Νατοϊκές συνταγές στην Τσετσενία


"Ουδέποτε ο Τύπος παρείχε τέτοια στήριξη στην κυβέρνηση, όσο στη διάρκεια αυτού του πολέμου"
                (περιοδικό "Ιτόγκι", 19/10/99)


"Δεν πρόκειται μόνο για ένα ζήτημα εδαφικής ακεραιότητας της Ρωσίας. Χρειαζόμαστε ένα μικρό, νικηφόρο πόλεμο για να ανεβάσουμε τη δημοτικότητα του προέδρου". Βρισκόμαστε στις 30 Νοεμβρίου 1994, και ο γραμματέας του Συμβουλίου Ασφαλείας της ρωσικής προεδρίας, Ολεγκ Λομπόφ, έχει αναλάβει να εξηγήσει στον πρόεδρο της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Αμυντικών Υποθέσεων, Σεργκέι Γιουσενόφ, τους λόγους που τα ρωσικά τανκς θα εισβάλουν τις επόμενες μέρες στο Γκρόζνι. Η ρήση του έμεινε διάσημη, καθώς ο "μικρός νικηφόρος πόλεμος" ενάντια στους ανυπότακτους Τσετσένους έμελλε να κρατήσει ενάμιση ολόκληρο χρόνο, να στοιχίσει κάπου 80-100.000 ζωές και να τερματιστεί με την ήττα της Μόσχας "στα σημεία" (αποχώρηση του ρωσικού στρατού από την Τσετσενία κι αναβολή της τελικής ρύθμισης του καθεστώτος της τελευταίας ως το 2001). Από μια ιδιοτροπία της τύχης, άλλωστε, η δημοτικότητα του προέδρου Γέλτσιν επρόκειτο να ανέβει -την τελευταία στιγμή πριν από τις κρίσιμες γι' αυτόν προεδρικές εκλογές του 1996- χάρη ακριβώς στις πρώτες θεαματικές κινήσεις για τον τερματισμό του "μικρού νικηφόρου πολέμου" του... 

Όλα αυτά είναι, βέβαια, παλιές και ξεχασμένες ιστορίες. Πέντε χρόνια αργότερα, η "δεύτερη τσετσενική εκστρατεία" της μετακομμουνιστικής Ρωσίας διεξάγεται μέσα σε ένα εντελώς διαφορετικό πολιτικό κλίμα, τόσο σε τοπικό επίπεδο όσο και διεθνώς. Η σημαντικότερη καινοτομία αφορά ασφαλώς τη στάση του ρωσικού πληθυσμού απέναντι στον καινούριο πόλεμο: τα αντιπολεμικά συναισθήματα που κυριάρχησαν το 1994-96 σήμερα έχουν εξατμιστεί και, τρεις ολόκληρους μήνες μετά την έναρξη των χερσαίων επιχειρήσεων κατά των "συμμοριτών", οι σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης δίνουν ποσοστά υποστήριξης 68-70 % στο εγχείρημα, αναγορεύοντας τον αρχιτέκτονά του σε αδιαφιλονίκητο φαβορί των επερχόμενων προεδρικών εκλογών. Ξηλωμένος προ πολλού από το πόστο του, ο Ολεγκ Λομπόφ μπορεί να βρίσκει παρηγοριά στη σκέψη ότι η συνταγή του, επιτέλους, δικαιώνεται. 

Τα αίτια γι' αυτή τη συντριπτική μεταστροφή είναι, ως συνήθως, περισσότερα από ένα. Οι νατοϊκοί βομβαρδισμοί κατά της Γιουγκοσλαβίας την περασμένη άνοιξη, λχ, ερμηνευμένοι ευρύτατα ως έμμεση επίθεση κατά της Ρωσίας, συνέβαλαν όσο τίποτα στην απονομιμοποίηση του ιδεολογήματος της "διεθνούς νομιμότητας" και τη συνακόλουθη αναζωπύρωση των "εθνικά ταπεινωμένων" ιμπεριαλιστικών ανακλαστικών μιας μεγάλης μερίδας πολιτών της πάλαι ποτέ υπερδύναμης. Ένας άλλος παράγοντας υπήρξε, δίχως άλλο, η κάθε άλλο παρά κολακευτική εικόνα της ημιανεξάρτητης Τσετσενίας μετά την ανακωχή του 1996. Τον καθοριστικό ωστόσο ρόλο θα πρέπει να τον αναζητήσουμε στην "επικοινωνιακή πολιτική" της νέας ρωσικής ηγεσίας, που εν όψει της καινούριας εξόρμησης όχι μόνο φρόντισε να διδαχθεί από τα λάθη του παρελθόντος αλλά, πάνω απ' όλα, έσπευσε να αξιοποιήσει τα μαθήματα που της πρόσφερε το ΝΑΤΟ στο Κόσοβο. Η προέλευση αυτή των βασικών ιδεών και της προπαγανδιστικής τεχνογνωσίας που επιστρατεύτηκε από την κυβέρνηση Πούτιν για την κατασκευή της αναγκαίας κοινωνικής συναίνεσης δεν κρατήθηκε, άλλωστε, μυστική: η αντιγραφή των δυτικών ιμπεριαλιστικών προτύπων προβάλλεται, απεναντίας, ως μια διαρκής υπενθύμιση του γεγονότος ότι, εκστρατεύοντας στον Καύκασο, η Μόσχα επ' ουδενί δεν επιστρέφει στο αλήστου μνήμης κομμουνιστικό παρελθόν, αλλά απλώς διεκδικεί με το δικό της τρόπο τη θέση που "δικαιωματικά" της αναλογεί στη χορεία των μεγάλων δυνάμεων της εποχής μας.

Τρόμος πάνω απ' τις πόλεις

Το πρώτο βήμα σ' αυτή την κατασκευή της συναίνεσης υπήρξε, ως γνωστόν, η πανεθνική τρομολαγνική καμπάνια του περασμένου Σεπτεμβρίου, την επαύριο των φονικών εκρήξεων που έκαναν σκόνη τρεις εργατικές πολυκατοικίες στη Μόσχα και το Βολγκοντόνσκ, σκοτώνοντας στον ύπνο τους 228 ανυποψίαστους πολίτες. Εκμεταλλευόμενα το σοκ που προκάλεσε στην κοινωνία η αγριότητα και ο τυφλός χαρακτήρας αυτών των χτυπημάτων, τα ΜΜΕ -δημόσια και ιδιωτικά- επιδόθηκαν σε μια καταιγιστική εκστρατεία μετατροπής του τρόμου σε ρατσιστικό μίσος. Οι εκτιμήσεις των διωκτικών αρχών, ότι οι βομβιστικές ενέργειες ήταν έργο τσετσένων τρομοκρατών, καθοδηγούμενων από τους "λήσταρχους του Γκρόζνι", έγιναν δεκτές χωρίς την παραμικρή αμφιβολία -παρόλο που ακόμα και τα πιο σκληροπυρηνικά στελέχη της ηγεσίας των Τσετσένων, του ισλαμικού πολέμαρχου Μπασάγεφ συμπεριλαμβανόμενου, έσπευσαν να αποποιηθούν κάθε ευθύνη και να μιλήσουν για προβοκάτσια. Χαρακτηριστική του όλου ρεύματος μπορεί να θεωρηθεί η δημοφιλής εκπομπή "Βρέμετσκο" του μοσχοβίτικου καναλιού TV5 (15/9/99), στην οποία οι τηλεθεατές καλούνταν να ψηφίσουν "ποιούς πρέπει να απελάσουμε από τη Μόσχα", υποβάλλοντας τις παρακάτω επιλογές: "(α) τους Τσετσένους, (β) τους Καυκάσιους, (γ) όλους τους εγκληματίες": οι τελικοί ψήφοι υπέρ της απέλασης των Τσετσένων ήταν τριπλάσιες απ' ό,τι αυτές των "εγκληματιών" εν γένει! Με ανακοινώσεις τους, ορθόδοξη εκκλησία και πολιτικοί αστέρες ποικίλων διαμετρημάτων συνέβαλαν κι αυτοί κατά δύναμιν στη γενικευμένη υστερία, καλώντας τους πολίτες "να επαγρυπνούν" ενάντια στον εσωτερικό εχθρό, εισηγούμενοι ακόμη και την "περιορισμένη χρήση πυρηνικών όπλων" εναντίον των (ούτως ή άλλως αθέατων) "τρομοκρατών", οργανώνοντας αυτοσχέδιες περιπόλους κι εξαπολύοντας ποικίλα πογκρόμ ενάντια στους "μαύρους" ή "νότιους", όπως είναι γνωστοί στο καθημερινό ρωσικό λεξιλόγιο οι καυκάσιοι πολίτες της Ρωσικής Ομοσπονδίας... Όταν ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε το ξεκίνημα στρατιωτικών επιχειρήσεων, με διακηρυγμένο σκοπό "τον αποκεφαλισμό του απαίσιου τέρατος", η λαϊκή συμπαράσταση στο εγχείρημα μπορούσε πλέον να θεωρηθεί κάτι παραπάνω από δεδομένη. 

Μέσα σε όλη αυτή τη φασαρία, ορισμένες καθοριστικές "λεπτομέρειες" πέρασαν σχεδόν απαρατήρητες. Στα τέλη Σεπτεμβρίου, πχ, κάποιοι παρατηρητικοί πολίτες εντόπισαν έξω από μια εργατική πολυκατοικία του Ριαζάν, 160 χλμ έξω απ' τη Μόσχα, ένα ύποπτο ΙΧ με παραχαραγμένες πινακίδες κυκλοφορίας ' η έρευνα της τοπικής αστυνομίας, που ακολούθησε, αποκάλυψε τρεις σάκους με εκρηκτικές ύλες κι έναν ενεργοποιημένο ωρολογιακό μηχανισμό, τοποθετημένα στο υπόγειο του κτιρίου. Την επομένη το απόγευμα, ο Νικολάι Πατρουσιόφ, διοικητής της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφαλείας (FSB), του διαδόχου δηλαδή της ΚGB, ανακοίνωσε επίσημα ότι τα επίμαχα αντικείμενα είχαν τοποθετηθεί από πράκτορες της υπηρεσίας του, στα πλαίσια μιας μάλλον ακατανόητης "άσκησης με σκοπό την τόνωση της επαγρύπνησης του πληθυσμού". Παρόλο που το τοπικό κλιμάκιο της υπηρεσίας δήλωσε άγνοια για το γεγονός, η υπόθεση μπήκε στο αρχείο ' απ' την πλευρά τους, τα ΜΜΕ απέφυγαν διακριτικά να αμφισβητήσουν την επίσημη εκδοχή. Μια μέρα μετά, η ρωσική αεροπορία άρχισε να βομβαρδίζει την Τσετσενία, μέσα στη λαϊκή επιδοκιμασία -και ουδεμία τυφλή τρομοκρατική ενέργεια σημειώθηκε πλέον σε οποιοδήποτε αστικό κέντρο της χώρας...

Η επικοινωνιακή διαχείριση του πολέμου

Δεν αρκεί, ωστόσο, μια κυβέρνηση να αποσπάσει το αρχικό οκέι από τους πολίτες για τη διεξαγωγή μιας πολεμικής εκστρατείας. Πιο κρίσιμη αποδεικνύεται συχνά η δυνατότητά της να διατηρεί αυτό το απόθεμα υποστήριξης κατά την πορεία των επιχειρήσεων, όταν οι αυξανόμενες απώλειες και οι αναπόφευκτες αγριότητες που θα έρθουν στο φως ενδέχεται να θέσουν σε δοκιμασία τη λαϊκή συναίνεση προς τους "στόχους του έθνους". Ο πρώτος τσετσενικός πόλεμος της δεκαετίας αποτελεί από αυτή την άποψη ένα τυπικό παράδειγμα προς αποφυγή, καθώς αποτέλεσε ούτε λίγο ούτε πολύ το Βιετνάμ της γελτσινικής Ρωσίας: νεοσύστατα ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια επιβεβαίωσαν τη διαφορετικότητά τους προβάλλοντας μίαν αλογόκριτη, "ζωντανή" εικόνα του πολέμου και των συμφορών που αυτός επισώρευσε σε φίλους και εχθρούς, και τροφοδοτώντας ένα εκπληκτικό αντιπολεμικό κίνημα σε όλη τη χώρα. "Αλλά και στο γραπτό Τύπο, δεν υπήρξε πρακτικά ούτε μια σοβαρή έκδοση, η οποία να επιδοκιμάζει τις ενέργειες των ομοσπονδιακών στην Τσετσενία", θυμάται σε σχετικό άρθρο της η δημοσιογράφος του περιοδικού "Ιτόγκι", Γκαλίνα Καβάλσκαγια (19/10/99). Οι επιπτώσεις αυτής της στάσης στους στρατιωτικούς σχεδιασμούς για το μέλλον παρουσιάζουν εκπληκτικές αναλογίες με τη μεταβιετναμική εμπειρία των ΗΠΑ: "Μετά το 1996, πόσες φορές οι στρατηγοί δεν επανέλαβαν ότι έχασαν τον πόλεμο εξαιτίας της εικόνας που δημιούργησε γι' αυτούς η "προδοσία των δημοσιογράφων";", θυμίζει η Καβάλσκαγια. "Τώρα βρήκαν τη δική τους "επικοινωνιακή πολιτική", βασιζόμενοι στη "διεθνή εμπειρία" (εννοείται, του Κοσόβου), έτσι όπως αυτοί την καταλαβαίνουν". Σε εντελώς διαφορετικούς τόνους, την ίδια άποψη συμμερίζεται επίσης ένα άρθρο της "Ρασίισκαγια Γκαζιέτα" (12/1/2000), που διακινείται μέσω Ιντερνετ από τον επίσημο προπαγανδιστικό μηχανισμό: "Το 1996", μας διαβεβαιώνει, "ο ρωσικός στρατός προδόθηκε από ορισμένους πολιτικούς και δέχτηκε επικρίσεις από τα ΜΜΕ, με αποτέλεσμα να χάσει μέσα από τα χέρια του τη νίκη, προς όφελος των Τσετσένων ληστών".

Κεντρικό ιστό του μηχανισμού που στήθηκε στη Μόσχα για τον έλεγχο της πληροφόρησης σχετικά με τις επιχειρήσεις στον Καύκασο αποτελεί το "Ρωσικό Πληροφοριακό Κέντρο" (συντετμημένα, Rosinformcenter) που δημιουργήθηκε την 1η Οκτωβρίου με εντολή του πρωθυπουργού Πούτιν. Επικεφαλής του τέθηκε ο μόλις 34χρονος Μιχαήλ Μαργκελόφ -τέως πράκτορας της KGB στα πρώτα του επαγκελματικά βήματα, δημοσιογράφος του ΤΑΣΣ στη συνέχεια, και αργότερα στέλεχος του διαφημιστικού οργανισμού Video International, υπεύθυνου για το στήσιμο της προεκλογικής εκστρατείας του Γέλτσιν κατά τις προεδρικές εκλογές-θρίλερ του 1996. Με οκτάχρονη πείρα στη Μέση Ανατολή, άριστη γνώση της αγγλικής και των δυτικών ΜΜΕ, προορίστηκε ευθύς εξαρχής για το ρόλο του "ρώσου Τζέιμι Σι", εντυπωσιάζοντας τους (συνηθισμένους σ' αυτά) δυτικούς δημοσιογράφους. "Συνεργαζόμενος με στρατιωτικούς, με αξιωματούχους των μυστικών υπηρεσιών και στελέχη του Υπουργείου Τύπου, προεδρεύει σε δυο καθημερινά μπρίφινγκ, ενώ το προσωπικό του οργανώνει καθοδηγούμενες δημοσιογραφικές αποστολές στα ρωσικά στρατεύματα της Τσετσενίας", εξηγεί ενθουσιωδώς σχετικό ρεπορτάζ των New York Times (28/11/99). "Αυτή η δυτικού τύπου λειτουργία που προσφέρει το Rosinformcenter είναι κάτι το καινούριο εδώ. Παρόλο που η Ρωσία κατήγγειλε τον πόλεμο του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία, φαίνεται πως έχει αντιγράψει κάποιες από τις τεχνικές του στις δημόσιες σχέσεις". Αλλά και οι επικριτικοί Moscow Times δεν παραλείπουν να καταφύγουν στην ίδια αναλογία: "η κυβέρνηση", μας πληροφορεί, "έστησε ένα κέντρο πληροφόρησης στη Μόσχα, όπου προσφέρει ενημερώσεις τύπου ΝΑΤΟ και κινηματογραφικά πλάνα από τους βομβαρδισμούς" (5/1/2000).

Εξυπακούεται, ωστόσο, ότι το πιο αποφασιστικό μέτρο αυτής της "επικοινωνιακής τακτικής" αφορά τον αυστηρό έλεγχο της πρόσβασης των δημοσιογράφων στα πεδία των μαχών, έτσι ώστε να αποφευχθεί η ανεπιθύμητη διασπορά πληροφοριών γύρω από τις κάθε λογής "παράπλευρες απώλειες" της "αντιτρομοκρατικής" εξόρμησης. "Οι μοναδικοί δημοσιογράφοι που μπορούν να κινηθούν στην Τσετσενία με σχετική ελευθερία είναι Τσετσένοι", διαβάζουμε στο προαναφερθέν ρεπορτάζ των Moscow Times, "πρέπει όμως να κρύβουν τη δημοσιογραφική τους ιδιότητα από τους στρατιώτες" -και, συνεπώς, να αναλαμβάνουν όλα τα ρίσκα που η ιδιότητα του εκ των πραγμάτων "ύποπτου" πολίτη συνεπάγεται σε μια κατεχόμενη χώρα... Οσον αφορά τους ρώσους δημοσιογράφους, οφείλουν να είναι εφοδιασμένοι με ειδική διαπίστευση -μέτρο που αφορά κάπου 70 άτομα, όλα κι όλα, χωρίς να εγγυάται τακτική (και, πολύ περισσότερο, ελεύθερη) πρόσβαση στα πεδία των μαχών: "Πολλοί απ' αυτούς", εξηγούν οι Moscow Times, "παραμένουν στο κυβερνητικό Κέντρο Τύπου στο Μοζντόκ [πρωτεύουσα της γειτονικής Ιγκουσετίας], μακριά από τη μάχη". Ανάλογα περιοριστικά μέτρα έχουν ληφθεί, τέλος, και για τις κινήσεις των δυτικών δημοσιογράφων. Δυο μέρες πριν από την αλλαγή της χρονιάς, επτά ανταποκριτές εφημερίδων των ΗΠΑ, της Ισπανίας και της Βρετανίας συνελήφθησαν στα πρόθυρα του Γκρόζνι από το ρωσικό στρατό, κρατήθηκαν επί 9 ώρες κι αφέθηκαν ελεύθεροι μονάχα αφού κατασχέθηκαν τα αντικείμενα της δουλειάς τους και οι ίδιοι προειδοποιήθηκαν επίσημα πως, σε περίπτωση υποτροπής, θα τους αφαιρεθεί η άδεια εργασίας στη Ρωσική Ομοσπονδία. Δεν είχαν περάσει λίγες ώρες, και η επίσημη Ουάσιγκτον έσπευσε κι αυτή να συμμεριστεί τις απειλές, "συνιστώντας" με τη σειρά της στους αμερικανούς δημοσιογράφους να απομακρυνθούν άμεσα από την περιοχή.

Μεταξύ συναδέλφων...

(Ελευθεροτυπία, 22/1/2000)

www.iospress.gr