Η παγίδα του δημοψηφίσματος


"Δημοψήφισμα για να επιβληθεί η αντισυνταγματική αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες"
                    ("Εξουσία", 15/5/2000)


Δημοψήφισμα για να φανεί ότι ο λαός είναι με το μέρος του, πρότεινε, ως γνωστόν, ο κύριος Χριστόδουλος. "Δεν θα γίνουμε νεκροθάφτες του έθνους", ήταν τα λόγια του. "Είμαστε περισσότεροι από αυτούς που θέλουν να καταστρέψουν τον τόπο. Ο λαός προσυπογράφει αυτά που λέω. Να γίνει δημοψήφισμα". Εδώ και τώρα άμεση δημοκρατία, λοιπόν, με άλλα λόγια προσφυγή σε μια διαδικασία υπεράνω υποψίας, κατά την οποία ο "λαός" θα εκφράσει δυναμικά την αντίθεσή του στους εσωτερικούς εχθρούς που απεργάζονται συστηματικά τον "αφελληνισμό" του έθνους. Κι όλα αυτά με αφορμή την αναγραφή ή μη του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες. 

"Η πίστη μας είναι το δομικό στοιχείο της ταυτότητάς μας", υποστήριξε ο αρχιεπίσκοπος. "Δεν θα ξεπουλήσουμε τα πάντα για να μας αναγνωρίσουν οι σύγχρονοι προοδευτικάριοι". Στον αρχιεπισκοπικό λόγο, ο "λαός" εμφανίζεται ως φορέας της ελληνοχριστιανικής παράδοσης του έθνους, την οποία υπονομεύουν συστηματικά οι "προοδευτικοί" διανοούμενοι. "Κάποιοι θέλουν να ξεχάσουμε το έθνος, τις ρίζες μας, να μη μιλάμε για τις αλησμόνητες πατρίδες. Είναι ντροπή να έχουμε διανοούμενους που τα έχουν ξεπουλήσει όλα". Το σχήμα δεν προτείνεται για πρώτη φορά, μόνο που η σημερινή συγκυρία κρίνεται από τον αρχιεπίσκοπο κατάλληλη για τη ρητή αναδιατύπωσή του με όρους σχεδόν πολεμικούς: Η ελληνική κοινωνία συνιστά μια αρραγή ελληνορθόδοξη ολότητα. Την απόλυτη ομοιογένεια αυτής της κοινωνίας έρχεται, δυστυχώς, να αμφισβητήσει όχι τόσο η ύπαρξη κάποιων ελάχιστων "μη πραγματικών Ελλήνων", όσο η προδοσία των ίδιων της των πνευματικών ανθρώπων που, με πρόσχημα την προστασία των αμελητέων αυτών "άλλων", θυσιάζουν τα εθνικά ιερά και όσια στο βωμό ξένων συμφερόντων και προσωπικών βλέψεων. Έφθασε, όμως, η ώρα να ξεκαθαρίσει το έθνος μια και καλή τους λογαριασμούς του με τη μειοψηφική και επικίνδυνη κατηγορία των "προοδευτικάριων". Ένα δημοψήφισμα θα μετέφραζε στη γλώσσα των αριθμών τη θλιβερή τους απομόνωση από τον εθνικό κορμό, θα έδειχνε πως κουλτουριάρηδες και αρνησιπάτριδες δεν ξεπερνούν το 3%, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ένθερμου στυλοβάτη (και) της Ορθοδοξίας Θέμου Αναστασιάδη. 

Το δίκαιο του ισχυροτέρου

Ήξερε, λοιπόν, πολύ καλά τι έκανε ο κύριος Χριστόδουλος, όταν έριχνε την ιδέα του δημοψηφίσματος. Γνώριζε, κυρίως, ότι η πρότασή του θα γινόταν αποδεκτή ως ένδειξη αυτοπεποίθησης, αλλά και δημοκρατικής ευαισθησίας. Το γεγονός ότι η κυβέρνηση θα απέκλειε ούτως ή άλλως το ενδεχόμενο δεν είχε ιδιαίτερη σημασία. Πολλοί είναι εκείνοι που θα έσπευδαν να υιοθετήσουν την αρχιεπισκοπική πρόκληση και να ρίξουν με τη σειρά τους το γάντι στους οπαδούς του "αφελληνισμού": Ας μετρηθούμε για να τελειώνουμε με τους ενοχλητικούς αντιρρησίες ή, αλλιώς, να μιλήσουν οι πολλοί για να βγάλουν επιτέλους το σκασμό οι λίγοι. 

Ευαίσθητος στα μηνύματα των καιρών, ο αρχιεπίσκοπος πρότεινε επομένως ένα μέσο πάλης που διαθέτει το προσόν να παραπέμπει άμεσα στη δημοκρατία, ενώ στην πραγματικότητα μπορεί να αποτελεί έναν αποτελεσματικό μοχλό για την επιβολή της θέλησης των "πολλών" σε βάρος της θέλησης των "λίγων". Εξηγούμαστε: όταν αντικείμενο ενός δημοψηφίσματος είναι τα ανθρώπινα δικαιώματα, τότε κάτω από τη δημοκρατική επίφαση της όλης διαδικασίας μπορεί να καλυφθεί ταχυδακτυλουργικά η διά της λαϊκής ετυμηγορίας θεσμοθέτηση του πιο ανελεύθερου μέτρου. Καθώς μάλιστα στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας τα δημοψηφίσματα συνδέονται αποκλειστικά με τις τύχες του πολιτειακού, απουσιάζει προφανώς και η εμπειρία της σχετικής συζήτησης που σε άλλες χώρες (Ιταλία, Αυστραλία, Ελβετία κ.ο.κ.) έχει θέσει από καιρό τα προβλήματα. 

Δεν αποκλείεται να είχε ο αρχιεπίσκοπος υπόψη του πρόσφατη σχετικά δημοσκόπηση, σύμφωνα με την οποία ένα τεράστιο ποσοστό των Ελλήνων πολιτών, τάσσεται υπέρ της δυνατότητάς του να εκφράζεται μέσα από δημοψηφίσματα. Και τι να απαντήσει άλλωστε κανείς, όταν ερωτάται κατά πόσον συμφωνεί να τοποθετείται ο λαός σε "σημαντικά θέματα που απασχολούν τη χώρα". Ως γνωστόν, η διατύπωση του ερωτήματος καθοδηγεί τον ερωτώμενο – τόσο στις δημοσκοπήσεις όσο και στα ίδια τα δημοψηφίσματα. Ούτως ή άλλως, το δημοψήφισμα συνιστά πλέον μια μάλλον νεφελώδη έννοια: Τον καιρό της Μεταπολίτευσης δοκιμάστηκε, κυρίως από την Αριστερά, το "δημοψήφισμα από τα κάτω", η συλλογή δηλαδή υπογραφών για κάποιο μείζον ζήτημα της εποχής (π.χ. "Να φύγουν οι βάσεις"). Σήμερα, με "δημοψήφισμα" αναδεικνύεται ο καλύτερος ποδοσφαιριστής της χρονιάς, "δημοψήφισμα" χαρακτηρίζεται το υπονομευμένο ερώτημα που τηλεοπτικές εκπομπές θέτουν κάθε βράδυ στους θεατές τους, "δημοψηφίσματα" ονομάζονται οι άτυπες διαδικασίες που οργανώνονται σε κάποιους δήμους προκειμένου να εκφραστεί η πλειοψηφία των δημοτών για ένα θέμα που τους απασχολεί (Λεχαινά, Ανδρίτσαινα κ.λπ.). Δημοψήφισμα πρότεινε πρόσφατα και ο Λάμπρος Κανελλόπουλος προκειμένου να ελεγχθούν οι κοινωνικές εντάσεις ενόψει του επερχόμενου ασφαλιστικού, έχοντας ίσως στο νου την αντίστοιχη απόπειρα κατάργησης της ιταλικής Α.Τ.Α. τον Ιούνιο του 1985. 

Τι είναι, λοιπόν, ένα δημοψήφισμα; Διεύρυνση της δημοκρατίας ή έμμεση κατάργησή της; Και τα δύο, προφανώς κατά περίπτωση. Το Σύνταγμα κάθε χώρας προβλέπει τους λόγους που οδηγούν σε ένα δημοψήφισμα, το είδος του και τις διαδικασίες που πρέπει να τηρηθούν κατά τη διεξαγωγή του. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουν υπάρξει δημοψηφίσματα, τα οποία θυμίζουν πολύ αυτό που ονειρεύεται -και επισείει ως απειλή- ο κύριος Χριστόδουλος. Δημοψηφίσματα, με άλλα λόγια, που επιστρατεύουν την έκφραση του ύψιστου δικαιώματος των πολιτών για να περάσουν ανελεύθερες και αντιδημοκρατικές επιθυμίες των κυβερνώντων ή/και κάποιων πανίσχυρων κοινωνικών ομάδων.

Ψηφίζω ότι δεν υπάρχεις

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των Αυστραλών που κλήθηκαν πρόσφατα να αποφασίσουν για την παράταση ή μη του θεσμού της μοναρχίας. Ψήφισαν, λοιπόν, την Ελισάβετ ως αρχηγό του κράτους τους, αλλά απέρριψαν μια συμπληρωματική πρόταση που συνιστούσε μια ελάχιστη φραστική "δικαίωση" των Αυστραλών αυτοχθόνων. Σύμφωνα με τη δεύτερη αυτή παράγραφο του ερωτήματος, οι ψηφοφόροι καλούνταν να δεχθούν να ενσωματωθεί στο Σύνταγμα η διατύπωση ότι οι "αυτόχθονες ανήκουν στο έθνος ως πρώτοι κάτοικοι της Αυστραλίας, διατηρούν ισχυρούς δεσμούς με τη γη τους και εμπλουτίζουν με τον αρχαίο πολιτισμό τους τη ζωή της χώρας". Η πρόταση απορρίφθηκε από ένα ολοστρόγγυλο 70%. Χάρη, λοιπόν, στη βούληση της πλειοψηφίας, οι Αυστραλοί αυτόχθονες ενημερώθηκαν τον περασμένο Νοέμβριο ότι δεν είναι οι πρώτοι κάτοικοι της χώρας και ότι ο πολιτισμός τους δεν αξίζει πεντάρα. Να σημειώσουμε απλώς ότι στην ίδια χώρα το 1988 απορρίφθηκε με δημοψήφισμα το δικαίωμα στη θρησκευτική και άλλες προσωπικές ελευθερίες. 

Το δημοψήφισμα μοχλός επιβολής αποφάσεων που παραβιάζουν κατάφωρα τα ανθρώπινα δικαιώματα; Πάμπολλες είναι οι παλαιότερες, αλλά και οι σύγχρονες, περιπτώσεις που μαρτυρούν ότι η προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία μπορεί να προσφέρει τον απαραίτητο νομιμοποιητικό μανδύα σε απαράδεκτες διευθετήσεις που, πολύ συχνά, έρχονται και σε αντίθεση προς το θεσμοθετημένο διεθνές δίκαιο. Πριν από δύο μόλις μήνες, περιφερειακό δημοψήφισμα στην Ελβετία αποφάσιζε ότι δεν πρέπει να δοθεί η υπηκοότητα σε οικογένεια Σέρβων εγκατεστημένη επί χρόνια στην περιοχή και ενσωματωμένη απολύτως στην τοπική κοινωνία (βλ. σχετικά "Ε" 15/3). Εξαιρετικά εύγλωττη από την άποψη αυτή είναι η ιστορία των γυναικείων δικαιωμάτων στις χώρες στις οποίες κλήθηκε ο "λαός" (διάβαζε οι άνδρες) να εγκρίνει ή να απορρίψει την παροχή τους. Για να μείνουμε σε μερικά πρόσφατα -και ως εκ τούτου "γραφικά"- παραδείγματα: Τα πολιτικά δικαιώματα των γυναικών απορρίφθηκαν με δημοψήφισμα στο Λιχτενστάιν το 1971 (48,92% ναι, 51,08% όχι) και το 1973 (44,07% ναι, 55,93% όχι), για να εγκριθούν οριακά, πάλι με δημοψήφισμα, το 1984 (51,29% ναι, 48,71% όχι). Στην ίδια χώρα, το 1985 απορρίφθηκε πανηγυρικά η πρόταση για συνταγματική κατοχύρωση της ισότητας ανδρών και γυναικών (28,30% ναι, 48,44% όχι). 

Είναι γνωστό, και αυτό πρέπει να συγκινεί ιδιαίτερα τον κύριο Χριστόδουλο, ότι σε άλλες χώρες η Καθολική Εκκλησία καταφέρνει να επιβάλει τη θέλησή της μέσω δημοψηφισμάτων, στα οποία οι πιστοί της παλεύουν με νύχια και με δόντια κατά των πιο αυτονόητων δικαιωμάτων των πολιτών. Η ιστορία της νομιμοποίησης του διαζυγίου στην Ιρλανδία συνιστά ένα ενδιαφέρον παράδειγμα, καθώς οι πολέμιοι της "ακραίας αυτής φιλελευθεροποίησης", της δυνατότητας δηλαδή να χωρίζουν οι άνθρωποι και με την έγκριση του νόμου, προσφεύγουν ακόμη σε μια επιχειρηματολογία περί παράδοσης, πίστης και ηθικής που θυμίζει πολύ τα καθ' ημάς. Ακόμη πιο χαρακτηριστικά, και ακόμη πιο κοντινά στα δικά μας, είναι όσα ακούγονται για την ανάγκη απαγόρευσης των εκτρώσεων. Το δημοψήφισμα υπήρξε σε πολλές χώρες το μέσο με το οποίο απαγορεύτηκε η δυνατότητα των γυναικών να επιλέγουν εάν και πότε επιθυμούν να αποκτήσουν παιδί. Και πάλι η περίπτωση της Ιρλανδίας με τα αλλεπάλληλα σχετικά δημοψηφίσματα και τις εξευτελιστικές για τις γυναίκες μεθοδεύσεις τους δείχνει σε κάποιους το δρόμο. Αξίζει να θυμίσουμε το ερώτημα στο οποίο απάντησαν θετικά οι Ιρλανδοί στις 25 Νοεμβρίου 1992, για να δούμε τους τρόπους με τους οποίους εκφράζεται ενίοτε η βούληση της σιωπηλής πλειοψηφίας: "Θα είναι παράνομο να δίδεται τέλος στη ζωή ενός αγέννητου παιδιού, εκτός εάν αυτή η πράξη είναι απαραίτητη για τη διάσωση της ζωής της μητέρας, όχι όμως και της υγείας της, όταν μια ασθένεια ή μια διαταραχή αποτελούν πραγματικό και ουσιαστικό κίνδυνο για τη ζωή της, εξαιρουμένου του κινδύνου της αυτοκαταστροφής". 

Υπάρχουν, επομένως, δημοψηφίσματα για κάθε γούστο. Ενα για να ανοίγουν περισσότερες ώρες τα μπαρ (Νέα Ζηλανδία 1967), άλλο για να απαγορευτεί η κομμουνιστική δραστηριότητα (Αυστραλία 1951), ένα τρίτο για να διαλύονται αυτομάτως όσα κόμματα δεν εξασφαλίζουν το 5% του εκλογικού σώματος επί δύο συνεχείς αναμετρήσεις (Ισημερινός 1997). Εκείνο, πάντως, που παρατηρείται τον τελευταίο καιρό είναι μια τάση των Ευρωπαίων ακροδεξιών να ζητούν όλο και συχνότερα να περάσουν τις απόψεις τους μέσω δημοψηφισμάτων. Πρώτος και καλύτερος ο Χάιντερ που έχει επιχειρήσει επανειλημμένα να βάλει το λαό να μιλήσει στη θέση του, είτε πρόκειται για την επιδότηση των πολυτέκνων είτε για περιορισμό του ποσοστού των μη γερμανόφωνων παιδιών στα αυστριακά σχολεία. Με το σύστημα αυτό, οι ακροδεξιοί ενισχύουν την ήδη υπαρκτή τάση απαξίωσης της πολιτικής και των πολιτικών, συρρικνώνουν πολύπλοκα κοινωνικά ζητήματα σε ερωτήματα που απαντώνται με ένα "ναι" ή ένα "όχι" και περνούν αποφάσεις που θα ήταν αδύνατο να εγκριθούν από ένα κοινοβούλιο. Ούτως ή άλλως, το αντικείμενο και το περιεχόμενο των δημοψηφισμάτων οι πολιτικοί το καθορίζουν. Οπως ακριβώς ο κύριος Χριστόδουλος έκρινε το πότε και το γιατί πρέπει να ενεργοποιηθεί η ελληνορθόδοξη άμεση δημοκρατία του.

(Ελευθεροτυπία, 20/5/2000)

www.iospress.gr