Διχοτομημένες ιστορίες

"Kοινωνιολογικές αναλύσεις με στόχο την ιστορία μας"
                    (τηλεοπτικός σταθμός ΣΙΓΜΑ, 20/5/00)


"Αν δεν είναι δυνατό να διδάξουμε την ειρήνη, τουλάχιστον ας μην προπαγανδίζουμε τον πόλεμο στους μαθητές μας". Στα λόγια αυτά της ελληνοκύπριας δασκάλας Πετρούλας Πέτρου συμπυκνώνεται κατά κάποιο τρόπο το μήνυμα της ημερίδας που οργανώθηκε στις 20 Μαΐου στη Λευκωσία από το Δικοινοτικό Κέντρο Εκπαίδευσης, με θέμα ακριβώς τον τρόπο διδασκαλίας της ιστορίας στα σχολεία του διχοτομημένου νησιού. Οι εργασίες της ημερίδας, στις οποίες μας δόθηκε η δυνατότητα να συμμετάσχουμε, ήταν από κάθε άποψη χαρακτηριστικές του προβληματισμού που αναπτύσσεται σε ένα τμήμα της τοπικής διανόησης, εκατέρωθεν της "Πράσινης Γραμμής", σχετικά με τους δρόμους μέσα από τους οποίους μπορεί να πάρει σάρκα και οστά η επαναπροσέγγιση των δυο κοινοτήτων. 

Παρόντες στη συζήτηση ήταν 80-100 εκπαιδευτικοί, συνδικαλιστές και δημοσιογράφοι. Η συμμετοχή της τουρκοκυπριακής πλευράς υπήρξε σαφώς μεγαλύτερη, κάτι που μπορεί να ερμηνευτεί και από το γεγονός ότι την εκδήλωση στήριξε επίσημα το -αριστερού προσανατολισμού- Συνδικάτο Τουρκοκυπρίων Δασκάλων (KTOS). Ευνόητο το ενδιαφέρον της ημερίδας, και κυρίως όσα τη διαφοροποιούν από ανάλογες εκδηλώσεις που πραγματοποιούνται κάτω από "ομαλότερες" και περισσότερο "ακαδημαϊκές" συνθήκες: ομιλητές και ακροατές προσήλθαν στον προκαθορισμένο χώρο, μέσα στην "ουδέτερη ζώνη" της Πράσινης Γραμμής, υφιστάμενοι το σχετικό έλεγχο των υπηρεσιών ασφαλείας (οι Τουρκοκύπριοι) ή τις αποδοκιμασίες "ημετέρων" ακραιφνών εθνικιστών (οι Ελληνοκύπριοι). Μέχρι τις παραμονές της εκδήλωσης, άλλωστε, οι ελληνοκύπριοι οργανωτές δεν θεωρούσαν καθόλου δεδομένο ότι το καθεστώς Ντενκτάς, εχθρικά διακείμενο απέναντι σε κάθε διαδικασία επαναπροσέγγισης, θα επέτρεπε χωρίς εμπόδια την προσέλευση των τουρκοκυπρίων συνομιλητών τους. 

Παρελθόν και Μέλλον

Οι εργασίες της ημερίδας ξεκίνησαν με τις τοποθετήσεις ενός 17χρονου μαθητή από κάθε πλευρά. Κοινό σημείο και των δυο ομιλητών, υπήρξε η αμφισβήτηση των μανιχαϊκών σχημάτων που προβάλλουν τα σχολικά εγχειρίδια των αντίστοιχων εκπαιδευτικών συστημάτων για το παρελθόν του νησιού. Επισημαίνοντας το φανατισμό που επικρατεί σε μέρος της νεολαίας και των δυο κοινοτήτων, παρά την απουσία προσωπικών βιωμάτων από τις συρράξεις του παρελθόντος, ο Δημήτρης Τασαούσης εστίασε την προσοχή του στις "λευκές σελίδες" της επίσημης ιστορίας: "Τι μαθαίνουμε για το 1967 και το 1974; Έχουμε μια πλήρη εικόνα των βαρβαροτήτων της εισβολής. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τα γεγονότα του 1967, για τα οποία πληρώνουμε ακόμα". Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο Ερόλ Σουλεϊμάνογλου: "Δίνεται έμφαση στις σφαγές που προκλήθηκαν από τους άλλους: οι τουρκοκύπριοι μαθητές μαθαίνουμε λχ για το μακέλεμα των δικών μας στα Μάραθα, όπως οι Ελληνοκύπριοι για τους σκοτωμούς από την ΤΜΤ και την εισβολή του 1974. Και οι δυο πλευρές αποσιωπούν ότι σφαγές διαπράχθηκαν από όλους. Η κυριότερη όμως απόκρυψη αφορά το γεγονός πως οι σφαγές που διαπράχθηκαν στο εσωτερικό της κάθε κοινότητας, από τους δικούς της εθνικιστές, ήταν χειρότερες απ' τις διεθνοτικές". Ως υπεύθυνα γι' αυτό, ο 17χρονος μαθητής θεωρεί τα αντίστοιχα εθνικά κέντρα: "Τα βιβλία της ιστορίας των δυο κοινοτήτων εισάγονται από την Τουρκία και την Ελλάδα, μεταφυτεύοντας το δικό τους εθνικισμό. Αγνοείται η συνύπαρξη Τουρκοκυπρίων κι Ελληνοκυπρίων επί δεκαετίες. Και στις δυο περιπτώσεις, η ιστορική πορεία της κάθε κοινότητας είναι ιδωμένη μέσα από την πορεία του μητρικού έθνους και παράλληλα προς αυτή".

Την ανάλυση του φαινομένου, αλλά και την υποβολή προτάσεων για το σπάσιμο του φαύλου κύκλου της αναπαραγωγής του διακοινοτικού μίσους, ανέλαβαν οι επόμενοι ομιλητές. Από διάφορες οπτικές γωνίες, όλοι τους αναγνώρισαν ότι η εξιστόρηση του νωπού ακόμα παρελθόντος, σε μια χώρα με ανοιχτές ακόμη πληγές όπως η Κύπρος, και ακόμη περισσότερο η διδασκαλία της στα σχολείά, συνδέονται άρρηκτα με τα πολιτικά προτάγματα που κάθε άτομο ή συλλογικότητα θέτει για την προοπτική του τόπου. 

"Όταν μιλάμε για μνήμη και Ιστορία, μιλάμε ταυτόχρονα τόσο για το παρελθόν όσο και για το μέλλον", επισήμανε χαρακτηριστικά ο Γιάννης Παπαδάκης, καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Κύπρου. "Όταν οι Ελληνοκύπριοι μιλάμε για ειρηνική συνύπαρξη στο παρελθόν, μιλάμε ταυτόχρονα για την επιστροφή των προσφύγων στα σπίτια τους και για επανένωση. Δεν είναι άλλωστε καθόλου τυχαίο που στην ελληνοκυπριακή πλευρά η ιδέα της ειρηνικής συνύπαρξης του παρελθόντος κέρδισε έδαφος μετά το 1974, ενώ προηγουμένως η έμφαση δινόταν στη συνεχή και αδιάσπαστη ελληνική παρουσία στο νησί από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Όταν πάλι οι Τουρκοκύπριοι μιλάνε για καταπίεση πριν το 1974, μιλάνε για διχοτόμηση. Το κεντρικό πρόβλημα, είναι η διαφορετική ανάγνωση των γεγονότων της δεκαετίας του '60 από τις δυο κοινότητες. Για τους Τουρκοκύπριους, πρόκειται για μια εποχή καταπίεσης και δυσκολιών. Για τους Ελληνοκύπριους, αντίθετα, είναι μια εποχή σχετικής ηρεμίας και οικονομικής ανάπτυξης. Το γεγονός αυτό κάνει για τους Ελληνοκύπριους πιο πιστευτή την εικόνα της ανέφελης ειρηνικής συμβίωσης πριν την εισβολή του 1974, που για την τουρκοκυπριακή ιστορία αποτελεί το happy end".

Πώς μπορεί να γεφυρωθεί αυτό το χάσμα των αντιδιαμετρικών αφηγήσεων του παρελθόντος; Κάνοντας μίαν αναδρομή στη σχετική διεθνή και πανευρωπαϊκή συζήτηση για το περιεχόμενο των σχολικών βιβλίων, ο τουρκοκύπριος συγγραφέας Αχμέτ Τζαβίντ Αν προτείνει τη σύνταξη κοινών εγχειριδίων, στα οποία η διάκριση ανάμεσα στο "Εμείς" και το "οι Άλλοι" θα έχει αντικατασταθεί από την παρουσίαση της αλληλοδιαπλοκής των δυο κοινοτήτων: "Το ιστορικό παρελθόν καθενός από μας, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, δεν μπορεί να απομονωθεί από το παρελθόν του άλλου. Όπως δεν υπάρχει καθαρή κουλτούρα, έτσι δεν μπορεί να υπάρξει και καθαρή ιστορία. Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι θα πρέπει να προσεγγίσουν τις ιστορίες των ηπειρωτικών εθνικών σχηματισμών τους σαν μια "διαπολιτισμική" ιστορία. Μια εθνική ιστορία μονοχρωματική και βασισμένη στις διακρίσεις, μπορεί να αναρριπίζει την εχθρότητα για την άλλη κοινότητα".

Δημοσιογράφος στο επάγγελμα, ο Χασάν Χαστουρέρ προτίμησε απ' την πλευρά του να επικεντρωθεί στη συμβολή των εξωεκπαιδευτικών ιδεολογικών μηχανισμών, από την οικογένεια ώς τα ΜΜΕ, στην εγχάραξη της κυρίαρχης εικόνας για το παρελθόν: "Τα πρώτα μας μαθήματα ιστορίας τα πήραμε από τους πατεράδες και τις μητέρες μας, πριν ακόμη πάμε σχολείο. Κι αν ακόμη οι ιστορικοί κάνουν θεωρητικά τη δουλειά τους σωστά, όταν κοιτάξουμε γύρω μας θα δούμε ότι η ιστορία γράφεται από τους γονείς μας, από πολιτικούς κι από στελέχη των ΜΜΕ. Τα ιστορικά ζητήματα φτάνουν σ' εμάς μέσα από την εφημερίδα, το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση, προτού πιάσουμε ένα βιβλίο ιστορίας". Κι αυτός, ωστόσο, κατέληξε σε μια έκκληση για εκκαθάριση των σχολικών βιβλίων από τα κομμάτια εκείνα που καλλιεργούν το διακοινοτικό μίσος. Την πρωτοβουλία, τόνισε, θα μπορούσαν να έχουν τα εργατικά συνδικάτα, εφόσον "οι μοναδικές γιορτές που γιορτάζονται με τα ίδια συναισθήματα από Τουρκοκύπριους κι Ελληνοκύπριους, είναι η Πρωτοχρονιά και η 1η του Μάη". 

Η μνήμη του αίματος

Πώς όμως μπορεί κανείς να μιλήσει για όλα εκείνα που χώρισαν -κι εξακολουθούν να κρατούν χωρισμένες- τις δυο κοινότητες; Μολονότι δεν έλειψαν και οι φωνές υπέρ μιας διακριτικής λήθης των αγριοτήτων του παρελθόντος ("να γράφεται απλά ότι το 1960-74 υπήρξε μια περίοδος συγκρούσεων, χωρίς καμιά ιδιαίτερη έμφαση", παρενέβη κάποια στιγμή ένας από τους ακροατές), οι περισσότεροι από τους ομιλητές φάνηκαν να θεωρούν ανεπαρκή μια τέτοια στάση απέναντι σε ένα παρελθόν, τα ίχνη του οποίου παραμένουν τόσο έντονα αποτυπωμένα στη ζωή των ανθρώπων. "Η ιστορία μπορεί να γραφτεί και να ξαναγραφτεί", τόνισε χαρακτηριστικά ο Ουλούς Ιρκάντ, δάσκαλος και αρθρογράφος της γνωστής προοδευτικής τουρκοκυπριακής εφημερίδας "Αβρούπα". "Καθήκον μας είναι να τη γράψουμε έτσι, ώστε να διδάξουμε τη νέα γενιά πώς να μην ξανακάνει τα δικά μας λάθη". Ο ίδιος επέλεξε να ανατρέξει στην ανάμνηση ενός τέτοιου γεγονότος από τα παιδικά του χρόνια (καλοκαίρι του 1967), "το οποίο μένει ζωντανά καρφωμένο στη μνήμη μου, παρόλο που Τούρκοι και Έλληνες τείνουν να το ξεχνούν": τους διαδοχικούς φόνους αθώων, περαστικών Τουρκοκυπρίων κι Ελληνοκυπρίων από ένοπλους εθνικιστές της "αντίπαλης" κοινότητας, με δεδηλωμένο (εκ των υστέρων) σκοπό την παραγωγή των "μαρτύρων" που θεωρούνταν "αναγκαίοι" για τον εθνικό διαχωρισμό. Καθώς εξιστορούσε τα γεγονότα, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει έναν λυγμό ΄ "συγνώμη", δικαιολογήθηκε, "είμαι πολύ συναισθηματικός"... 

Την εξύμνηση των πολεμικών επεισοδίων του παρελθόντος επέλεξε να καταγγείλει στην εισήγησή της και η ελληνοκύπρια συνάδελφός του, Πετρούλα Πέτρου: "Γιατί άραγε προσπαθούμε να πείσουμε τα παιδιά ότι σε έναν πόλεμο υπάρχει μονάχα δόξα; Γιατί δεν τους λέμε τίποτα για τον πόνο, τις καταστροφές, τους βιασμούς και τις βιαιοπραγίες; Γιατί τους μιλάμε μόνο για ήρωες, κι όχι για τα παιδιά που δεν μπόρεσαν να πάνε σχολείο ή που πέθαναν από πείνα στη διάρκεια του; Ή μήπως αυτές οι πληροφορίες είναι χωρίς σημασία; Αν κάτι πρέπει να διδάξουμε στη νέα γενιά, είναι ότι σε έναν πόλεμο δεν υπάρχει τίποτα το ηρωικό ή το πολιτισμένο".

Μια αποκλίνουσα πτυχή του ίδιου προβληματισμού κατέθεσε, τέλος, ο παλαίμαχος τουρκοκύπριος συγγραφέας Αρίφ Χασάν Ταχσίν. "Από μόνα τους, τα σχολικά βιβλία δεν αρκούν για να προκαλέσουν συγκρούσεις ανάμεσα στους λαούς", υποστήριξε. "Στη γενιά μου, λχ, μάθαμε ελάχιστη Ιστορία -και, παρόλα αυτά, υπήρξαμε εκείνοι που κατεξοχήν σκοτώθηκαν μεταξύ τους. Δεν γίνεται πόλεμος χωρίς οικονομικά αίτια. Να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε την ιστορία της Κύπρου, σημαίνει λοιπόν να αγωνιστούμε ενάντια στην άρχουσα τάξη της Κύπρου, τις ΗΠΑ και τη Βρετανία. Αυτό, πάλι, σημαίνει ότι θα καταλάβουμε πως η Τουρκία κι η Ελλάδα δεν είναι οι πατρίδες των Τουρκοκυπρίων και των Ελληνοκυπρίων, αλλά δυο μητέρες που τις ανακάλυψαν οι ιμπεριαλιστές για λογαριασμό μας"...


Οι οργανωτές 

Το Δικοινοτικό Κέντρο Εκπαίδευσης Δασκάλων (BTTC) ιδρύθηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο στη Λευκωσία, από Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους δασκάλους και έχει καθεστώς Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης. Στόχος του είναι "η εκπαίδευση δασκάλων από τις δυο κοινότητες σε ζητήματα διδασκαλίας και ειρήνης, με σκοπό την προώθηση της αλληλοκατανόησης και την ανάπτυξη μιας κοινής ταυτότητας", έτσι ώστε να γεφυρωθεί το χάσμα που προκάλεσαν οι αιματηρές διαμάχες του παρελθόντος και να καταστεί δυνατή η επαναπροσέγγιση των δυο κοινωνιών. Στους σχεδιασμούς του Κέντρου περιλαμβάνονται μια σειρά εκπαιδευτικά σεμινάρια (για ζητήματα ειρήνης αλλά και για παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες), ένας ποδοσφαιρικός αγώνας με μικτές ομάδες και η δημιουργία μιας μόνιμης υποδομής στο μικτό χωριό Πύλα. Η χρηματοδότηση της δραστηριότητάς του στηρίζεται προς το παρόν σε ιδιώτες ελληνοκύπριους χορηγούς και το KTOS, ενώ έχει ζητηθεί υποστήριξη και από το σχετικό ταμείο των Ηνωμένων Εθνών. 

(Ελευθεροτυπία, 27/5/2000)

www.iospress.gr