα ομοσπονδιακά όργανα.
Ο στόχος της εκστρατείας ήταν η σωτηρία της βιομηχανίας χάρτου, η οποία καταναλώνει το 15% του χλωρίου που παράγεται συνολικά από τη χημική βιομηχανία, και η οποία αντιμετωπίζει αγωγές ύψους πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων, από πολίτες που διεκδικούν αποζημιώσεις για τη μόλυνση με διοξίνη που προκαλούν οι χαρτοποιϊες. Σύμφωνα με τη "Γουόλ Στριτ Τζέρναλ" (16/10/1992) η βιομηχανία χάρτου δαπάνησε σχεδόν ένα δισεκατομμύριο δολάρια για να ελέγξει την υπόθεση της διοξίνης.
Δεν χρειάζεται να διαθέτει κανείς ιδιαίτερα προσόντα ντετέκτιβ για να αντιληφθεί τους στενούς δεσμούς που συνδέουν τη βιομηχανία χάρτου με τις εφημερίδες και τον Τύπο γενικά. Την εκστρατεία συντόνισαν το API (American Paper Institute, Αμερικανικό Ινστιτούτο Χάρτου) και το Chlorine Institute (Ινστιτούτο Χλωρίου). Το API προσέλαβε 5 παθολόγους και τους ανέθεσε να ανατρέψουν την πιο αξιόπιστη μέχρι εκείνη τη στιγμή ιατρική έρευνα (Richard Kociba, 1978). Οι παθολόγοι δεν κατέληξαν σε ομόφωνο συμπέρασμα, αλλά το API έσπευσε να "αξιοποιήσει" τη γνώμη της μειοψηφίας για να κλονίσει τη βεβαιότητα περί επικινδυνότητας της διοξίνης. Και, βέβαια, φρόντισε να δημοσιευτούν οι καθησυχαστικές (αλλά παραπλανητικές) διαπιστώσεις.
Αλλά και το Ινστιτούτο Χλωρίου οργάνωσε μια διεθνή επιστημονική συνάντηση για τη διοξίνη στο Λονγκ Αιλαντ, τον Οκτώβριο του 1990. Μεταξύ των συμμετοχών προβλήθηκε εκείνη του George Carlo, ως του πλέον επιφανούς ειδικού. Αυτός ήταν που συνέταξε ένα γενικό πόρισμα, με το συμπέρασμα ότι "σε κάποιο μικρό όριο, η διοξίνη είναι αβλαβής." Στην πραγματικότητα, η επιστημονική συνάντηση δεν κατέληξε σε κανένα παρόμοιο συμπέρασμα. Αλλά ο Carlo, όπως αποδείχθηκε λίγο αργότερα, είχε προσληφθεί από το Ινστιτούτο Χλωρίου ειδικά για να βελτιώσει την εικόνα της διοξίνης στην κοινή γνώμη. Και για τη δουλειά αυτή ο κ. Carlo πληρωνόταν με 150 δολάρια την ώρα! Ενα χρόνο αργότερα συναντούμε τον κ. Carlo στη θέση του ειδικού συμβούλου της τσιμεντοβιομηχανίας. Και ώ του θαύματος! Εκείνη την περίοδο, η τσιμεντοβιομηχανία αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα με τις καταγγελίες ότι οι εγκαταστάσεις της εκλύουν μεγάλες ποσότητες διοξίνης.
Το ευρωπαϊκό σκάνδαλο της διοξίνης δεν μπορεί να συγκαλυφτεί με τον ίδιο τρόπο. Τουλάχιστον όχι άμεσα, επειδή η μόλυνση έχει εξαπλωθεί σε ολόκληρη τη βιομηχανία τροφίμων μιας τουλάχιστον χώρας. Αλλά η αντοχή του ευρωπαϊκού Τύπου στις πιέσεις των ημετέρων βιομηχανιών μένει ακόμα να αποδειχθεί.

 

 

Οι καθησυχαστικές δηλώσεις

Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ διαθέτει τόμους με στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η διοξίνη είναι βλαπτική για τα ζώα και τους ανθρώπους ακόμα και σε εξαιρετικά μικρές δόσεις. Τα πιο σημαντικά αποτελέσματα της δράσης της διοξίνης εντοπίζονται στο αναπαραγωγικό σύστημα, στο ορμονικό και το ανοσοποιητικό σύστημα. Ορισμένα αποτελέσματα -όπως η εξασθένηση του ανοσοποιητικού συστήματος- φαίνεται ότι παρουσιάζονται σε επίπεδα διοξίνης, τα οποία ο μέσος Αμερικάνος έχει ήδη συσσωρεύσει στο σώμα του. Εντούτοις, επειδή το FDA (Food and Drug Administration, κυβερνητικός οργανισμός που ελέγχει τα τρόφιμα) συνόδευσε την απαγόρευσή του με τη διατύπωση ότι "δεν υφίσταται άμεσος κίνδυνος για την υγεία", και επειδή τα ψάρια στην αρχή εξαιρέθηκαν και στη συνέχεια περιλήφθηκαν στην απαγόρευση, ο κόσμος συμπέρανε ότι δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος από τη διοξίνη για την υγεία και ότι η απαγόρευση είχε εξολοκλήρου πολιτικά ελατήρια.
Αυτή η απαγόρευση που επέβαλε το FDA στα πουλερικά και τα αβγά, καθώς φαίνεται, υποσκάπτει την αξιοπιστία εν γένει της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, και ειδικά την πολιτική της στο ζήτημα της διοξίνης. Ακουσίως ή όχι, η κυβέρνηση μοιάζει παιχνιδάκι στα χέρια της CMA (Chemical Manufacturers Association, Ενωση Χημικών Βιομηχανιών), και του CCC (Chlorine Chemistry Council, Συμβούλιο Χημείας Χλωρίου). Η CMA και το CCC υποστηρίζουν ότι οι κίνδυνοι από διοξίνη έχουν διογκωθεί εξαιρετικά προκειμένου να ικανοποιήσουν τις πολιτικές θέσεις των φανατικών περιβαλλοντιστών.

Peter Montague

Απόσπασμα από το άρθρο "Dioxin in Chickens and Eggs", στο περιοδικό "Rachel's Environment & Health Weekly" (τ. 555, 17/7/1997), το οποίο ξεχώρισε το 1997 ως ένα από τα πιο λογοκριμένα κείμενα στις ΗΠΑ.
 



 

(Ελευθεροτυπία, 12/6/1999)

 

www.iospress.gr