Το "ευρωλιγούρικο" παρελθόν του κ. Χριστόδουλου



"Ο Αρχιεπίσκοπος ξιφουλκεί για τα Θρησκευτικά"
        (ΤΟ ΒΗΜΑ, 4/9/99)

Με έκπληξη παρακολουθήσαμε τη νέα έκρηξη του πληθωρικού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος με αφορμή την αναμόρφωση του μαθήματος των Θρησκευτικών: "Αυτό είναι μάθημα Θρησκευτικών; 'Η είναι μάθημα όπως το ονειρεύονται οι ευρωπαϊστές, αυτοί που τους έχουν ονομάσει ευρωλιγούρηδες;" Πρόκειται για την τοποθέτηση του κ. Χριστόδουλου στο πρόσφατο 8ο Πανελλήνιο Θεολογικό Συνέδριο (3/9), όπου διαμαρτυρήθηκε επειδή, κατά τη γνώμη του το μάθημα των Θρησκευτικών κινδυνεύει να ακυρωθεί ("κρέμεται από μία κλωστή") εφόσον η παραδοσιακή μορφή θρησκευτικής εκπαίδευσης (με τον κατηχητικό χαρακτήρα της) υποκατασταθεί, έστω και εν μέρει, από κάποιο μάθημα θρησκειολογικού περιεχομένου.
Θα μπορούσε κανείς (και το έχουμε κάνει στο παρελθόν) να πεί και να γράψει πολλά για τον ανελεύθερο, αναχρονιστικό και δογματικό τρόπο που επιβάλλεται -μέσω της εκπαίδευσης- η "ελληνορθόδοξη" κατήχηση. Ομως το πρόβλημα βρίσκεται αλλού. Από ποια άραγε σκοπιά κατακεραυνώνει ο κ. Χριστόδουλος τους "ευρωλιγούρηδες" και πώς νομιμοποιείται να χρησιμοποιεί τον νεολογισμό του Κώστα Ζουράρι; Είναι τόσο σίγουρος ότι ο χαρακτηρισμός δεν μπορεί να του επιστραφεί;

Ο πρώτος "ευρωλιγούρης"

Εξηγούμαστε. Αν κάποιος έχει επιδείξει "ευρωλιγούρικη" διάθεση στο ζήτημα της διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών είναι ο ίδιος ο σημερινός προκαθήμενος της Εκκλησίας. Με αλλεπάλληλες γραπτές του παρεμβάσεις, κατά τη διετία 1995-96, ο τότε Μητροπολίτης Δημητριάδος είχε επιχειρηματολογήσει παθιασμένα υπέρ της άποψης ότι σ' όλες τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, το μάθημα των Θρησκευτικών είναι υποχρεωτικό, και ότι κατά συνέπεια είναι άτοπη, ανεδαφική και εντέλει "αντιευρωπαϊκή", οποιαδήποτε σκέψη για προαιρετική διδασκαλία του μαθήματος.
Σε ένα πρώτο του κείμενο ("Ναι στο μάθημα των Θρησκευτικών", ΤΟ ΒΗΜΑ 28/5/95), ο κ. Χριστόδουλος σχολιάζει συνέντευξη του Δημήτρη Τσάτσου στη "Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία" (22/1/95), στην οποία ο καθηγητής υποστήριζε ότι το μάθημα των Θρησκευτικών πρέπει να καταργηθεί ή να γίνει τουλάχιστον προαιρετικό και να αντικατασταθεί από πιο χρήσιμα και αποδοτικά μαθήματα. Για να αντικρούσει τις απόψεις του κ. Τσάτσου ο κ. Χριστόδουλος επικαλείται το παράδειγμα της Ευρώπης:
"Σε όλες τις χώρες της Ευρώπης το μάθημα των Θρησκευτικών διδάσκεται ως υποχρεωτικό, επειδή θεωρείται βασικό για την σφαιρική εκπαίδευση των παιδιών, αλλά και επειδή καλύπτεται από τα Συντάγματά των. Στην Γερμανία, μάλιστα, το κράτος έχει αναγνωρίσει στην Εκκλησία το δικαίωμα αυτή να επιλέγει του λαϊκούς ή και κληρικούς δασκάλους και καθηγητές του μαθήματος και αυτή να καταρτίζει τα αναλυτικά προγράμματα και να εγκρίνει τα βιβλία με τη διδακτέα ύλη. Εμείς εδώ στην Ελλάδα ούτε στον ύπνο μας δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε τέτοιες αρμοδιότητες."
Ιδού, λοιπόν, ο κ. Χριστόδουλος να ονειρεύεται εφαρμογή των ευρωπαϊκών προτύπων. Αλλά υπάρχει ακόμα πιο ρητή διατύπωση: "Και ας μη λεχθεί ότι τάχα το κράτος δεν έχει θρησκεία ή ότι το ζήτημα της πίστεως είναι αυστηρώς προσωπική υπόθεση που δεν πρέπει να υποτάσσεται στην υποχρεωτικότητα. Γιατί, αν έτσι είχαν τα πράγματα, θα έπρεπε οι ευρωπαϊκές χώρες να είχαν χαράξει άλλη γραμμή. Δεν τα ξέρουμε δα όλα μόνον εμείς οι Ελληνες."
Ακόμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου επικαλείται ο κ. Χριστόδουλος (την οποία έχει πολλές φορές παραβιάσει η χώρα μας σε ζητήματα θρησκευτικής ελευθερίας, και έχει καταδικαστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο): "Κάθε διάταξη που θα καταργούσε το μάθημα αυτό από τα σχολεία θα προσέκρουεν ευθέως και αναντιρρήτως στην Ευρωπαϊκή αυτή Σύμβαση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και θα ήταν, ως εκ του λόγου τούτου ανίσχυρη."

Ο επιστημονικός αντίλογος

Η πρώτη απάντηση στους ισχυρισμούς του Μητροπολίτη διατυπώθηκε στις στήλες του "Ιού της Κυριακής" ("Εψιλον", 11/6/95) από τον επίκουρο καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου Γιώργο Σωτηρέλη, συγγραφέα της μελέτης "Θρησκεία και εκπαίδευση κατά το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση" (εκδ. Σάκουλα, τρίτη έκδοση 1998). Ο καθηγητής υποστηρίζει ότι ο κ. Χριστόδουλος αντιστρέφει πλήρως την πραγματικότητα:
"Η πραγματικότητα ως προς το μάθημα των Θρησκευτικών στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ είναι ακριβώς ο αντίποδας της εικόνας που προκύπτει απ' το άρθρο του 'Βήματος'. Το πρότυπο της υποχρεωτικής και κατηχητικής θρησκευτικής εκπαίδευσης είναι ήδη ξεπερασμένο, με μοναδική εξαίρεση την Ελλάδα και την Ιρλανδία. Στη θέση του έχουν διαμορφωθεί χονδρικά τρία πρότυπα:
α) Το πρώτο είναι το πρότυπο του πλήρους θρησκευτικού αποχρωματισμού της κρατικής εκπαίδευσης που συνδέεται με τον απόλυτο διαχωρισμό Κράτους- Εκκλησίας. Πρόκειται για καθαρά "κοσμική" εκπαίδευση, η οποία ισχύει κατά κύριο λόγο στις ΗΠΑ και τη Γαλλία. Δεν υπάρχει μάθημα Θρησκευτικών ούτε καν προαιρετικό, ενώ απαγορεύεται και κάθε άλλος έμμεσος θρησκευτικός επηρεασμός είτε με τα άλλα μαθήματα είτε με εκδηλώσεις θρησκευτικού περιεχομένου.
β) Το δεύτερο πρότυπο είναι το θρησκειολογικό, που ισχύει στην Αγγλία, στη Σουηδία και εν μέρει στη Δανία. Το μάθημα είναι μεν υποχρεωτικό, αλλά δεν είναι κατηχητικό, όπως το ξέρουμε εδώ. Είναι μια ουδέτερη και αντικειμενική παρουσίαση της κάθε θρησκείας με εύλογη ποσοτική έμφαση στο χριστιανισμό, μια και κυριαρχεί, ειδικότερα δε στα δόγματα εκείνα που επικρατούν σε κάθε χώρα.
γ) Το τρίτο, της προαιρετικής εκπαίδευσης, ισχύει με διάφορες παραλλαγές στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες (Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Βέλγιο, Ολλανδία -εν μέρει-, Λουξεμβούργο, Γερμανία, Νορβηγία και Αυστρία). Αντίθετα με όσα ισχυρίζεται ο μητροπολίτης, το μάθημα είναι απολύτως προαιρετικό. Οι γονείς, αλλά και οι ίδιοι οι μαθητές (σε ηλικία 14-16 ετών), έχουν τη δυνατότητα να απαλλαγούν από τα "Θρησκευτικά", και μάλιστα χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να δηλώσουν ή να δώσουν οποιεσδήποτε εξηγήσεις για τις θρησκευτικές τους απόψεις, πράγμα που συμβαίνει σε μας και αντιτίθεται στην ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης."

Με ανάλογη αυστηρότητα, ο καθηγητής αντικρούει τους ισχυρισμούς του κ. Χριστόδουλου για την Ευρωπαϊκή Σύμβαση: "Η διάταξη αυτή κάθε άλλο παρά έχει την έννοια που προσπαθεί να της δώσει ο μητροπολίτης. Σκοπός της διάταξης αυτής ήταν η προστασία των παιδιών από κρατικούς επηρεασμούς ως προς τη διαμόρφωση της θρησκευτικής τους συνείδησης."
Ο διάλογος είχε και συνέχεια. Ο κ. Χριστόδουλος επανήλθε στο 'Βήμα' ("Η ευρωπαϊκή πρακτική", 30/7/95), παραθέτοντας τους τίτλους κάποιων συγγραμμάτων στα οποία βάσισε το πρώτο του άρθρο. Του ανταπάντησε στην "Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία" ο κ. Σωτηρέλης ("Η υποχρεωτικότητα της θρησκευτικής εκπαίδευσης", 19/11/95), ο οποίος καταλήγει: "Ολες οι (ευρωπαϊκές) χώρες έχουν εγκαταλείψει πλέον τον υποχρεωτικό κατηχητισμό και σπεύδουν να συμμορφωθούν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, προς τις ακόλουθες δύο αρχές που πρέπει να διέπουν, κατά την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, οποιοδήποτε εκπαιδευτικό σύστημα: την απαγόρευση της δογματικής μεταφύτευσης θρησκευτικών και φιλοσοφικών αντιλήψεων και τη μετάδοση των σχετικών γνώσεων κατά τρόπο κριτικό, αντικειμενικό και πολυφωνικό."
Ο κ. Χριστόδουλος επιμένει, από τις στήλες της "Ελευθεροτυπίας" αυτή τη φορά (4/2/96): "α) Το μάθημα είναι υποχρεωτικό στα ευρωπαϊκά κράτη, β) διδάσκεται και οργανώνεται εν συνεννοήσει και με τη συμφωνία της Εκκλησίας, γ) είναι κατηχητικό, δηλαδή αναφέρεται κατά βάση σε μια θρησκεία και όχι σε πολλές (θρησκειολογία)." Κλείνοντας, μια βδομάδα αργότερα, τον άκαρπο αυτό διάλογο, ο κ. Σωτηρέλης πετά το γάντι: "Τολμάει άραγε (ο μητροπολίτης) να προτείνει στην Ιερά Σύνοδο και στο υπουργείο Παιδείας την τροποποίηση του ελληνικού συστήματος θρησκευτικής εκπαίδευσης κατά τα εκεί πρότυπα; Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα." (7/2/96)


Ποιος είναι "ευρωλιγούρης";

Το συμπέρασμα από την ανταλλαγή αυτή των απόψεων μεταξύ του Ιεράρχη και του πανεπιστημιακού καθηγητή δεν θα το βγάλουμε εδώ. Οι ενδιαφερόμενοι αναγνώστες μπορούν να συμβουλευτούν και τα πρωτότυπα κείμενα, έτσι ώστε να έχουν μια ολοκληρωμένη προσωπική άποψη, χωρίς το δικό μας υποκειμενικό φίλτρο. Δεν είναι δυνατόν, όμως, να δεχθούμε χωρίς σχόλια την τελευταία αυτή δήλωση του Αρχιεπισκόπου, όταν ο ίδιος έχει τόσο πολύ επιμείνει να μας υποδείξει την εφαρμογή και στην Ελλάδα των ευρωπαϊκών προτύπων για το μάθημα των Θρησκευτικών. Και νιώθουμε τον πειρασμό να σημειώσουμε ότι σε μια από τις δύο περιπτώσεις ο Αρχιεπίσκοπος έσφαλε. Είτε τότε που υποστήριζε ότι όλη η Ευρώπη είναι υπέρ του κατηχητικού θρησκευτικού μαθήματος, είτε τώρα που καταγγέλλει τους "ευρωπαϊστές" ως εχθρούς του θρησκευτικού μαθήματος. Αν δεν βρισκόμαστε μπροστά σε μια μορφή έμπρακτης αυτοκριτικής (και έμμεσης εκ των υστέρων παραδοχής όσων υποστήριζε ο κ. Σωτηρέλης), τότε πρόκειται για αυτό που ονομάζουμε στην πολιτική "οπορτουνισμό" και στην εκκλησιαστική ζωή "τροποποίηση απόψεων κατ' οικονομίαν".
Φυσικά, κατά την προσφιλή του συνήθεια, ο Αρχιεπίσκοπος στη σχετική του αρθρογραφία, ακόμα και την ώρα που επικαλείται το παράδειγμα των Δυτικών δεν παραλείπει να εγκαλεί "τους διάφορους 'φωταδιστές' μας", και να απορεί πώς δεν έχουν διδαχθεί "από την ανάδυση της Ορθοδοξίας ως μοναδικής σήμερα πνευματικής δύναμης στα Βαλκάνια." Αλλά αυτά δεν μας κάνουν πλέον εντύπωση. Οπως δεν μας κάνει εντύπωση το γεγονός ότι την ίδια ώρα που ο Αρχιεπίσκοπος ξιφουλκεί εναντίον των "ευρωλιγούρηδων", εκείνο που απασχολεί την Ιεραρχία είναι η καλύτερη οργάνωση του Γραφείου της Εκκλησίας της Ελλάδος στις Βρυξέλλες, στη Μέκκα (!) δηλαδή των "ευρωλιγούρηδων" κάθε θρησκεύματος.

 

 

(Ελευθεροτυπία, 11/9/1999)

 

www.iospress.gr