Πορνεία: η ένοχη ανοχή της
Βουλής
"Δεκατρείς προτάσεις από τις εκδιδόμενες"
("Ελευθεροτυπία"
9/10/1999)
Πολλά θα είχε να πει κανείς για τα ζητήματα που θίγει ο νόμος 2734 με τίτλο
"Εκδιδόμενα με αμοιβή πρόσωπα και άλλες διατάξεις", ο οποίος ψηφίστηκε από το
θερινό τμήμα της Βουλής (13-14 Ιουλίου), αφού συζητήθηκε σε ένα ασυνήθιστο για
τα ελληνικά κοινοβουλευτικά δεδομένα συναινετικό κλίμα. Το συναινετικό αυτό
κλίμα πιστεύουμε ότι βρίσκεται και πίσω από την τρέχουσα παρεξήγηση, σύμφωνα με
την οποία το νομοσχέδιο εγκρίθηκε ομόφωνα και όχι -όπως πραγματικά συνέβη- κατά
πλειοψηφία. Τα προβλήματα, πάντως, που θα προκύψουν από τις ρυθμίσεις του νέου
νόμου έχουν ήδη αρχίσει να διαφαίνονται. Να μείνουμε ενδεικτικά σε μία από τις
πιο διαφημισμένες καινοτομίες του: οι δήμοι -με πρώτο και καλύτερο το δήμο
Αθηναίων- δεν μοιάζουν να έχουν αντιληφθεί τις νέες τους αρμοδιότητες, καθώς
αυτοί πλέον καλούνται να αναλάβουν την ευθύνη της έκδοσης των σχετικών αδειών
και να αποφασίσουν σε ποια σημεία της περιοχής τους θα επιτρέψουν την
εγκατάσταση των "εκδιδόμενων με αμοιβή προσώπων".
Χωρίς αντίλογο
Ο νέος νόμος θα βρεθεί ούτως ή άλλως πολύ σύντομα αντιμέτωπος με τα κενά, τις
αντιφάσεις και τις αμφιλεγόμενες εκείνες διατάξεις του που έχουν ήδη
χαρακτηριστεί αμφίβολης συνταγματικής νομιμότητας. Υπάρχει, ωστόσο, κάτι ακόμη
σοβαρότερο από τις επιμέρους ρυθμίσεις του: πρόκειται για τους όρους με τους
οποίους διεξάγεται εξαρχής η όλη συζήτηση, η οποία, παρά τις περί του αντιθέτου
διαβεβαιώσεις, δεν διαφέρει σε τίποτε από τις αντίστοιχες συζητήσεις παλιότερων
εποχών. Αναφερόμαστε καταρχάς στον συστηματικό αποκλεισμό των άμεσα
ενδιαφερόμενων γυναικών και κατά δεύτερο λόγο στην απίστευτη -όσο και
παραπειστική- ηθικολογία που συνεχίζει να καθορίζει το πλαίσιο κάθε σχετικής
ανταλλαγής απόψεων.
Από την πλευρά αυτή, οι δύο καλοκαιρινές συνεδριάσεις της Βουλής που αφιερώθηκαν
στην πορνεία υπήρξαν περισσότερο από εύγλωττες. Δύο ημέρες μιλούσαν οι βουλευτές
-όλοι άνδρες, με μοναδική εξαίρεση την Αννα Ψαρούδα-Μπενάκη- και ούτε μία στιγμή
δεν θεώρησαν σκόπιμο να ασχοληθούν με τις θέσεις των γυναικών για τις οποίες
αγόρευαν, έστω και για να τις αντικρούσουν. Γιατί αυτή τη φορά, οι απόψεις των
γυναικών που εκπροσωπούνται από το "Σωματείο εκδιδομένων γυναικών Ελλάδος" ήταν
γνωστές και θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν ως ένας νοερός αντίλογος, ικανός, αν
μη τι άλλο, να προσγειώσει τη συζήτηση και να την αναγκάσει να πάρει υπόψη της
και κάποια από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ίδιες οι πόρνες.
Δεν πρωτοτύπησε, ασφαλώς, το ελληνικό Κοινοβούλιο. Για την πορνεία σπανίως
μιλούν οι γυναίκες που έχουν τη συγκεκριμένη εμπειρία, ενώ συνηθέστατα μιλούν
άνδρες που δεν αισθάνονται την παραμικρή υποχρέωση να αναφερθούν στα σχετικά
προσωπικά τους βιώματα. Δεν θα αποτελούσαν εξαίρεση οι βουλευτές. Η πορνεία
γίνεται έτσι αντιληπτή ως ένα ομιχλώδες, ανιστορικό, αντικοινωνικό (πλην όμως
απαραίτητο κοινωνικά) φαινόμενο, στο οποίο εμπλέκονται κάποιες περίεργες -
επικίνδυνες και συνάμα αξιολύπητες- γυναίκες που η πολιτεία οφείλει να
μετατρέψει σε αντικείμενο της πιο αυστηρής επιτήρησης - αν όχι ποινικοποίησης.
Το πλαίσιο της συζήτησης, έτσι όπως προτάθηκε προ καιρού από την "Εισηγητική
Εκθεση" του νομοσχεδίου, θα μπορούσε να θεωρηθεί μνημείο παραδοξολογίας, αν δεν
εικονογραφούσε πειστικά τις τρέχουσες αντιλήψεις για το θέμα: "Οπως είναι
γνωστό", αρχίζει η έκθεση, "το άρρηκτα συνυφασμένο και συμφυές με την κοινωνική
ζωή 'επάγγελμα' της ιεροδούλου και η λειτουργία οίκων ανοχής αποτελούν, παρά την
ηθική τους αποδοκιμασία, μία παγκόσμια και διαχρονική πραγματικότητα, την οποία
κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ή να αγνοήσει. Ταυτόχρονα, κανείς δεν μπορεί
να αμφισβητήσει και αντιπαρέλθει τόσο τις θετικές όσο και τις αρνητικές
κοινωνικές και άλλες συνέπειες και παρενέργειες από τη λειτουργία των ως άνω
οίκων και την άσκηση της συγκεκριμένης δραστηριότητας από τα εκδιδόμενα με
αμοιβή πρόσωπα" (29/7/98).
Αναγκαίο, από ό,τι καταλαβαίνουμε, κακό, η πορνεία χαρακτηρίζεται στο απόσπασμα
που παραθέσαμε επάγγελμα εντός εισαγωγικών. Λίγο πιο κάτω, όμως, η έκθεση
επαίρεται για την καινοτομία που εισάγει το νομοσχέδιο, καθιερώνοντας
"διαδικασία χορήγησης πιστοποιητικού άσκησης επαγγέλματος" στις πόρνες,
απαλλάσσοντάς τις δηλαδή από τον "βεβαρημένο και αρνητικά φορτισμένο
'χαρακτηρισμό'". Επάγγελμα, επομένως, η πορνεία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε
δικαιώματα και υποχρεώσεις, ή "επάγγελμα", οπότε δεν τρέχει τίποτε; Δεν είναι η
μοναδική ανακολουθία, αλλά έχει τη σημασία της: Στις παρεμβάσεις τους, οι
βουλευτές ακροβάτησαν συχνά προσπαθώντας να προσεγγίσουν τη νεφελώδη αυτή
"δραστηριότητα" που "προσβάλλει τη θρησκεία" αλλά "ωφελεί την κοινωνία", που θα
επιθυμούσαν να περιορίσουν αλλά δεν ξέρουν πώς, που θα ήθελαν να μεταφέρουν
αλλού αλλά δεν μπορούν να φανταστούν πού. Στο σημείο αυτό, μόνον ένας είχε το
θάρρος της γνώμης του, ρίχνοντας στο τραπέζι την αλήστου μνήμης λύση του "γκέτο".
Το δίκιο των πελατών
Απούσες, λοιπόν, οι πόρνες από τη συζήτηση στη Βουλή, αλλά εξίσου αόρατοι και οι
πελάτες τους, λές και η "δραστηριότητα" αυτή (σύμφωνα με την ορολογία που
υιοθέτησαν οι πατέρες του έθνους) δεν έχει αποδέκτες. Παρόντες, ωστόσο, και με
τον πλέον επίσημο μάλιστα τρόπο, οι κάτοικοι κάποιων περιοχών του κέντρου της
Αθήνας, οι οποίοι από καιρό διεκδικούν μαχητικά την απομάκρυνση των "οίκων
ανοχής" από τη γειτονιά τους. Σ' αυτούς οφείλεται κατά πάσαν πιθανότητα και το
συναινετικό κλίμα της συζήτησης, στο οποίο αναφερθήκαμε προηγουμένως. Οι
βουλευτές, ιδιαίτερα εκείνοι που εκλέγονται στη συγκεκριμένη περιφέρεια, είχαν
κάθε λόγο να ικανοποιήσουν τα αιτήματα της δικής τους πελατείας. Και το έκαναν
με τον πιο ρητό τρόπο. Οποια και να είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι
κάτοικοι των συγκεκριμένων δρόμων, δύσκολα θα μπορούσαν να ελπίσουν σε μια τόσο
σθεναρή και ομόθυμη υποστήριξη από όλες ανεξαιρέτως τις πτέρυγες της Βουλής.
"Εκείνοι που έχουν την ατυχία να κατοικούν γύρω από το χώρο δραστηριότητος αυτών
των ατόμων, αυτοί, κύριε υπουργέ, επιτρέψτε μου να πω ότι έχουν τον πρώτο λόγο",
συνόψισε επιγραμματικά ένας βουλευτής. Το όνομά του δεν έχει σημασία, καθώς στην
πραγματικότητα όλοι οι συνάδελφοί του υποστήριξαν το ίδιο.
Παιδιά που μεγαλώνουν δίπλα σε πορνεία, γειτονιές που διώχνουν τους
παραδοσιακούς τους κατοίκους, ακίνητα που βλέπουν την αξία τους να
υποβαθμίζεται. Στο τρίπτυχο αυτό συμπυκνώνεται -και εξαντλείται- η βουλευτική
ευαισθησία γύρω από το θέμα. Το μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης αφιερώθηκε έτσι
στην αναζήτηση των τρόπων που θα επιτρέψουν να γίνει δυνατό το ανέφικτο: να
απομακρυνθούν τα μπορντέλα από τις περιοχές που τα φιλοξενούν σήμερα, να
εγκαταλείψουν οι πόρνες τα διατηρητέα ή παραδοσιακά κτίρια (βλ. ερείπια) που
συχνά τις στεγάζουν, να εγκατασταθούν σε πολυκατοικίες εφόσον συναινούν οι
λοιποί ένοικοι, και, κυρίως, να βρουν σπίτι που να βρίσκεται σε ακτίνα
μεγαλύτερη από διακόσια μέτρα από ναούς, σχολεία, παιδικούς σταθμούς,
νοσηλευτικά ιδρύματα, κέντρα νεότητας, αθλητικά κέντρα, οικοτροφεία,
βιβλιοθήκες, ευαγή ιδρύματα, πλατείες, παιδικές χαρές και ό,τι άλλο θελήσει ο
κάθε δήμος να προσθέσει στον απίστευτο αυτό κατάλογο. Να μην ξεχνούμε πως η
τοπική αυτοδιοίκηση είναι αυτή που θα κληθεί να λύσει το γρίφο. Και για την
ιστορία, να σημειώσουμε πως βουλευτής της αριστεράς πρότεινε την αύξηση της
απόστασης σε τριακόσια μέτρα και ζήτησε να τεθεί ως προϋπόθεση η σύμφωνη γνώμη
των γειτόνων, όχι μόνον των ενοίκων της ίδιας πολυκατοικίας.
Με τις ιστορικές τους ρίζες στον 19ο αιώνα, οι "εκσυγχρονιστικές" αυτές
ρυθμίσεις στοχεύουν να ικανοποιήσουν τα αιτήματα των "θιγόμενων" κατοίκων.
Ταυτόχρονα, όμως, επιδιώκουν να καταστήσουν την ελεγχόμενη και καταγεγραμμένη
πορνεία αόρατη, όπως "αόρατη" συνεχίζουν οι πάσης φύσεως αρμόδιοι να θεωρούν τη
-συχνά καταναγκαστική- σεξουαλική εκμετάλλευση των ξένων κατά κύριο λόγο
γυναικών που, παρά την απίστευτη εξάπλωσή της, δεν φαίνεται να απασχολεί
κανέναν. Κι ας ασκείται σε απόσταση μικρότερη των διακοσίων μέτρων από την
είσοδο του ελληνικού Κοινοβουλίου.
Η ηθική της κολοκυθιάς Χαρακτηριστικό απόσπασμα από τον κοινοβουλευτικό προβληματισμό για το ζήτημα της πορνείας και, συγκεκριμένα, το πρόβλημα της απόστασης των "οίκων ανοχής" από "ευαγή" και λοιπά ιδρύματα: Π. Σγουρίδης (προεδρεύων, ΠΑΣΟΚ): Κύριε υπουργέ, θα ήθελα να λάβετε υπόψη σας την εξής παρατήρηση που έχω να κάνω εγώ από την Εδρα, ότι όσον αφορά το θέμα της αεροπορικής, δηλαδή της ακτινωτής απόστασης, τα διακόσια μέτρα είναι πολύ μεγάλη απόσταση, δηλαδή καλύπτει τετρακόσια μέτρα. Μπορείτε να πείτε διακόσια μέτρα κατευθείαν και εκατό μέτρα ακτινωτά. Και σας το λέω ως μηχανικός τοπογράφος. Π. Τσερτικίδης (ΠΑΣΟΚ): Η ευθεία γραμμή είναι η ακτίνα. [...] Φ. Κουβέλης (ΣΥΝ): Κύριε πρόεδρε, εκλαμβάνω ότι η απόσταση των διακοσίων μέτρων πρέπει να υπολογίζεται νοητά. Α. Ψαρούδα-Μπενάκη (ΝΔ): Κατευθείαν. Φ. Κουβέλης: Το κατευθείαν σημαίνει ότι είναι νοητή η ευθεία από την ώρα που παρεμβάλλονται άλλα οικήματα, κυρία Μπενάκη. Π. Σγουρίδης: Συνήθως το μεταφράζουμε αυτό, κύριε Κουβέλη, πάνω στο δρόμο. Λέμε από το σημείο αυτό πας έτσι και έτσι και είναι διακόσια μέτρα. Φ. Κουβέλης: Κύριε πρόεδρε, αυτό όμως δεν είναι ευθεία. Π. Σγουρίδης: Αυτό λέγεται ή αεροπορικώς ή ακτινωτά. Ετσι μεταφράζεται. Φ. Κουβέλης: Εκείνο που ξέρω εγώ, κύριε πρόεδρε, χωρίς τις δικές σας τεχνικές γνώσεις του τοπογράφου-μηχανικού, είναι ότι όταν λέμε σε ευθεία γραμμή και έχουμε την παρεμβολή άλλων κτιρίων, εννοούμε σε ευθεία νοητή γραμμή. Επομένως, εάν ο οίκος ανοχής είναι στο χ σημείο, για να υπολογίσουμε πόσο απέχει από το ευαγές ίδρυμα ή την εκκλησία, θα χαράξουμε μία νοητή ευθεία. Π. Σγουρίδης: Τότε να πείτε ακτινωτά. Φ. Κουβέλης: Είναι η νοητή γραμμή, κύριε πρόεδρε. Π. Σγουρίδης: Θα πρέπει να πείτε ακτινωτά, που σημαίνει ότι βάζετε διαβήτη στο κέντρο του κτιρίου και περιγράφετε κύκλο. Δεν είναι όμως το κατευθείαν το ίδιο, διότι σημαίνει πηγαίνω περιπατητικώς. Γ. Ρόκος (ΔΗΚΚΙ): Ευθεία νοητή γραμμή λέγεται με τεχνικούς όρους η ακτίνα, με κέντρο το συγκεκριμένο και πρέπει να παραμείνει στα διακόσια μέτρα. Π. Σγουρίδης: Εγώ πρότεινα κάτι, από κει και πέρα δεν έχω αντίρρηση. Α. Ψαρούδα-Μπενάκη: Πρέπει να είναι γύρω-γύρω. Π. Σγουρίδης: Αν δεν πείτε "ακτινωτά", σημαίνει ότι θα πηγαίνει περιπατητικώς, σύμφωνα με τους νόμους. Α. Ψαρούδα-Μπενάκη: Να πούμε σε ακτίνα μικρότερη των διακοσίων μέτρων. Π. Σγουρίδης: Λέει "τα κτίρια που απέχουν κατ' ευθεία γραμμή" λιγότερο από διακόσια μέτρα. Λέει "κατ' ευθεία γραμμή" και όχι "νοητώς". Μ. Χρυσοχοϊδης (υπουργός Δ. Τάξης): Κύριε πρόεδρε, μετά τη συζήτηση που άκουσα, η πιο ορθή έκφραση θα ήταν "σε ακτίνα" μικρότερη των διακοσίων μέτρων. (Από τη συνεδρίαση της 14ης Ιουλίου 1999.) |
(Ελευθεροτυπία, 23/10/1999)