Η μοναχική πορεία της Κούλας Ξηραδάκη
"Σας πληροφορούμε ότι η 'Επιτροπή Συνταξιοδότησης Συγγραφέων και Καλλιτεχνών' του Νόμου 2435/96 δεν ενέκρινε την από 18/9/98 αίτησή σας για συνταξιοδότηση, αναφέροντας στο σχετικό Πρακτικό της ότι 'με το έργο και την εν γένει δραστηριότητά σας, δεν έχετε προσφέρει διακεκριμένες υπηρεσίες στην ανάπτυξη των Γραμμάτων'. Συνημμένα, σας επιστρέφουμε στοιχεία που υποβάλατε". Με το σύντομο αυτό σημείωμα, η αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου Πολιτισμού (Διεύθυνση Γραμμάτων, Τμήμα Ενισχύσεως Γραμμάτων) πληροφορούσε στις 30 Νοεμβρίου 1999 τη συγγραφέα Κούλα Ξηραδάκη ότι απορρίφθηκε η αίτηση με την οποία είχε ζητήσει να της χορηγηθεί σύνταξη. Κυρίως, όμως, της εξηγούσε με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια τους λόγους αυτής της απόρριψης: με το έργο της και την εν γένει δραστηριότητά της δεν έχει προσφέρει διακεκριμένες υπηρεσίες στην ανάπτυξη των γραμμάτων.
Δεν πρόκειται απλώς για την εξαιρετικά άκομψη διατύπωση. Το ζήτημα που ανοίγει, προφανώς άθελά του, το
διεκπεραιωτικό αυτό σημείωμα είναι πολύ σοβαρότερο και σχετίζεται με τις αντιλήψεις των υπευθύνων του αρμόδιου υπουργείου για το είδος της συγγραφικής δραστηριότητας που δικαιούται τα εύσημα της "διακεκριμένης υπηρεσίας". Είναι αλήθεια πως ο νόμος προβλέπει ότι εκείνοι στους οποίους χορηγείται η σύνταξη οφείλουν "να έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας τους, να έχουν την ελληνική υπηκοότητα ή να είναι
Έλληνες το γένος και να έχουν προσφέρει διακεκριμένες υπηρεσίες στην ανάπτυξη των Γραμμάτων". Αυτό, ωστόσο, δεν συνεπάγεται ότι όποιος απορρίπτεται δεν έχει "διακεκριμένο" έργο, όπως και δεν μεταμορφώνεται αυτομάτως σε νεότερο ή αλλοεθνή.
Η σιγουριά του κύρους...
Μακρά και πολυκύμαντη η ιστορία του θεσμού των λεγόμενων τιμητικών συντάξεων, δεν πρόκειται να μας απασχολήσει εδώ. Ούτως ή άλλως, τα προβλήματα που αναφύονται κατά καιρούς με τις εκάστοτε επιλογές των αρμόδιων επιτροπών είναι γνωστά, παρά τη σχετική αύξηση του αριθμού των δικαιούχων ή την κατάργηση των συντάξεων "πρώτης" και "δεύτερης" κατηγορίας. Το ξεδιάλεγμα των αιτήσεων προϋποθέτει δυστυχώς την ταξινόμηση των ανθρώπων και του έργου τους. Δεν πρόκειται, όμως, περί αυτού. Στην περίπτωση της Κούλας Ξηραδάκη -και ασφαλώς δεν θα είναι μοναδική-, η Επιτροπή Συνταξιοδότησης Συγγραφέων και Καλλιτεχνών δηλώνει ρητά στην ενδιαφερόμενη ότι την απορρίπτει επειδή δεν εκτιμά το έργο της. Υπερβάλλων ζήλος, ασύγγνωστη αδιαφορία ή, μήπως, κατάχρηση εξουσίας;
Ας μην υποστηριχθεί ότι η διατύπωση του νόμου υπαγόρευσε στα μέλη της επιτροπής την "υπηρεσιακή" αναπαραγωγή της. Η φράση "δεν έχετε προσφέρει διακεκριμένες υπηρεσίες στην ανάπτυξη των Γραμμάτων" είναι εξαιρετικά εύγλωττη και δεν σηκώνει περισσότερες από μία αναγνώσεις. Δεν μπορούμε, βέβαια, να γνωρίζουμε τον ορισμό της "διακεκριμένης υπηρεσίας" στον οποίο οφείλει να έχει καταλήξει εξαρχής η συγκεκριμένη επιτροπή προκειμένου να κάνει καλά τη δουλειά της. Και δεν μας διαφωτίζει ιδιαίτερα ο κατάλογος των ονομάτων που ενέκρινε φέτος στην κατηγορία "Γράμματα" (Π. Παρασκευαϊδης, Κ. Δημητρίου, Β. Σακκάτος, Β. Γιογκάρας, Γ. Χαλατσάς, Γ. Αναστασόπουλος και Φ. Ζαμπαθά-Παγουλάτου). Η απορία μας παραμένει: ποια τα κριτήρια που οδήγησαν τα μέλη της επιτροπής να υπογράψουν ένα κείμενο που απορρίπτει όχι μία αίτηση, αλλά μια ολόκληρη ζωή; Και, εν πάση περιπτώσει, αφού οι κύριοι Σ. Πλασκοβίτης, Ν. Κεσσανλής, Ν. Βαγενάς, Κ. Γεωργουσόπουλος, Ν. Κούνδουρος, Γ. Κουρουπός και Λ. Παπαδόπουλος αποφάνθηκαν συλλογικά ότι το έργο της Κούλας Ξηραδάκη δεν λέει και πολλά πράγματα, ας έμπαιναν τουλάχιστον στον κόπο να της (μας) εξηγήσουν τους λόγους της κρίσης τους.
...και η χαμηλόφωνη προσπάθεια
Ευτυχώς, όμως, που οι άνθρωποι και το έργο της ζωής τους δεν κρίνονται μόνο στις επιτροπές. Αντιθέτως, το κύρος των επιτροπών υπονομεύεται κάποτε από έργα που καταφέρνουν να δείξουν ανθεκτικότητα στο χρόνο και να κερδίσουν την εκτίμηση που τους αρνήθηκαν πεισματικά οι αρμόδιοι. Πιστεύουμε πως στην κατηγορία αυτή ανήκει και η δουλειά της Κούλας Ξηραδάκη, κυρίως το μέρος της εκείνο που θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε μια πρώιμη -όσο και πρωτοπόρα- εμφάνιση της ιστορίας των γυναικών στην Ελλάδα. Εξηγούμαστε: όταν, στα τέλη της δεκαετίας του '70, η ιστορία των γυναικών άρχισε να κάνει τα πρώτα δειλά βήματά της, οι μελέτες της Κούλας Ξηραδάκη στάθηκαν ένα πολύτιμο στήριγμά της.
Ήταν μια απτή απόδειξη ότι είχαν ήδη υπάρξει προσπάθειες, έστω και μη "επαγγελματικές", να συσχετιστούν οι γυναίκες με την ιστορία, ή για να δανειστούμε τα λόγια της Τζόαν Κέλι, να αποδοθεί η ιστορία στις γυναίκες και οι γυναίκες στην ιστορία. Κι αν οι απόπειρες αυτές δεν συναντήθηκαν ποτέ με την ιστορική επιστήμη, το φταίξιμο δεν ήταν δικό τους. Είναι γνωστή η αδυναμία της επίσημης ιστοριογραφίας να αφουγκραστεί φωνές που δεν εμπίπτουν στον ανελαστικό της κώδικα.
Η Κούλα Ξηραδάκη δεν υπήρξε η πρώτη που ασχολήθηκε με την ιστορία των γυναικών στην Ελλάδα.
Ένα αδιόρατο νήμα τη συνδέει με την Καλλιρρόη Παρρέν, τη Σωτηρία Αλιμπέρτη ή τη νεαρή Ρόζα Ιμβριώτη που, οδηγημένες από κίνητρα παρόμοια με τα δικά της, επιχείρησαν στην εποχή τους να προσδώσουν στις γυναίκες την υπόσταση του ιστορικού υποκειμένου. Με μια καίρια διαφορά: εκείνες ασχολήθηκαν με εκδοχές της ιστορίας των γυναικών στο πλαίσιο ενός σχετικά ανθηρού κινήματος. Σχεδιάζοντας μίαν εναλλακτική αφήγηση που θα αναδείκνυε το γυναικείο φύλο σε υποκείμενο της ιστορίας, οι προμήτορες αυτές της ιστορίας των γυναικών θεωρούσαν ότι, ως ιστορική πλέον κατηγορία, οι γυναίκες θα μπορούσαν με μεγαλύτερη ευχέρεια να συγκροτήσουν μια συλλογική ταυτότητα που με τη σειρά της θα τις διευκόλυνε να διεκδικήσουν πειστικότερα τα αιτήματά τους. Στο σημείο αυτό δεν πρωτοτυπούσαν ιδιαίτερα: στις απαρχές τους, τα κινήματα ανατρέχουν συστηματικά στον νομιμοποιητικό λόγο της ιστορίας.
Όταν, όμως, η Κούλα Ξηραδάκη δημοσίευε στα 1956 την ιστορική της μονογραφία για την Ευανθία Καϊρη, το εγχείρημά της δεν μπορούσε να ενταχθεί σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Δεν είχε τις "πλάτες", την άμεση ή έμμεση δηλαδή αναφορά σε κάποια συλλογικότητα που, όπως και να το κάνουμε, διέθεταν εκείνες που προηγήθηκαν. Γράφοντας για τις γυναίκες και την ιστορία τους στις δεκαετίες του '50 και του '60, η Κούλα Ξηραδάκη ήταν μονάχη. Και η απόφασή της να γράψει για την ιστορία των γυναικών αυτή, μια μη επαγγελματίας ιστορικός, στάθηκε αποτέλεσμα μιας προσωπικής διαδρομής και όχι απόρροια ενός συλλογικού βιώματος ή μιας ατμόσφαιρας που μοιράστηκε με άλλες γυναίκες. Την εποχή εκείνη, οι γυναικείες κινήσεις δεν ασχολούνταν ιδιαίτερα με αυτά τα ζητήματα. Αλλά και η αριστερά, από την οποία προερχόταν η Κούλα Ξηραδάκη, πρέπει να μην ένιωθε πολύ άνετα με την εμμονή της να αντιμετωπίζει τις γυναίκες ως ενιαία ιστορική κατηγορία και να προτείνει ως παραδειγματικές ιστορικές μορφές γυναίκες που δεν ανήκαν στο δικό της μαρτυρολόγιο.
Το γυναικείο "εμείς"
Κοιτάζοντας σήμερα τον κατάλογο των σχετικών έργων της Κούλας Ξηραδάκη, διαπιστώνουμε πως η αναζήτησή της δεν χάνεται στο χρόνο, αλλά περιορίζεται κατά κύριο λόγο στον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ού. Μια πιο προσεκτική παρατήρηση μας αποκαλύπτει πως, στο ξεκίνημά της, η ενασχόλησή της με την ιστορία των γυναικών αφορούσε κυρίως τη ζωή και το έργο μιας συγκεκριμένης -και λίγο πολύ αγνοημένης- γυναικείας προσωπικότητας: της Ευανθίας Καϊρη, της Καλλιόπης Παπαλεξοπούλου, της Μαριγώς Ζαραφοπούλας. Την περίοδο αυτή (δεκαετία του '50 και αρχές της δεκαετίας του '60), η Κούλα Ξηραδάκη αντλεί από τις παραδειγματικές αυτές μορφές -την πρώτη Ελληνίδα που κατέκτησε τη μόρφωση, τη γυναίκα που κλόνισε το θρόνο του Οθωνα και μια λησμονημένη ηρωίδα του '21, σύμφωνα με τους υποτίτλους των τριών βιβλίων- τη δυνατότητα να μιλήσει για τις γυναίκες μέσα από τη ζωή μιας γυναίκας-εξαίρεσης, όπως αποκάλεσε αργότερα η ιστορία των γυναικών εκείνες που κατά κάποιον τρόπο ξεγέλασαν τη γυναικεία τους μοίρα. Ανασύροντας από τη λήθη μια γυναικεία μορφή, μιλούσε στην πραγματικότητα για τις γυναίκες και το συλλογικό τους δικαίωμα στην ιστορική μνήμη.
Το συγγραφικό αυτό σχέδιο γίνεται ακόμη πιο ρητό στην επόμενη περίοδο, κατά την οποία η Κούλα Ξηραδάκη εγκαταλείπει τις μεμονωμένες γυναικείες μορφές και καταπιάνεται με την ιστορία ομάδων ή συλλογικοτήτων. Από το 1965 με την πρώτη έκδοση των Φιλελληνίδων έως σήμερα, ο πληθυντικός αντικαθιστά τον ενικό στο εξώφυλλο των βιβλίων της: Γυναίκες στη Φιλική Εταιρεία - Φαναριώτισσες, Παρθεναγωγεία και δασκάλες του υπόδουλου Ελληνισμού, Το φεμινιστικό κίνημα στην Ελλάδα, Πρωτοπόρες Ελληνίδες 1830-1936, Γυναίκες του '21, Οι γυναίκες στον ατυχή πόλεμο του 1987. Να σημειώσουμε εδώ τη σημασία της έρευνάς της στα αρχεία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, από την οποία προέκυψε τόσο η δουλειά για τις παλιές δασκάλες όσο και Τα Κατοχικά, κατάλογοι εκτελεσθέντων την περίοδο της Κατοχής. Στα έργα αυτά, η αρχειακή έρευνα συμπληρώνεται με προφορικές μαρτυρίες, φωτογραφίες και γραπτά ντοκουμέντα.
Από τον ενικό στον πληθυντικό, η μετάβαση σημαδεύεται και από μια σαφή αλλαγή στο είδος της γραφής: τις πρώτες της δουλειές, η Ξηραδάκη τις ονομάζει μυθιστορηματικές βιογραφίες, τις μεταγενέστερες ιστορικές μελέτες. Υπάρχει, ωστόσο, κάτι που παραμένει αναλλοίωτο, κάτι που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε σκληρό πυρήνα της δουλειάς της: ότι στο επίκεντρο τοποθετούσε -και συνεχίζει να τοποθετεί- τις γυναίκες, διαμαρτυρόμενη για την αποσιώπηση της ιστορίας τους. "Οι ιστοριογράφοι και οι απομνημονευματογράφοι του '21", γράφει κάπου χαρακτηριστικά, "διαπνεόμενοι από μια αναχρονιστική, ανδροκρατική αντίληψη, ανέφεραν τη γυναίκα παρεμπιπτόντως, όπου δεν την αγνόησαν παντελώς. Το ίδιο συνέβη και με τους ιστοριογράφους των μετά το '21 απελευθερωτικών αγώνων. Διαπνεόμενοι από την ίδια ανδροκρατική αντίληψη και αυτοί, όχι μόνο δεν εξετίμησαν την προσφορά της, αλλά πολλές φορές στην κυριολεξία την έθαψαν. Γιατί πώς αλλιώς να το πω, όταν π.χ. ο παπάς ενός χωριού, καταγράφοντας τις απώλειες μιας μάχης, απαριθμεί έναν προς έναν όλους τους αγωνιστές, και καλά έκανε, και για τις γυναίκες σημειώνει: 'εκ των επαναστατίδων εφονεύθησαν 5 και ετραυματίσθησαν 15'; Πώς αλλιώς να το πω;".
(Ελευθεροτυπία, 29/1/2000)