Το αθέατο Βαλκανιζατέρ
"Πώς θα κυριαρχήσουν οι ελληνικές εταιρείες στις βαλκανικές χώρες"
("Εξουσία" 2/2/2000)
Πρόκειται, χωρίς αμφιβολία, για το Ελντοράντο του μικρομεσαίου έλληνα επιχειρηματία: σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, περισσότερες από 1.300 επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων έχουν "διεισδύσει" μέχρι στιγμής στη γειτονική μας Βουλγαρία. Αν εξαιρεθούν οι 14 κολοσσοί που βρίσκονται στην κορυφή του σχετικού πίνακα, το ύψος της μέσης επένδυσής τους δεν ξεπερνά τα 58.000 δολάρια (19,3 εκατομμύρια δρχ).
Αντίθετα, επίσης, απ' ό,τι θα περίμενε κανείς με βάση το εθνικό μας
στερεότυπο περί "εμπορικού δαιμονίου", οι συμπατριώτες μας αυτοί δραστηριοποιούνται κατά κύριο λόγο (σε ποσοστό 69 %) στον τομέα της μεταποίησης - και, πάνω απ' όλα, στη βιομηχανία ιματισμού. Πρόκειται για μια εξαιρετικά προσοδοφόρα εκδοχή της παγκοσμιοποίησης στη βαλκανική μας γειτονιά, που συνήθως αποσπά ενθουσιώδη σχόλια στις σομόν σελίδες των εφημερίδων.
Όσο για την άλλη, τη λιγότερο φωτεινή πλευρά αυτής της νέας εθνικής εξόρμησης, αυτή όπως είναι φυσικό απασχολεί αποκλειστικά και μόνο τους "άλλους", εκείνους που τη βιώνουν άμεσα και καθημερινά.
Σε πρόσφατο αφιέρωμά μας για την εικόνα του
Έλληνα στα ΜΜΕ των άλλων βαλκανικών χωρών ("Έψιλον" 23/1/2000), αναφερθήκαμε μεταξύ άλλων και στις επανειλημμένες καταγγελίες βουλγαρικών εφημερίδων για τις προβληματικές συνθήκες εργασίας που επικρατούν στις εκεί ελληνικές επιχειρήσεις. Το θέμα μάς κέντρισε το ενδιαφέρον κι αποφασίσαμε να ασχοληθούμε μαζί του διεξοδικότερα. Μέσω της μη κυβερνητικής οργάνωσης Access προμηθευτήκαμε φωτοτυπίες των επίμαχων δημοσιευμάτων και σήμερα είμαστε σε θέση να δώσουμε μια πληρέστερη εικόνα της εργατικής διαμαρτυρίας, όπως αυτή αντανακλάται στα τοπικά ΜΜΕ.
Η αγριότητα της προόδου
Κοινό χαρακτηριστικό όλων ανεξαίρετα των δημοσιευμάτων που έχουμε υπόψη μας, είναι η διαπίστωση ότι οι συνθήκες εργασίας στις ελληνικές βιοτεχνίες συνιστούν ραγδαία επιδείνωση σε σχέση με τα δεδομένα του παρελθόντος. "Απαξ και βρεθεί μέσα στο εργοστάσιο, ο εργάτης βρίσκεται αντιμέτωπος με μια πραγματικότητα άγνωστη στη Βουλγαρία", υποστηρίζει λ.χ. χαρακτηριστικά η "Τρουντ" (24/11/97). "Σχεδόν παντού η δουλειά γίνεται με το ελάχιστο μεροκάματο. Πουθενά δεν υπογράφεται σύμβαση εργασίας. Η λέξη 'συνδικάτο' είναι απαγορευμένη. Ο χρόνος εργασίας είναι ακαθόριστος και τις περισσότερες φορές η δουλειά διαρκεί 10-12 ώρες, καθώς υπερωρίες δεν πληρώνονται. Παντού οι
Έλληνες διορίζουν δικούς τους επιστάτες, οι οποίοι με ραβδιά και άλλα πρόχειρα υλικά [ανά χείρας] περιφέρονται στους εργασιακούς χώρους και 'κανονίζουν' την πειθαρχία. Κάθε απόπειρα παραπόνου ή αντιλογίας
ακολουθείται από πέταγμα στο δρόμο. Πού και πού, ο εμπαιγμός φτάνει ως το δημόσιο ξυλοδαρμό".
Από κει και πέρα, το ερμηνευτικό σχήμα και οι τόνοι διαφέρουν αισθητά, ανάλογα με τον πολιτικό προσανατολισμό και τις ιδιαιτερότητες κάθε εφημερίδας. Η φιλοκυβερνητική "Ντεμοκράτσιγια", λ.χ., σφοδρή υπέρμαχος της φιλελεύθερης οικονομίας και του ανοίγματος της χώρας στο δυτικό κεφάλαιο, καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες να σχετικοποιήσει το φαινόμενο -και, κυρίως, να μην του δώσει ευρύτερες πολιτικές διαστάσεις. Υπενθυμίζοντας λχ ότι "τουλάχιστον 20.000 Βουλγάρες 20-50 χρόνων, ως επί το πλείστον απόφοιτοι μέσης εκπαίδευσης, κερδίζουν τα προς το ζην σε ελληνικές εταιρείες ιματισμού στην περιοχή του Πιρίν", ένα ρεπορτάζ της Μπετίνα Αποστόλοβα(16/9/98) επιχειρεί να διασκεδάσει τις αρνητικές εντυπώσεις με τη θετική παρουσίαση ενός εξατομικευμένου επενδυτή: μικροβιομήχανος που απασχολεί 110 άτομα στο χωριό Στρουμιάνι και "όταν έφτασε στη Βουλγαρία πριν από 6 χρόνια, νόμισε ότι ξέπεσε στη Σαχάρα, καθώς εδώ δεν υπήρχαν ούτε καφενεία και τα μοτέλ ήταν τυπικά για παραμεθόριες περιοχές σε αναπτυσσόμενες χώρες", διαβάζουμε, ο Γ.Α. "καθιέρωσε μεσημεριανά συσσίτια για τις εργάτριες κι αγόρασε λεωφορειάκι, για να τις πηγαίνει στο σπίτι τους". Η εφημερίδα φροντίζει να θυμίσει πως "η αναλογία ανάμεσα στα κατώτατα μεροκάματα της Βουλγαρίας και της Ελλάδας είναι 1:10, κι αυτή είναι η αιτία να επενδύσει" ένας συμπατριώτης μας εκεί. Εξίσου ρεαλιστική είναι και η εξήγηση των κρουσμάτων υπερεκμετάλλευσης και κακομεταχείρισης που προκύπτουν στην πορεία: "Οι περισσότερες από τις ελληνικές επενδύσεις είναι υπεργολάβοι για δυτικές εταιρείες, κι αυτό αντανακλάται στις εργατικές αμοιβές". Παρά τις προειδοποιήσεις ενάντια στην "ξενοφοβία" και την επισήμανση ότι "αυτές οι εικόνες παρατηρούνται και σε βουλγαρικές εταιρείες", το άρθρο δεν παραλείπει ωστόσο να δώσει επί τροχάδην μια εικόνα για τα σχετικά προβλήματα: "Μαζική πρακτική είναι η νυχτερινή εργασία. Σοβαρότερη περίπτωση απ' όλες θεωρείται αυτή της εταιρείας Μ., όπου εκτός από την απουσία οποιωνδήποτε εγγράφων, δουλεύουν ανήλικοι και γυναίκες. Μωρομάνες και μητέρες που μεγαλώνουν μόνες τα παιδιά τους, και οι οποίες συχνά αναγκάζονται να τα πηγαίνουν σε νοσοκομεία, στις περισσότερες περιπτώσεις διώχνονται απ' τη δουλειά".
Ο Τρίτος Κόσμος των Βαλκανίων
Λιγότερο διακριτικά στις διατυπώσεις τους και πιο επιρρεπή στους "πατριωτικούς" τόνους, τα ΜΜΕ της αντιπολίτευσης και τα λαϊκότερα φύλλα επαναλαμβάνουν κατά κανόνα τις ίδιες καταγγελίες, συχνά μέσα από το λόγο των δύο μεγάλων συνδικάτων της χώρας -του (δεξιού) 'Ποντκρέπα' και του (τέως επίσημου) KNSB. Η νυχτερινή εργασία των εργατριών φαίνεται πως αποτελεί κάτι παραπάνω από τον κανόνα: "Μαζικές παραβιάσεις των νόμων περί προστασίας της εργασίας αποκάλυψε νυχτερινός έλεγχος των ελληνικών εταιρειών στο Μπλαγκόεβγκρατ" από την τοπική επιθεώρηση εργασίας και την 'Ποντκρέπα', μας πληροφορεί λ.χ. στις 27/11/97 η "Στάνταρτ", κατονομάζοντας μία προς μία τις επιχειρήσεις στις οποίες "διαπιστώθηκαν οι περισσότερες ατασθαλίες" (και τα αφεντικά τους). Σε μια απ' αυτές, η οποία "ελέγχθηκε στις 11 μμ, το εργαστήριο ήταν κλειδωμένο, όμως 20 γυναίκες, μεταξύ των οποίων και ανήλικες, εργάζονταν στις μηχανές. Οι επιθεωρητές διαπίστωσαν ότι μητέρες παιδιών κάτω των 3 ετών αναγκάζονταν να δουλεύουν στη νυχτερινή βάρδια. Στην πόλη άνοιξε ειδική τηλεφωνική γραμμή για παράπονα εργατών που πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης".
Εξίσου πυκνά είναι τα παράπονα για απασχόληση ανηλίκων, εξαιρετικά χαμηλές αμοιβές, επιμήκυνση του χρόνου εργασίας σε τριτοκοσμικά επίπεδα, μη καταβολή υπερωριών και επιδομάτων νυχτερινής εργασίας. "Στα ραφτάδικα του Μπλαγκόεβγκρατ και του Γκότσε Ντέλτσεφ έχουν προσληφθεί ανήλικες, η νυχτερινή εργασία και οι υπερωρίες δεν πληρώνονται, οι μπίζνεσμεν κρατούν διπλά λογιστικά βιβλία", διαβάζουμε σε σχετικά πρόσφατο δημοσίευμα της "Ντέβεν Τρουντ" (25/7/99), βασισμένο σε σχετική έκθεση του KNSB. "Οι ξένοι εργοδότες πληρώνουν τους μισθωτούς τους με το κατώτατο για τη χώρα μηνιάτικο των 67 λέβα [12.060 δρχ]. Εκτός απ' αυτό το μίζερο ποσό, τους καταβάλλουν την κοινωνική ασφάλιση, όταν ευαρεστούνται να το κάνουν". "Δουλεύουμε επί 14 ώρες, με μισή ώρα διάλειμμα για φαγητό. Συχνά η εργάσιμη μέρα μας συνεχίζεται ώς τις 2 τη νύχτα", αφηγείται στη σοσιαλιστική "Ντούμα" (27/11/97) μια 40χρονη εργάτρια, με τη διευκρίνιση ότι "η υπερωριακή δουλειά δεν πληρώνεται". Υπάρχουν όμως και χειρότερα: "30 ώρες δουλειά με δυο διαλείμματα είναι η εργάσιμη μέρα που καταγράψαμε στην ελληνική εταιρεία Π. στην πόλη του Σαντάνσκι. Σ' αυτό το ημερονύκτιο, σε ούτε μία εργάτρια δεν επιτράπηκε να πάει σπίτι", δηλώνει στην ίδια εφημερίδα ο τοπικός πρόεδρος της 'Ποντκρέπα', Γιορντάν Πέτκοφ ' στις υπόλοιπες βιοτεχνίες, διευκρινίζει, η διάρκεια της εργασίας κυμαίνεται μεταξύ 12-14 ωρών (20/11/97). Την εικόνα συμπληρώνει η μόνιμη επωδός για "ακατονόμαστες βρισιές", "οικτρή συμπεριφορά" και κρούσματα σεξουαλικής παρενόχλησης των εργατριών.
Ιδιαίτερη θέση στις καταγγελίες καταλαμβάνει η αγανάκτηση των εργατών κι εργατριών για τους εξοντωτικούς ρυθμούς εργασίας και τον ασφυκτικό έλεγχο των κινήσεών τους, στον οποίο ήταν φαίνεται ασυνήθιστοι. Τα περισσότερα περιστατικά φυσικής βίας φαίνεται πως έχουν συμβεί ακριβώς στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας εργοδηγών και φυλάκων να επιβάλλουν την εργασιακή πειθαρχία "αλά δυτικά" στο ντόπιο εργατικό δυναμικό. Ο Ρούμεν Μαλίνσκι από το Σαντάνσκι, λ.χ., "ύστερα από εξοντωτική δουλειά ως τις 8:30 μμ αρνήθηκε να μείνει όλη τη νύχτα στη δουλειά. Με δική του πρωτοβουλία έφυγε από το εργαστήριο. Στην έξοδο, τον φώναξε ο φύλακας. Ο Μαλίνσκι ζήτησε να του δείξει εντολή για υπερωριακή εργασία, αντί όμως γι' αυτό δέχτηκε χτυπήματα με σκληρό αντικείμενο. Ο άντρας υποχρεώθηκε να ζητήσει ιατρική βοήθεια, επιβεβαιωμένη με ιατρικό πιστοποιητικό. (...) Η ράφτρα Ρόζα Βλάχοβα πάλι περιγράφει πώς δούλεψε με ραγισμένο κόκαλο κι εξαρθρωμένο αστράγαλο για περισσότερο από 10 ώρες. 'Καθ' οδόν προς τη δουλειά έπεσα, αλλά παρουσιάστηκα στον εργασιακό μου χώρο ως συνήθως. Κατά τις 10 η ώρα το πόδι μου μελάνιασε κι αισθάνθηκα αφόρητους πόνους', γράφει η Βλάχοβα. 'Ζήτησα να με αφήσουν ελεύθερη, για να πάω στο γιατρό, αλλά μου το αρνήθηκαν κατηγορηματικά και πέρασα 10 ώρες σ' αυτή την κατάσταση. Την επομένη, πιστοποιήθηκε ότι είχα σπάσει το κόκαλο κι ο αστράγαλος είχε εξαρθρωθεί. Αφού μου έβαλαν γύψο, παρουσιάστηκα ξανά στη δουλειά, όμως ο έλληνας εργοδότης μου με απέλυσε χωρίς εξήγηση" ("Τρουντ" 24/11/97).
Υπάρχουν, άλλωστε, κι εκείνοι που δεν είχαν καν τη χαρά να απολαύσουν τα πενιχρά μεροκάματά τους. "Από τα πρωτόκολλα των επιθεωρητών εργασίας, είναι σαφές πως οι ράφτρες στο Σβίλενγκρατ, το Πέρνικ, το Σαντάνσκι, επί μήνες δεν παίρνουν τα λεφτά τους", καταγγέλλει στις 25/7/99 η "Ντνέβεν Τρουντ", ενώ η "24 Τσάσα" των ημερών είναι ακόμη σαφέστερη: "5-6 εταιρείες μετακινούνταν διαρκώς ανάμεσα στο Μπλαγκόεβγκρατ στη Σόφια και το έσκασαν με την έτοιμη παραγωγή, χωρίς να πληρώσουν τους εργάτες". Πρόκειται για φαινόμενο που είχε καταγγελθεί και νωρίτερα: "Ιδιαίτερα τραγική είναι η κατάσταση στα χωριά γύρω απ' το Σαντάνσκι. Εκεί το πόδι του επιθεωρητή εργασίας δεν έχει πατήσει εδώ και χρόνια. Οι συνθήκες είναι άθλιες. Οι
Έλληνες κοίταξαν να τσακώσουν τα λεφτά και στη συνέχεια έκλεισαν τις βιοτεχνίες, χωρίς μάλιστα να πληρώσουν τους χωρικούς. (..) Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που προσλήφθηκαν άνθρωποι για δυο βδομάδες ή μήνα και μετά κανείς δεν τους πλήρωσε" ("Ντούμα" 27/11/97).
Ο αδύνατος συνδικαλισμός
Απέναντι σε όλα αυτά, οι δυνατότητες άμυνας των εργατών φαίνονται απελπιστικά περιορισμένες. Επιθεωρητές εργασίας και συνδικαλιστές καταγγέλλουν απειλές, ξυλοδαρμούς κι επιθέσεις με μαχαίρι εναντίον τους από μπράβους -και, σε μια περίπτωση, από το σύζυγο της ελληνίδας ιδιοκτήτριας ("Ντνέβεν Τρουντ" 25/7/99).
Άλλοτε, πάλι, "τους πέταξαν στα μούτρα επιδεικτικότατα δεσμίδες με πληθωριστικά λέβα" ("Τρουντ" 24/11/97), θυμίζοντάς τους έτσι πως -σύμφωνα με τη φιλελεύθερη βουλγαρική νομοθεσία- οι παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας συνήθως "τακτοποιούνται" με πρόστιμα ίσα με 2-20 κατώτατα μεροκάματα ("Ντεμοκρατσίγια" 16/9/98).
Όσο για τους ίδιους τους εργάτες, τα περιθώρια εκεί είναι ακόμη στενότερα: "Άμα κανείς πει ότι είναι δυσαρεστημένος με κάτι, γρήγορα
βρίσκεται στο δρόμο και δεν υπάρχει κανείς να τον πάρει σε δουλειά", εξηγεί μια 46χρονη ράφτρα του Σαντάνσκι. "Οι
Έλληνες δίνουν ο ένας στον άλλο πληροφορίες και ο επόμενος δεν θα τον προσλάβει" ("Ντούμα" 27/11/97). Την εικόνα συμπληρώνει, στο ίδιο φύλλο, η αφήγηση του Ντίμιταρ Ποπόφ, προέδρου του KNSB στην ίδια πόλη: "Προ καιρού, σε μια από τις ελληνικές βιοτεχνίες έφτιαξαν συνδικάτο. Εξέλεξαν πρόεδρο, που απολύθηκε ύστερα από δυο μέρες. Οταν πήγαμε να μιλήσουμε με τις γυναίκες και να ζητήσουμε συνάντηση με τους εργοδότες, όλες είχαν χαμηλώσει τα κεφάλια πάνω από τις μηχανές κι έκαναν ότι δε μας ξέρουν"...
(Ελευθεροτυπία, 5/2/2000)