Η δική μας Μακαμπί
"Σούπερ ομάδα η Μακαμπί, πέρασε σαν κίτρινη θύελλα"
("Ελευθεροτυπία, 19/4)
Έχει μια μεγάλη ιστορία η Μακαμπί στη Θεσσαλονίκη. Δεν εννοούμε την ομάδα μπάσκετ που συγκρούστηκε προχθές με τον Παναθηναϊκό. Αυτή ιδρύθηκε μόλις το 1932 στο Τελ Αβίβ. Ομως η δική μας η Μακαμπί ιδρύθηκε ήδη το 1908 στη Θεσσαλονίκη και είχε σημαντική δραστηριότητα μέχρι την εξόντωση της εβραϊκής κοινότητας της πόλης από το ναζιστικό καθεστώς. Το όνομα Μακαμπί συνδέεται και με μια θλιβερή στιγμή της νεότερης ιστορίας μας: το πογκρόμ που οργάνωσαν παρακρατικοί εθνικιστές στην εβραϊκή συνοικία Κάμπελ τον Ιούνιο του 1931.
Το 1908, η Θεσσαλονίκη είναι ακόμα τουρκοκρατούμενη. Η επανάσταση των Νεοτούρκων συμπίπτει με τις προσπάθειες των εθνικών κοινοτήτων που συναπάρτιζαν την πόλη να οργανώσουν τις ιδιαίτερες πολιτικές, εθνικές και συνδικαλιστικές τους διεκδικήσεις. Στο χώρο της νεολαίας ξεχωρίζει η σχεδόν ταυτόχρονη ίδρυση του «Ηρακλή» από την ελληνική κοινότητα και της Μακαμπί από την εβραϊκή. Οι εθνικές αυτές οργανώσεις ήταν κατά κάποιο τρόπο το αντίδοτο στις διεθνιστικές κινήσεις της Σοσιαλιστικής Νεολαίας και της Φεντερασιόν, που επιδίωκαν να συνενώσουν τα λαϊκά κοινωνικά στρώματα όλων των εθνικών κοινοτήτων.
Ακμή και παρακμή
Η πρώτη Μακαμπί ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη και έγινε γρήγορα μια διεθνής οργάνωση της εβραϊκής νεολαίας. Ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος περιγράφει τη Μακαμπί της Θεσσαλονίκης ως μια οργάνωση που «καλλιεργούσε τη φυσική άσκηση, τη γυμναστική και τα σπορ, αλλά ταυτόχρονα και τα σιωνιστικά ιδεώδη στην εβραϊκή νεολαία σε αντιπαράθεση με την φιλελεύθερη ιδεολογία της Alliance (σ.σ. πρόκειται για την Alliance Israelite, μια σημαντική σχολή που ιδρύθηκε το 1897) και τον προλεταριακό διεθνισμό της Σοσιαλιστικής Νεολαίας. Οπως και τα αντίστοιχα εθνικιστικά κινήματα στην δυτική Ευρώπη υποστήριζε πως η φυσική άσκηση των νέων ήταν αναγκαία για την εθνική αναγέννηση. Η σύνδεση αυτή συνεπαγόταν ένα 'ημι-στρατιωτικό' τύπο οργάνωσης: στολές, βαθμοφόροι, παρελάσεις, εμβατήρια.» (Αντώνης Λιάκος «Η εμφάνιση των νεανικών οργανώσεων, το παράδειγμα της Θεσσαλονίκης» στα πρακτικά του συμποσίου «Ιστορικότητα της παιδικής ηλικίας και της νεότητας», Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, Αθήνα 1986.)
Το γυμναστήριο της Μακαμπί βρισκόταν δίπλα στην εβραϊκή αγορά της πόλης (τη σημερινή «Μοδιάνο»). Η δραστηριότητά της δεν ήταν μόνο αθλητική. Από τον ιστορικό Αλμπέρτο Ναρ μαθαίνουμε ότι οργάνωνε θεατρικές παραστάσεις με ιδιαίτερη επιτυχία. Το 1909 το θεατρικό τμήμα της οργάνωσης ανέβασε το δράμα «Οι Μακκαβαίοι» και το επαναλάμβανε κάθε χρόνο. Το 1912 ανέβασε την «Εσθήρ», μια διασκευή της ομώνυμης τραγωδίας του Ρακίνα από τον εβραιολόγο Μερκάδο Κόβο. Ακολούθησαν οι κωμωδίες του Μολιέρου «Γιατρός με το ζόρι» (1913), «Φιλάργυρος» (1920) και «Κατά φαντασίαν ασθενής» (1923) στο θέατρο του Λευκού Πύργου. (Αλμπέρτος Ναρ «Κειμένη επί ακτής θαλάσσης», University City Press, Θεσσαλονίκη 1997).
Ο Μικαέλ Μόλχο στο κλασικό In Memoriam (Θεσσαλονίκη 1974) περιγράφει την Μακαμπί ως «βαθιά διαποτισμένη από το σιωνισμό» και παρατηρεί ότι «αριθμούσε 400 μέλη, που τα περισσότερα ήσαν ένθερμοι αθληταί.» Ο Αντώνης Λιάκος υπολογίζει τον αριθμό των μελών της Μακαμπί το 1913 σε 600 νέους και 120 νέες. Το 1915 η οργάνωση αποφάσισε να αναμιχθεί άμεσα στην πολιτική, υποστηρίζοντας στις εθνικές εκλογές το κόμμα του φιλοβασιλικού και ουδετερόφιλου Δημητρίου Γούναρη. Στην πυρκαγιά του 1917 κάηκαν τα γραφεία, οι αθλητικές εγκαταστάσεις και η βιβλιοθήκη της οργάνωσης. Από τότε, παρατηρεί ο Λιάκος, «άρχισε σταδιακά η παρακμή της και στα 1919 εντάχθηκε στην ομοσπονδία 'Θεόδωρος Χερτσλ'. Μέσα στα πλαίσια της νέας οργάνωσης οι Μακκαμπή αποτελούσαν τον αθλητικό κλάδο, έως το 1926, όταν μερικά μέλη αποχώρησαν δημιουργώντας την ομώνυμη αθλητική ομάδα. Την εποχή αυτή ιδρύθηκε και η οργάνωση των Εβραίων προσκόπων Derorim Maccabi. Η παρακμή όμως συνεχίστηκε και στα 1930 είχαν μείνει μόνο 150 οργανωμένοι νέοι.» (Λιάκος, ό.π.).
Το πογκρόμ του Κάμπελ
Από τα μέσα της δεκαετίας του '20 είχαν κάνει την εμφάνισή τους στη Θεσσαλονίκη ομάδες με καθαρά φασιστικό χαρακτήρα που είχαν στόχο το εβραϊκό και το κομμουνιστικό κίνημα της πόλης. «Ήδη από το Δεκέμβριο του 1923, την επομένη της νίκης των δημοκρατικών, ιδρύθηκε ο Κεντρικός Σύνδεσμος της Αντιεβραϊκής Νεολαίας με στόχο τους Εβραίους της πόλης που απείχαν στις εκλογές.» (Λιάκος, ό.π.). Η σημαντικότερη φασιστική οργάνωση ήταν η Εθνική
Ένωσις Ελλάς (ΕΕΕ), πραγματική παραστρατιωτική οργάνωση, με χαλύβδινα κράνη και ομοιόμορφες στολές.
Το μόνο που χρειαζόταν ήταν η αφορμή. Κι αυτή δόθηκε το 1931. Ενα χρόνο νωρίτερα, το 1930, η βουλγαρική Μακαμπί γιόρταζε τα 25 χρόνια από την ίδρυσή της. Στον εορτασμό, στη Σόφια, συμμετείχαν εκπρόσωποι από όλες τις Μακαμπί του κόσμου, κι ανάμεσά τους ο Γιτσάκ Κοέν, καθηγητής γυμναστικής στη Μακαμπί Θεσσαλονίκης. Η εκδήλωση συνέπεσε με το συνέδριο των βουλγάρων μακεδόνων αυτονομιστών της ΕΜΕΟ, οι οποίοι κάλεσαν την τοπική Μακαμπί και τους φιλοξενούμενούς της να παρακολουθήσουν τις εργασίες του συνεδρίου τους.
Την ιστορία αυτή αποκάλυψε ως σκάνδαλο η εφημερίδα «Μακεδονία», με αφορμή τα εγκαίνια της νέας αίθουσας της Μακαμπί στη Θεσσαλονίκη τον Ιούνιο του 1931. Σε κύριο άρθρο που υπέγραφε ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας Νίκος Φαρδής (Σάββατο, 20/6/1931) υποστηριζόταν ότι η Μακαμπί της Θεσσαλονίκης είχε ταχθεί υπέρ της αυτονόμησης της ελληνικής Μακεδονίας. Ο δημοσιογράφος «αποκαλύπτει» μια συνωμοσία Εβραίων, Βουλγάρων, Κομμουνιστών και Καθολικών εις βάρος της Μακεδονίας. Δυο μέρες αργότερα το υπουργείο Εσωτερικών επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς της εφημερίδας, παρά την κατηγορηματική διάψευση των εκπροσώπων της Μακαμπί.
Όλες οι αντισημιτικές και φασιστικές οργανώσεις ξεσηκώνονται.
Οι «Εθνικές Λεγεώνες» απαιτούν από την εβραϊκή κοινότητα να αποκηρύξει τη Μακαμπί. Η «Εθνική Παμφοιτητική
Ένωσις» μοιράζει αντισημιτικές προκηρύξεις που στρέφονται πλέον εναντίον όλων των Εβραίων και όχι μόνο εναντίον της Μακαμπί. Στις 24 Ιουνίου η «Μακεδονία» ανοίγει τις στήλες της στις εθνικιστικές ομάδες. Την ίδια μέρα η Ισραηλιτική Κοινότητα διαμαρτύρεται με ανακοίνωσή της στον Τύπο επισημαίνοντας τους κινδύνους που κρύβει η δαιμονοποίηση των Εβραίων και αποφεύγοντας να διαχωριστεί από τη δράση της Μακαμπί. Καλεί τις αρχές να πάρουν μέτρα για να μην ξεσπάσουν αντισημιτικές ταραχές. Το ίδιο απόγευμα οι φόβοι του Ισραηλιτικού Συμβουλίου επιβεβαιώνονται. Τα γραφεία της Μακαμπί δέχονται επίθεση από «αγανακτισμένους» εθνικόφρονες, οι οποίοι τα περικυκλώνουν, σπάνε τις πόρτες και διαλύουν τα πάντα. Η χωροφυλακή φτάνει με καθυστέρηση τριών τετάρτων.
Την επομένη οι Εβραίοι καταστηματάρχες κρατούν δυο ώρες κλειστά τα μαγαζιά τους σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Η «Μακεδονία» εκφράζει την ικανοποίησή της για την εξέλιξη και ρίχνει την ευθύνη για την επιδρομή των φασιστών ...στη Μακαμπί. Σε άρθρο του Μελίδη αναφέρεται η σχέση της Μακαμπί με τα περίφημα «Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών». Πολλοί πανεπιστημιακοί και άλλοι παράγοντες της πόλης διαχωρίζονται από το κλίμα του εθνικισμού. Στην Αθήνα ο πρωθυπουργός Βενιζέλος αναγγέλλει τη διεξαγωγή έρευνας για τα επεισόδια, αλλά και εναντίον της (κατά τα άλλα βενιζελικής) «Μακεδονίας» για το περιεχόμενο των άρθρων της. Στη Βουλή ο πρωθυπουργός, κρατώντας τις ισορροπίες, δικαιολογεί την άσκηση δίωξης εναντίον της Μακαμπί για εσχάτη προδοσία, ενώ ταυτόχρονα εξαίρει τη νομιμόφρονα στάση του εβραϊκού πληθυσμού της συμπρωτεύουσας.
Στις 26 Ιουνίου πολλαπλασιάζονται οι επιθέσεις εθνικιστών εναντίον περαστικών Εβραίων. Την Κυριακή 28 Ιουνίου οι παραστρατιωτικές ομάδες των εθνικιστών εισβάλλουν στην εβραϊκή συνοικία Νο 6 και επιτίθενται στους κατοίκους της. Η «Μακεδονία» της Δευτέρας καταγγέλλει τους Εβραίους ως υποκινητές των αιματηρών επεισοδίων και καλεί το λαό να «τους τελειώσει». Το σύνθημα δόθηκε. Την επομένη ήρθε η στιγμή του πογκρόμ. Η σχετική ελληνική βιβλιογραφία είναι πολύ φτωχή, για ευνόητους λόγους. Πολύτιμες πληροφορίες έχει συγκεντρώσει ο Bernard Pierron, στο "Juifs et Chretiens de la Grece Moderne" (Harmattan, Paris, 1996, σελ. 178-198).
Στη φτωχογειτονιά του Κάμπελ ζούσαν περίπου 220 ισραηλιτικές οικογένειες, οι περισσότερες σε παράγκες. Το βράδυ της 29ης Ιουνίου οι κάτοικοι, τρομοκρατημένοι από το κλίμα και τις φήμες που κυκλοφορούσαν, είχαν ταμπουρωθεί στα σπίτια τους. Στις εννιάμισι εκδηλώθηκε η επίθεση μιας ομάδας με επικεφαλής κάποιον Σπύρο που κράδαινε ένα πελέκι. Εισβάλανε σε ένα καφενείο και απαίτησαν από τους θαμώνες να βγουν έξω. Η αστυνομία έστειλε δυο αυτοκίνητα, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά. Περίπου 2000 εθνικιστές, καθοδηγούμενοι από τους φασίστες της ΕΕΕ είχαν περικυκλώσει τη γειτονιά. Πολλοί απ' αυτούς ήταν ένοπλοι. Μέσα σε μια ώρα καταστράφηκαν έντεκα σπίτια που φιλοξενούσαν 54 άτομα, το σχολείο, το φαρμακείο, το σπίτι του ραβίνου και η συναγωγή. Δεκάδες κάτοικοι τραυματίστηκαν. Ο πρώτος νεκρός ήταν ένας χριστιανός, ο φούρναρης Λεωνίδας Παππάς, ο οποίος πυροβολήθηκε στην κοιλιά, καθώς προσπαθούσε να προστατέψει τους φίλους του ισραηλίτες. Το ίδιο βράδυ δέχτηκε δολοφονική επίθεση και η συνοικία 151. Ο Ισραηλίτης Λεόν Βιντάλ σκοτώθηκε με σφαίρα στο στήθος. Στου Χαριλάου καμιά τριανταριά άτομα κατέλαβαν τη συναγωγή.
Η κυβέρνηση κινητοποιήθηκε και κατάφερε την επομένη να καταστείλει τους εξεγερμένους εθνικιστές και φασίστες. Η «Μακεδονία» υποχρεώθηκε να μετριάσει τους εμπρηστικούς τόνους, αλλά δεν έπαψε να υποστηρίζει την ΕΕΕ και τις λοιπές παραστρατιωτικές οργανώσεις. Οι αρχές φρόντισαν να κουκουλώσουν την υπόθεση, αλλά το χάσμα που προκάλεσε το πογκρόμ δεν επρόκειτο ποτέ να γεφυρωθεί.
Όσο για τους υπεύθυνους της δολοφονικής επίθεσης, έπεσαν κι αυτοί στα μαλακά. Η δίκη έγινε στη Βέροια δέκα μήνες αργότερα. Ο Φαρδής και οι ηγέτες της ΕΕΕ απαλλάχθηκαν πανηγυρικά. Καταδικάστηκαν μόνο τρεις πρόσφυγες, αλλά κι αυτοί με ελαφρυντικά.
Όλοι αφέθηκαν ελεύθεροι.
Το έργο του Φαρδή και της ΕΕΕ το ολοκλήρωσε η χιτλερική Γερμανία. Πολλά στελέχη της Μακαμπί εξοντώθηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ανάμεσά τους ο επίτιμος πρόεδρός της Αλμπέρ Τσενίο, παλιός βουλευτής Θεσσαλονίκης που χάθηκε στο Μπιρκενάου, ο Μωρίς Μπενουζίλιο και ο Αλμπέρ Γκατένιο. Μετά την απελευθέρωση ανασυστήθηκε ο Γ.Σ. Μακαμπί, παρέλασαν μάλιστα οι αθλητές του στο γήπεδο του Ηρακλή την 25η Μαρτίου του 1946.
Όμως η πολυπληθής εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης με την πλούσια πολιτική και πολιτιστική δράση ήταν πια μια οδυνηρή ανάμνηση.
(Ελευθεροτυπία, 22/4/2000)