Απ' το "Εξπρές του Μεσονυχτίου" στα Λευκά Κελιά

"Παρά τις ανταρσίες, η τουρκική κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να μεταρρυθμίσει τις φυλακές"
        (Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων, 29/9/99)

Περίεργες παρενέργειες στα δημοκρατικά μας ανακλαστικά φαίνεται πως έχει προκαλέσει η πρόσφατη έξαρση της ελληνοτουρκικής φιλίας. Το διαπιστώνουμε, μεταξύ άλλων, από τον τρόπο με τον οποίο τα ΜΜΕ, οι πολιτικές οργανώσεις και οι λοιποί καθοδηγητές της εγχώριας Κοινής Γνώμης αντιμετώπισαν την τελευταία αιματηρή εξέγερση των πολιτικών κρατουμένων στις τουρκικές φυλακές. Εκείνοι που μέχρι πριν από λίγους μόλις μήνες δεν έχαναν την παραμικρή ευκαιρία να ασχοληθούν με κάθε κρούσμα κρατικού αυταρχισμού αλλά και με κάθε εκδοχή αντικαθεστωτικής αντίστασης στη γειτονική μας χώρα (κατά κανόνα με τρόπο άκρως υπερβολικό, προσδίδοντας συχνά μυθικές διαστάσεις σε πρόσωπα και πράγματα), τούτη τη φορά είτε σιώπησαν είτε περιορίστηκαν σε άκρως δευτερεύουσες αντιδράσεις. Αυτή η απροσδόκητη στάση μπορεί βέβαια να εξηγηθεί από τη βαθιά απογοήτευση που η συνθηκολόγηση του "Κολοκοτρώνη"-Οτσαλάν προκάλεσε σε όσους ευαγγελίζονταν τη διάλυση του τουρκικού κράτους από το (ουκ ολίγον μυθοποιημένο) ΡΚΚ. Δεν παύει ωστόσο να αποκαλύπτει, με τον πιο προβληματικό μάλιστα τρόπο, πόσο ιδιοτελές και καθόλου διεθνιστικό υπήρξε το αυξημένο ενδιαφέρον των περασμένων χρόνων για τους Τούρκους εκείνους πολίτες που αντιμετωπίζουν με δυναμικές μεθόδους τη φασίζουσα στρατοκρατία της Λγκυρας.
Το δημοσιογραφικό και πολιτικό ενδιαφέρον των πρόσφατων εξεγέρσεων στις τουρκικές φυλακές είναι, παρόλα αυτά, κάτι παραπάνω από αυτονόητο. Οχι μόνο για την αγριότητα που -για μία ακόμη φορά- επέδειξαν τα όργανα καταστολής, σκοτώνοντας έντεκα τουλάχιστον κρατούμενους και τραυματίζοντας δεκάδες άλλους. Ούτε για την έκταση που πήραν τα γεγονότα, με τον ξεσηκωμό να μεταδίδεται αυτόματα από τη μια φυλακή στην άλλη και το μεγαλύτερο μέρος του τουρκικού "σωφρονιστικού" συστήματος να έχει περάσει για λίγες μέρες στα χέρια των πολιτικών κρατουμένων και των οργανώσεών τους. Η πιο ενδιαφέρουσα πτυχή της υπόθεσης είναι εκείνη ακριβώς που αναφέρεται στα αίτια που πυροδότησαν την έκρηξη. Η προσπάθεια, δηλαδή, ενός αυταρχικού "εκσυγχρονισμού" των τουρκικών φυλακών, και ειδικότερα του καθεστώτος των πολιτικών κρατουμένων, με την υιοθέτηση των χειρότερων πλευρών της σχετικής ευρωπαϊκής και αμερικανικής τεχνογνωσίας: το πέρασμα, με άλλα λόγια, από το πρωτόγονο μοντέλο του "εξπρές του μεσονυχτίου" (που έχει καταστεί πολιτικά προβληματικό, καθώς επιτρέπει την αναπαραγωγή και ανασυγκρότηση των πολιτικών συλλογικοτήτων της τουρκικής και κουρδικής Αριστεράς στο εσωτερικό των φυλακών) στην υπερμοντέρνα φρίκη των "λευκών κελιών" δυτικού τύπου. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.

Ο εκσυγχρονισμός της βίας

Το ζήτημα του εκσυγχρονισμού των τουρκικών φυλακών, τουλάχιστον όσον αφορά τους πολιτικούς κρατούμενους, έχει τεθεί ήδη από το 1986, όταν το αρμόδιο Υπουργείο Δικαιοσύνης ξεκίνησε την κατασκευή των ειδικών φυλακών υψίστης ασφαλείας του Σογανλίκ, στο προάστιο Καρτάλ της Κωνσταντινούπολης. Μέχρι τον περασμένο Ιούλιο, στις φυλακές αυτές, που έχουν χωρητικότητα 500 κρατουμένων, είχαν μεταφερθεί 190 αγωνιστές της τουρκικής Αριστεράς, στην πλειοψηφία τους υπόδικοι για αδικήματα "τρομοκρατίας". Πρόκειται ουσιαστικά για το πρώτο βήμα προς την εφαρμογή του άρθρου 16 της ισχύουσας τουρκικής "αντιτρομοκρατικής" νομοθεσίας, το οποίο προβλέπει ότι "οι ποινές όσων καταδικάζονται βάσει των διατάξεων του παρόντος νόμου, εκτίονται σε ειδικά σωφρονιστικά καταστήματα χτισμένα με βάση ένα σύστημα κελιών χωρητικότητας ενός ή τριών ατόμων" και πως "απαγορεύεται οποιαδήποτε επαφή ή επικοινωνία των κρατουμένων που έχουν καταδικαστεί βάσει του παρόντος με άλλους φυλακισμένους". Συνολικά, το μέτρο αφορά πολλές χιλιάδες ανθρώπους: σύμφωνα με πρόσφατα τηλεγραφήματα των ειδησεογραφικών πρακτορείων AFP και Assossiated Press (27 & 29/9/99), σε συνολικό αριθμό 70.000 φυλακισμένων σε όλη τη χώρα, οι υπόδικοι ή καταδικασμένοι για "τρομοκρατικά" αδικήματα ανέρχονται σε 10.000 περίπου. Από αυτούς, μόλις οι 5.500 σχετίζονται με το κουρδικό αντάρτικο του ΡΚΚ, ενώ οι υπόλοιποι 4.500 ανήκουν σε διάφορες οργανώσεις της επαναστατικής τουρκικής Αριστεράς.
Μολονότι οι εμπνευστές της προσπαθούν να παρουσιάσουν την αλλαγή αυτή σαν ένα βήμα προόδου και εξόδου από την παγκοσμίως γνωστή αγριότητα των τουρκικών "σωφρονιστικών" ιδρυμάτων, η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική. Αυτό που ενοχλεί τις αρχές δεν είναι η διάχυτη βία των φυλακών, ούτε οι κίνδυνοι που οι τωρινοί θάλαμοι των 40-120 κρατουμένων συνεπάγονται για τα πιο αδύναμα μέλη της κοινότητας των κρατουμένων. Το πρόβλημά τους είναι, αντίθετα, ότι - με δεδομένο το μεγάλο αριθμό των πολιτικών κρατουμένων- τέτοιου είδους πολυάνθρωπες συγκεντρώσεις επιτρέπουν στους τελευταίους να διατηρήσουν στη φυλακή πολύ περισσότερα στοιχεία της προσωπικότητας και της πολιτικής τους στράτευσης απ' ότι η πολιτική και δικαστική εξουσία θα επιθυμούσαν. Ιδιαίτερα "προβληματική" από αυτή την άποψη θεωρείται η διατήρηση της πολιτικής και οργανωτικής δομής των ίδιων των παράνομων οργανώσεων μέσα στις φυλακές, φαινόμενο που (για να θυμηθούμε την αντίστοιχη ελληνική παράδοση) έχει οδηγήσει στη μετατροπή πολλών πτερύγων σε μικρές "Ακροναυπλίες".
Για τους ίδιους τους πολιτικούς κρατούμενους, βέβαια, αυτή η κατάσταση μόνο πρόβλημα δε συνιστά, καθώς προσφέρει πολύ περισσότερες εγγυήσεις της προσωπικής τους ασφάλειας από οποιαδήποτε άλλη λύση. "Η κακομεταχείριση και ο βασανισμός είναι φαινόμενα ευρύτατα διαδεδομένα στα αστυνομικά τμήματα και τους σταθμούς χωροφυλακής της Τουρκίας, σχετικά σπάνια όμως αναφέρονται τέτοια κρούσματα από τις τουρκικές φυλακές", επισημαίνει χαρακτηριστικά η διεθνής οργάνωση Human Rights Watch, σε μια πρόσφατη εξαιρετική ανάλυσή της για την επιχειρούμενη μεταρρύθμιση (Ιούλιος 1999). "Χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, αυτό εξηγείται εν μέρει με βάση το σύστημα των ανοιχτών πτερύγων στις φυλακές, δεδομένου ότι, σύμφωνα με την πείρα που έχουμε από όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου, οι βιαιοπραγίες και τα βασανιστήρια γενικεύονται συνήθως κάτω από συνθήκες μυστικότητας". Καθόλου περίεργο, λοιπόν, που το ζήτημα της μεταγωγής των πολιτικών κρατουμένων από τις "κανονικές" στις "ειδικές" φυλακές αποτέλεσε το επίκεντρο των συγκρούσεων που συγκλόνισαν το τουρκικό "σωφρονιστικό" σύστημα τα τελευταία χρόνια. Αξίζει ίσως να υπενθυμίσουμε ότι κεντρικό αίτημα της μεγάλης απεργίας πείνας του καλοκαιριού του 1996, με τους 12 νεκρούς, υπήρξε ακριβώς η μη μεταφορά των φυλακισμένων Τούρκων και Κούρδων αγωνιστών στην πρώτη τέτοια "ειδική φυλακή" του Εσκί Σεχίρ, όπως ο (τότε) ισλαμιστής υπουργός Δικαιοσύνης είχε εξαγγείλει.

Η σφαγή της Αγκυρας

Τούτη τη φορά, η έκρηξη του "μετώπου των φυλακών" υπήρξε λιγότερο προγραμματισμένη, δεν έλειψαν όμως και σ' αυτή την περίπτωση τα σημάδια που προειδοποιούσαν για το ανέβασμα της έντασης και την επερχόμενη θύελλα. Ενώ ο καθεστωτικός Τύπος επιδιδόταν σε μια τυπική εκστρατεία παραφιλολογίας για τα υποτιθέμενα "προνόμια" των κρατουμένων, συγχέοντας το "κράτος εν κράτει" των φυλακισμένων νονών της μαφίας με τις (κάθε άλλο παρά προνομιούχες) πολιτικές οργανώσεις της Αριστεράς, στις 14 Σεπτεμβρίου έγινε γνωστό ότι δεκάξι κρατούμενες στη φυλακή της Μαλάτυα, υπόδικες για συμμετοχή στις αριστερές οργανώσεις "Επαναστατικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Κόμμα-Μέτωπο" (DHKP-C, πρώην Ντεβ Σολ) και "Τουρκικός Εργατοαγροτικός Απελευθερωτικός Στρατός" (ΤΙΚΚΟ), είχαν συλλάβει ως ομήρους τέσσερεις από τους φύλακές τους, κατά τη μεταφορά τους στο Ειδικό Δικαστήριο Κρατικής Ασφαλείας που θα τις έστελνε σε "ειδικά κελιά". Η υπόθεση έληξε με επέμβαση των ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας και καταστολή της ανταρσίας.
Δέκα μέρες αργότερα, ήρθε η σφαγή των κεντρικών φυλακών Ουλουτζανλάρ της Λγκυρας. Στις 2 τα ξημερώματα της 25ης Σεπτεμβρίου, δεκάδες πάνοπλοι χωροφύλακες εισέβαλαν ξαφνικά στην πτέρυγα των πολιτικών κρατουμένων, με πρόσχημα τη διενέργεια "έρευνας". Σύμφωνα με τον επίσημο ισχυρισμό των αρχών, η κίνηση αποσκοπούσε να προλάβει ομαδική απόδραση κρατουμένων που είχαν σκάψει ολόκληρο τούνελ κάτω από τη φυλακή. Παρά τις σχετικές γλαφυρές περιγραφές, ωστόσο, κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προσκομίστηκε. Περισσότερο εύλογη φαίνεται η ερμηνεία που θέλει τη νυχτερινή επιδρομή των οργάνων της τάξης να αποβλέπει στη μαζική τρομοκράτηση και τον προληπτικό "σωφρονισμό" των φυλακισμένων, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η σχεδιαζόμενη μεταγωγή τους στα "ειδικά κελιά" -αλλά και να αποσπαστεί η ευρύτερη διεθνής συναίνεση γι' αυτή την κίνηση. Οπως και νάχει το πράγμα, η επίθεση τέλειωσε με έντεκα κρατούμενους νεκρούς, ορισμένους από σφαίρες και τους υπόλοιπους από χτυπήματα.
Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση που εξέδωσε στις 27 Σεπτεμβρίου το "Γραφείο Λαϊκών Δικηγόρων", δυο από τα θύματα (Χαλίλ Τουρκέρ και Μαχίρ Εμσάλ) ήταν μέλη του Κ. Κ.Τουρκίας (Μ-Λ), δυο άλλοι (Ουμίτ Αλτιντάς και Νεβζάτ Τσιφτσή) μέλη της οργάνωσης "Οκτώβρης" (EKIM), ένας (Αμπουζέρ Τσοκ) ανήκε στο Μ-Λ Κ.Κ. κι ένας έκτος (Αχμέτ Ντεβράν) στο DHKP-C ' τέσσερεις (Ανίζ Ντενμέζ, Οντέρ Γκεντζασλάν, Ερκάν Οζκάν και Ζαφέρ Κιρμπιγίκ) δεν διεκδικούνται από καμιά οργάνωση, ενώ του ενδέκατου το όνομα δεν έχει ακόμα δοθεί στη δημοσιότητα. Η επίσημη και ανεπίσημη κρατική πληροφόρηση έκαναν λόγο για λυσσασμένη αντίσταση των κρατουμένων, με χρήση μολότοφ και μετατροπή φιαλών γκαζιού σε αυτοσχέδια φλογοβόλα κατά των αστυνομικών. Το "Κεντρικό Συντονιστικό των Φυλακών", στο οποίο εκπροσωπούνται 9 διαφορετικές οργανώσεις, κατήγγειλε απ' την πλευρά του πως η αστυνομία "έβαλε με αυτόματα όπλα, ενώ οι φυλακισμένοι δεν είχαν άλλα όπλα, παρά μόνο τα σώματά τους και κάποια ξύλινα παλούκια" (1/10).
Τη σφαγή ακολούθησε η έκρηξη. Μέσα σε λίγες ώρες, οι κυριότερες φυλακές της Τουρκίας βρέθηκαν σε κατάσταση εξέγερσης. Σε δέκα απ' αυτές (Ουμρανίγιε και Μπαϊράμπασα της Κωνσταντινούπολης, Μπαρτίν, Τσανκιρί, Τσανάκαλε, Αϊδίνι, Γκέμπζε, Προύσα, Τζεϊχάν, Πέργαμος), οι εξεγερμένοι πολιτικοί κρατούμενοι έπιασαν ως ομήρους 74 συνολικά φύλακες, με κεντρικό αίτημα την απόδοση δικαιοσύνης για τη σφαγή και τη ματαίωση της μεταφοράς τους στα λευκά κελιά. Παρά τις απειλές του πρωθυπουργού Ετζεβίτ, ότι "το κράτος θα επιβληθεί με κάθε μέσο στις φυλακές", την κινητοποίηση τεράστιων αστυνομικών δυνάμεων και τη βάρβαρη καταστολή των σποραδικών εκδηλώσεων συμπαράστασης από συγγενείς και συντρόφους των φυλακισμένων, τελικά ο φόβος για τις συνέπειες μιας γενικευμένης αιματοχυσίας στη διεθνή εικόνα της χώρας καθόρισε την έκβαση της αναμέτρησης. Οι όμηροι αφέθηκαν ελεύθεροι, με αντάλλαγμα την επίσημη κυβερνητική υπόσχεση για διαλεύκανση των γεγονότων της Λγκυρας ' άγνωστο παραμένει, αντίθετα, το περιεχόμενο της συνδιαλλαγής σχετικά με το καθεστώς των πολιτικών κρατουμένων. Οσο για τα διεθνή πρακτορεία, αυτά προτίμησαν να εστιάσουν την προσοχή τους στην επιδεικτική απουσία του ΡΚΚ, για πρώτη φορά στην ιστορία του "μετώπου των φυλακών", από την όλη κινητοποίηση.

Η συνέχεια της υπόθεσης παραμένει ανοικτή -και η οργάνωση της διεθνούς αλληλεγγύης προς τον αγώνα των πολιτικών κρατουμένων είναι, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, απαραίτητη.

 

 

(Ελευθεροτυπία, 9/10/1999)

 

www.iospress.gr