Φωταψίες με προϊστορία
"Πολύ φως με πολλή σκιά. Ο φωτισμός του 'Αγάλματος της Νίκης' στο Βερολίνο από τον Γκερτ Χοφ"
(Ν. Χειλάς, "Η Εποχή", 1/1/2000)
Περίπου ομόφωνος υπήρξε ο ενθουσιασμός για το "υπερθέαμα" με το οποίο η Αθήνα υποδέχθηκε το 2000. Και οι μετρημένες στα δάχτυλα διαμαρτυρίες δεν στάθηκαν ικανές να σκιάσουν το "Φως της Ακρόπολης", το φαντασμαγορικό σόου που, όπως γράφτηκε, "καθήλωσε την Αθήνα, την Ελλάδα και ολόκληρο τον κόσμο μέσα από τις τηλεοπτικές οθόνες". Η υπερβολή θριάμβευσε ούτως ή άλλως αυτές τις ημέρες όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά παντού όπου η είσοδος στην τρίτη χιλιετία έγινε αντιληπτή ως μια ευκαιρία για επιδεικτικούς και πολυέξοδους εορτασμούς στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας κούρσας, στην οποία οι τηλεοπτικές εντυπώσεις θα έκριναν ποιος δικαιούται τον επίζηλο τίτλο του νικητή. Κοινότοποι συμβολισμοί, λατρεία της πιο κακοχωνεμένης παράδοσης, μικρομεγαλισμός, αφόρητη μεγαλοστομία: η ελληνική εκδοχή του μιλένιουμ ακολούθησε κατά γράμμα τη συνταγή που διεθνώς θεωρήθηκε περίπου μονόδρομος για ένα πετυχημένο ποδαρικό στη νέα χιλιετία.
Κάτι μου θυμίζει...
Στο κλίμα αυτό, δεν ήταν απίθανο να προκύψουν και κάποιες συμπτώσεις: ομοειδείς οι πανηγυρισμοί στις διάφορες πρωτεύουσες, κάλλιστα θα μπορούσαν να οργανωθούν από τους ίδιους ανθρώπους.
Έτσι, ο Γκερτ Χοφ, ο γερμανός σκηνοθέτης που ανέλαβε το φωτισμό της Ακρόπολης, είχε ταυτόχρονα την ευθύνη και για τα φωτιστικά εφέ με τα οποία το Βερολίνο θα υποδεχόταν το 2000. Κι όσο κι αν ο ίδιος δηλώνει εκ των υστέρων πως το θέαμα στην Ακρόπολη "αποτελεί το αποκορύφωμα και τη μεγαλύτερη τύχη για τη ζωή και την καριέρα μου" ("Τα Νέα" 4/1/2000), η προετοιμασία της γιορτής του Βερολίνου τον απασχόλησε ασφαλώς περισσότερο. Και όχι αδίκως. Γιατί, ενώ στην Αθήνα όλα πήγαν περίπου ρολόι και απλώς ματαιώθηκαν κάποιες ιδέες που θα έβλαπταν τα μνημεία (!), στο Βερολίνο η τύχη των σχεδίων του Χοφ παρέμενε άγνωστη μέχρι την τελευταία σχεδόν στιγμή. Οι φωνές διαμαρτυρίας κατά της δουλειάς του πλήθαιναν όσο πλησίαζε η Πρωτοχρονιά, και ο σκηνοθέτης πιεζόταν πια και επισήμως να αλλάξει το προγραμματισμένο χάπενινγκ. Ο λόγος ήταν απλός: το θέαμα με το οποίο ο Χοφ ετοιμαζόταν να υποδεχθεί τη νέα χιλιετία θύμιζε σε όλο και περισσότερους συμπατριώτες του τη χρήση του φωτισμού από το ναζιστικό καθεστώς και, συγκεκριμένα, από τον πρωτομάστορα του είδους Αλμπερτ Σπέερ, τον αρχιτέκτονα του Χίτλερ.
Να πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Ο 48χρονος Γκερτ Χοφ, σκηνοθέτης και ειδικός στην τέχνη του φωτισμού, προκαλεί συχνά αντιδράσεις με το αμφιλεγόμενο έργο του. Για παράδειγμα, έχει επανειλημμένα κατηγορηθεί για τη συνεργασία του με το ύποπτο για φιλοναζιστικά αισθήματα ροκ συγκρότημα Ραμστάιν, και κυρίως για τις επιδράσεις που έχει δεχθεί από την κινηματογραφίστρια του Χίτλερ Λένι Ρίφενσταλ. Διόλου τυχαία, στο (προφανώς) εγκεκριμένο από τον ίδιο βιογραφικό του σημείωμα στο Ιντερνετ εμφανίζεται ως ο άνθρωπος που "δεν αφήνει ανέγγιχτο κανένα ταμπού". Ο Χοφ έχει αναλάβει να "ντύσει" με φως την Ολυμπιάδα του Σίντνεϊ και έχει προγραμματίσει ένα αντίστοιχο καλλιτεχνικό γεγονός στο Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης για το 2001. Συνεργάζεται ήδη με τον Μίκη Θεοδωράκη και πρόκειται να "φωτίσει" δύο συναυλίες του, μία στη Γερμανία (25/6/2000) και μία στην Ολυμπία (9/9/2000).
Μιλένιουμ ή αναβίωση του ναζισμού;
Στις αρχές του περασμένου Νοεμβρίου, όταν αναγγέλθηκε το περιεχόμενο του φωτιστικού σόου που ετοίμαζε ο Χοφ για το Βερολίνο, αρκετές γερμανικές εφημερίδες έδειξαν ενθουσιασμένες με το μεγαλόπνοο σχέδιο: "Με τέσσερα εκατομμύρια βατ στο 2000", ανακοίνωνε περιχαρής η "Der Tagesspiegel" στις 9 Νοεμβρίου, ενώ ο τίτλος της ως συνήθως αμετροεπούς "Bild" απειλούσε πως το χάπενινγκ του Χοφ "θα αναγκάσει τα αστέρια να χλομιάσουν από φθόνο" (26/11/1999). Το κλίμα άρχισε να αλλάζει, όταν στις αρχές Δεκεμβρίου δύο τοπικά δημοτικά στελέχη του Βερολίνου, ο Γιερν Γένσεν του κόμματος των Πρασίνων και ο Τόμας Φλιρλ του Κόμματος του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού (PDS) δημοσιοποίησαν τις σοβαρές αντιρρήσεις τους για το θέαμα. Κατά την άποψή τους, ο "Καθεδρικός ναός από φως" που ετοίμαζε ο Χοφ γύρω από τη Στήλη της Νίκης θα οδηγούσε τους παρευρισκόμενους σε δυσάρεστους συνειρμούς, παραπέμποντάς τους αυτομάτως στη ναζιστική αισθητική και, συγκεκριμένα, στα αντίστοιχα φωτιστικά πειράματα του Αλμπερτ Σπέερ ("Berliner Zeitung" 9/11).
Η αμυντική γραμμή των διοργανωτών ("το φως δεν έχει σχέση με την πολιτική") αποδείχθηκε σύντομα αναποτελεσματική. Από τη στιγμή που τέθηκε το πρόβλημα, η συζήτηση άναψε στον γερμανικό και, ιδιαίτερα, στον άμεσα ενδιαφερόμενο βερολινέζικο Τύπο. Στο στόχαστρο των επικριτών του Χοφ βρέθηκε τόσο το ύφος του προγραμματιζόμενου θεάματος όσο και η ονομασία του που -και αυτή- έφερνε στο νου το ναζιστικό παρελθόν: "Kαθεδρικό ναό από φως" (Lichtkathedrale) ονόμασε ο Χοφ το έργο του, "Μητροπολιτικό ναό από φως" (Lichtdom) είχε βαφτίσει ο Αλμπερτ Σπέερ τα δικά του φωτιστικά παιχνίδια. Η περίπου ανύπαρκτη σημασιολογική απόκλιση των δύο εννοιών ήταν λογικό να προκαλέσει την οργή των σχολιαστών που θεώρησαν την αναβίωση της ναζιστικής ορολογίας "πρόκληση στη νοημοσύνη" των σύγχρονων Γερμανών (βλ. για παράδειγμα την επιφυλλίδα της "Berliner Zeitung" στις 11/12).
Πέρα, όμως, από το ιστορικό φορτίο των λέξεων, το "υπερθέαμα" του Χοφ διέθετε δύο ακόμη ενοχλητικά στοιχεία: το πρώτο είναι η αυτονόητη συνάφειά του με τους φωτεινές γιγαντοακτίνες του Σπέερ, το δεύτερο η σχέση του με τη Στήλη της Νίκης, ένα βερολινέζικο μνημείο άμεσα συνδεδεμένο με τη ναζιστική περίοδο. Να σημειώσουμε ότι ο Σπέερ "φώτισε" για πρώτη φορά τον ουρανό κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 1936 στο Βερολίνο, ενώ την επόμενη χρονιά κατά τη διάρκεια του ιστορικού ναζιστικού συνεδρίου στη Νιρεμβέργη δοκίμασε τη δύναμη των φωτιστικών εφέ καταφέρνοντας με τη δύναμη των προβολέων να δώσει μια "μεταφυσική διάσταση" στα τεκταινόμενα. Οσο για τη Στήλη της Νίκης που ο Χοφ επέλεξε ως κέντρο του πρωτοχρονιάτικου φωτιστικού χάπενινγκ, πρόκειται για μνημείο του 1873 που συμβόλιζε τη νίκη της Γερμανίας κατά της Δανίας, της Αυστρίας και της Γαλλίας, το οποίο ο Σπέερ μετέφερε από το Ράιχσταγκ στη σημερινή του θέση το 1938 για να συμβολίσει το κέντρο του ναζιστικού άξονα Ανατολής-Δύσης. "Είναι εξαιρετικά επώδυνο να μετατρέπεις την Πρωτοχρονιά σε μια γιορτή νίκης", δήλωνε σχετικά ο ιστορικός Βόλφγκανγκ Βίπερμαν, υπενθυμίζοντας την ιστορία του μνημείου και κατηγορώντας τους διοργανωτές για ασύγγνωστη επιπολαιότητα ("Berliner Zeitung" 13/12). "Ολα αυτά παραπέμπουν μοιραία στο Τρίτο Ράιχ", τόνιζε χαρακτηριστικά και ο διευθυντής του Ινστιτούτου Γκέτε Χίλμαρ Χόφμαν ("Tageszeitung" 11/12).
"Τελετουργίες ολοκληρωτικών καθεστώτων"
Στις αντιρρήσεις αυτές, ο Χοφ και οι συνεργάτες του αντέτειναν ότι υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των φωτισμών του Σπέερ και των δικών τους, πείθοντας για την ειλικρίνεια των προθέσεών τους μερίδα των σχολιαστών. Ενα από τα βασικά τους επιχειρήματα ήταν ότι ο Σπέερ δεν μοίρασε ποτέ φακούς στον κόσμο, ώστε να συμμετάσχει κι αυτός στα δρώμενα. Στο σχεδιασμό τους, οι παρευρισκόμενοι θα μπορούσαν να αγοράσουν με λίγα μάρκα ένα φακό (θα υπήρχαν διαθέσιμα 250.000 κομμάτια) για να ρίξουν κι αυτοί το δικό τους φως την κρίσιμη στιγμή της μετάβασης στη νέα χιλιετία. Μολαταύτα, πολλοί συνέχισαν να αντιμετωπίζουν με επιφυλακτικότητα το πρωτοχρονιάτικο θέαμα. Ανάμεσά τους ο Γκίντερ Γκρας και πλειάδα διανοουμένων που διένειμαν έκκληση με την οποία ζητούσαν να ματαιωθεί το σόου, "καθώς υπάρχει πολλή σκιά πάνω σ' αυτό το φως", μια και "ναοί από φως και λαμπαδηφορίες είναι ψευδοϊερές μαζικές τελετουργίες ολοκληρωτικών καθεστώτων" που, όπως στην περίπτωση του εθνικοσοσιαλισμού, υπήρξαν πρόδρομοι του τρόμου και του αφανισμού (εφημερίδες της 16/12).
Στο μεταξύ, οι ημέρες περνούσαν και η σχετική συζήτηση έφτασε ση βουλή και τη γερουσία του Βερολίνου. Πύκνωσαν ταυτόχρονα οι φωνές που θεωρούσαν λανθασμένη την απόφαση της τοπικής κυβέρνησης του Βερολίνου να εκχωρήσει τη διοργάνωση του πρωτοχρονιάτικου εορτασμού σε ιδιώτες, χωρίς να φροντίσει να εξασφαλίσει κάποια δυνατότητα ελέγχου του ύφους των εκδηλώσεων που θα προγραμματίζονταν (βλ. για παράδειγμα, "Tageszeitung" 11/12). Υστερα από αλλεπάλληλες δηλώσεις, συνεντεύξεις Τύπου και επαφές, οι αρμόδιοι μπόρεσαν εντέλει να καταλήξουν σε μια συμφωνία που επιχειρούσε να ικανοποιήσει και τις δύο πλευρές. Οι αρχές επέτρεπαν στον Γκερτ Χοφ να πραγματοποιήσει το φωτιστικό του υπερθέαμα, αλλά η διοργανώτρια εταιρεία "Art in Heaven" υποχρεωνόταν να τροποποιήσει το αρχικό της πρόγραμμα που θύμιζε τις ναζιστικές γιορτές: Στο κέντρο του σόου δεν θα βρισκόταν πλέον η Στήλη της Νίκης, αλλά η σκηνή που επρόκειτο να τοποθετηθεί στη δυτική πλευρά του μνημείου για να φιλοξενήσει τον Μάικ Ολντφιλντ και τη μουσική επένδυση του θεάματος. Η Στήλη της Νίκης θα φωτιζόταν με μπλε χρώμα και δίπλα της θα υψωνόταν ένας δεύτερος φωτεινός κίονας ("Tageszeitung" 18/12).
Κάπως έτσι υποδέχθηκε το Βερολίνο τη νέα χιλιετία, τραυματισμένο από τις μνήμες που ανακίνησε ο κατά δήλωσή του προβοκάτορας κύριος Χοφ. "Το είδαν όλοι ότι δεν είμαι ο Αλμπερτ Σπέερ", δήλωνε ο ίδιος λίγο μετά τα μεσάνυχτα. ("Tageszeitung" 3/1). Εδειχνε ανακουφισμένος από την επιτυχία του "καθεδρικού ναού από φως" που έκανε τη νύχτα μέρα στο Βερολίνο, προκαλώντας ανατριχίλα σε κάμποσους από τους συμπολίτες του. Προηγουμένως, βέβαια, είχε φροντίσει να χρησιμοποιήσει το σόου στην Ακρόπολη ως επιχείρημα για την ευρύτατη αναγνώριση του έργου του. Σε ερώτηση του "Spiegel" κατά πόσον φοβάται μήπως ύστερα από όλη αυτή τη διαμάχη χάσει το φωτισμό των Ολυμπιακών του Σίντνεϊ, ο Γκερτ Χοφ φάνηκε σίγουρος για τον εαυτό του: "Η εργασία μου εκτιμάται διεθνώς. Την Πρωτοχρονιά, για παράδειγμα, θα φωτίσω και την Ακρόπολη - ως ο πρώτος Γερμανός που κάνει κάτι τέτοιο" (15/12).
ΥΓ. Τα πάσης φύσεως υπερθεάματα δεν είναι του γούστου μας. Αξίζει, ωστόσο, να σημειώσουμε μια πρόσφατη απόπειρα για μια ριζική αποσύνδεση του τόσο βεβαρυμένου είδους από τις ολοκληρωτικές συνδηλώσεις του. Κατά τη διάρκεια του 2000, η δημοτική αρχή της Ρώμης θα φωτίζει το Κολοσσαίο κάθε φορά που σε κάποιο μέρος του κόσμου θα σημειώνεται μια νίκη κατά της θανατικής ποινής. Ο συμβολισμός προφανής, απέχει πολύ από τους μεγαλομανιακούς σχεδιασμούς του "προκλητικού" κυρίου Χοφ και των οπαδών του.
(Ελευθεροτυπία, 8/1/2000)