Το μοντέλο των μολυβένιων χρόνων
"Πρωτοβουλίες του ελληνικού ΥΠΕΞ για
ευρωπαϊκή στήριξη σε θέματα τρομοκρατίας"
("Εξουσία",13/6/2000)
Κάτω από την αφόρητη πίεση των ΗΠΑ, αλλά και ορισμένων ευρωπαίων εταίρων μας, η κυβέρνηση αναζητά την εύκολη λύση στο πρόβλημα της τρομοκρατίας. Να τροποποιήσει, δηλαδή, κάποιους δικονομικούς κανόνες, διαχωρίζοντας το έγκλημα της τρομοκρατίας από το κοινό έγκλημα και δίνοντας ορισμένα επιπλέον όπλα στις προανακριτικές και τις δικαστικές αρχές. Αποφεύγοντας να θεσπίσει έναν ιδιώνυμο «αντιτρομοκρατικό» νόμο -πράγμα που δεν το ζητάει πλέον ούτε η Νέα Δημοκρατία, μετά το δικό της φιάσκο το 1990-93- η κυβέρνηση αφήνει να διαρρεύσει η πρόθεσή της να λάβει διάσπαρτα νομοθετικά μέτρα, τα οποία θεωρεί ότι θα διευκολύνουν την πάταξη της τρομοκρατίας.
Ένα πρώτο παρόμοιο μέτρο είναι η σχεδιαζόμενη κατάργηση των ενόρκων στις δίκες φερομένων ως τρομοκρατών.
Η κατάργηση των ενόρκων
Η συλλογιστική που κρύβεται πίσω από αυτή την πρόταση διατυπώνεται ρητά: οι πολίτες-ένορκοι είναι πιο ευάλωτοι στις πιέσεις και την απειλή των τρομοκρατών, κατά συνέπεια είναι επιρρεπείς σε αθωωτικές ετυμηγορίες, ακόμα και όταν υπάρχουν αρκετά επιβαρυντικά στοιχεία.
Όμως αυτό το επιχείρημα θα ίσχυε πολύ περισσότερο για κάθε ειδεχθές έγκλημα και για κάθε επικίνδυνο κατηγορούμενο. Αντίθετα, ο θεσμός των ενόρκων είναι εντελώς απαραίτητη δημοκρατική δικλείδα σε περιπτώσεις που -όπως συμβαίνει με τις αντιτρομοκρατικές διώξεις- απαιτείται μια ενίσχυση του δικαστικού μηχανισμού με την παρουσία πολιτών. Κάτω από την πολιτική πίεση να «υπάρξει αποτέλεσμα» οι διωκτικοί μηχανισμοί είναι έτοιμοι να φουσκώσουν ή και να κατασκευάσουν επιβαρυντικά στοιχεία ή ακόμα να μεταχειριστούν παράτυπα και παράνομα μέσα. Ο δικαστικός μηχανισμός μόνος του δεν είναι σε θέση να τα αμφισβητήσει, και να θέσει σε δοκιμασία τη σχέση του με τους άλλους κρατικούς μηχανισμούς. Αυτός ο ρόλος πέφτει στο μικτό δικαστήριο. Και ζήσαμε τα τελευταία χρόνια αρκετές αστυνομικές κατασκευές να καταρρέουν ως σκευωρίες, χάρη ακριβώς στη δημοσιότητα και τη δημοκρατική διάρθρωση του δικαστηρίου.
Αλλά αυτή η πρόθεση για την κατάργηση των ενόρκων κρύβει ένα καίριο συλλογισμό, τον οποίο απ’ ό,τι φαίνεται αρχίζει να μοιράζεται η κυβέρνηση με όλους τους κατά καιρούς επικριτές της: ότι δηλαδή οι «τρομοκράτες» δεν είναι άλλοι από εκείνους που κατά καιρούς κατηγορήθηκαν και αθωώθηκαν στα δικαστήρια, χάρη δήθεν στην ύπαρξη των ενόρκων. Μ’ άλλα λόγια, επιβεβαιώνεται στην πράξη το δόγμα του «ακουμπάμε τη 17 Νοέμβρη», αλλά δεν μπορούμε να την καταδικάσουμε. Πρόκειται για το ίδιο δόγμα που πρεσβεύουν -μόλις βέβαια απομακρυνθούν από τη θέση τους- όλοι οι κατά καιρούς υπουργοί Δημόσιας Τάξης και το διατυπώνουν με διάφορους τρόπους: όλοι διαμαρτύρονται για τις αθωωτικές αποφάσεις, όλοι αμφισβητούν ότι υπήρξαν πρωταγωνιστές σε σκευωρίες και φιάσκα, και όλοι έχουν λίστες με ονόματα, τα οποία κατά σύμπτωση θα ερευνούσαν την επομένη της αποπομπής τους. Ας μη διαμαρτύρονται μετά απ’ αυτά για τις απόψεις του τέως αρχηγού της CIA. Ο κ. Γούλσεϊ μπορεί κάλλιστα να επικαλεστεί τις ταυτόσημες δηλώσεις ανώτατων Ελλήνων αξιωματούχων.
Το σκληρό μοντέλο
Στο πλαίσιο της ίδιας συλλογιστικής προβάλλεται πλέον ανοιχτά το «επιτυχημένο» μοντέλο Ιταλίας, Γερμανίας και Βρετανίας, ως υπόδειγμα για την ακολουθητέα πολιτική. Κατά σύμπτωση, πριν από λίγες μόνο μέρες, δημοσιεύτηκε στη γερμανική Suddeutsche Zeitung, ο απολογισμός της γερμανικής εμπειρίας, γραμμένος από τον πιο αρμόδιο άνθρωπο, τον θρυλικό κυνηγό κεφαλών τρομοκρατών Χορστ Χέρολντ. Το εκτενές άρθρο του Χέρολντ δεν κίνησε το ενδιαφέρον του ελληνικού Τύπου (με εξαίρεση την παρουσίαση της Ελένης Κοχαϊμίδου στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία), όμως πρόκειται για μια εξαιρετικά σημαντική αυτοκριτική και μια εμπεριστατωμένη ανατροπή της εδραιωμένης πεποίθησης ότι τα σκληρά μέτρα στη Γερμανία προκάλεσαν τη διάλυση της RAF.
Ο Χορστ Χέρολντ δεν είναι ένας τυχαίος άνθρωπος. Θεωρείται σήμερα «ο καλύτερος αστυνομικός» που υπήρξε ποτέ στη Γερμανία. Από το 1971 έως το 1981 διηύθυνε την Ομοσπονδιακή Αστυνομία (BKA) και το όνομά του έχει συνδεθεί με την εξάρθρωση της πρώτης γενιάς της RAF, τη σύλληψη των ηγετικών στελεχών της, τη διαλεύκανση της απαγωγής του Λόρεντς και των δολοφονιών του Μπούμπακ και του Σλάγιερ. Υπήρξε ο πρώτος που εισήγαγε ένα δικό του σύστημα ηλεκτρονικής παρακολούθησης και διασταύρωσης στοιχείων (INPOL), το οποίο θεωρείται πρόδρομος του κεντρικού υπολογιστή της Europol και του Σένγκεν. Κατά την περίοδο του «γερμανικού φθινοπώρου» του 1977, ο Χέρολντ ασκούσε δικτατορικές εξουσίες, ελέγχοντας όλο το μηχανισμό της αστυνομίας και των ειδικών δυνάμεων (βλ. τις αναμνήσεις ενός από εκείνους που συνέλαβε ο Χέρολντ: Ρολφ Πόλε «Το όνομά μου είναι άνθρωπος», εκδ.
Μαύρη Λίστα, 1999, σελ. 142-3).
Ε, λοιπόν, αυτός ο διαβόητος σκληρός αστυνομικός, 25 χρόνια από τις δίκες στο Σταμχάιμ αποκαλύπτει ότι η RAF δεν διαλύθηκε από τα χτυπήματα του ενισχυμένου αντιτρομοκρατικού μηχανισμού ή την έκτακτη νομοθεσία, αλλά κατέρρευσε μόνη της, τη δεκαετία του ‘80, όταν άρχισε η κοινή γνώμη να αδιαφορεί, τόσο για τη δράση της οργάνωσης, όσο και για την αδυναμία του κράτους να την αντιμετωπίσει. Σημείο καμπής για την εξέλιξη αυτή θεωρεί ο Χέρολντ τη στιγμή που έπαψε η RAF να ενδιαφέρεται για τη ζωή των αμέτοχων πολιτών. «Όταν η RAF σκότωσε τον απλό αμερικανό στρατιώτη Πίμενταλ (τον Αύγουστο του ’85) μόνο και μόνο για να εισχωρήσει με τη δική του ταυτότητα στην αμερικανική αεροπορική βάση, τότε μεταστράφηκαν ακόμα και μεγάλα τμήματα του πολιτικού της περίγυρου. Πρόκειται για ένα από τα παράδοξα της ιστορίας, το γεγονός ότι εκείνη ακριβώς τη στιγμή που θα περίμενε κανείς να εκδηλωθεί η μεγαλύτερη απέχθεια της κοινής γνώμης, το ενδιαφέρον της δημοσιότητας για τη RAF αιφνιδίως ξεφούσκωσε. Η υπόθεση, βέβαια, καλύφτηκε δημοσιογραφικά, αλλά με υποτονικό τρόπο, χωρίς τα γνωστά εκρηκτικά σχόλια. Κανέναν δεν ενοχλούσε πλέον που τα κρατικά όργανα δεν μπορούσαν να διαλευκάνουν τα εγκλήματα, και που οι εγκληματίες δεν συλλαμβάνονταν. Ακόμα και το ρεύμα της διαρκώς ανανεούμενης συμπάθειας και υποστήριξης ξεφούσκωσε και η RAF κατέρρευσε χωρίς καμιά παρέμβαση του κράτους ή της δημοσιότητας. Μετά από λίγες ακόμα σπασμωδικές ενέργειες που επιχείρησαν να αποδείξουν ότι συνεχίζει να υπάρχει, διαλύθηκαν τα υπολείμματα της RAF, με έναν περιπαθή αυτοέπαινο και μια κίνηση εντυπωσιασμού κατά τη δεκαετία του ‘90».
Αυτή, λοιπόν, είναι η ωμή αλήθεια, όπως την περιγράφει ο ειδικός των ειδικών. Η RAF δεν διαλύθηκε ούτε από την «αποτελεσματικότητα» της γερμανικής αστυνομίας ούτε από τη θέσπιση των ειδικών αντιτρομοκρατικών νόμων που τόσο θαυμάζουν οι εγχώριοι Κλουζό. Αντιθέτως, η βαριά κληρονομιά με την έκτακτη νομοθεσία εκείνης της εποχής έχει παραμείνει στη γερμανική διωκτική και δικονομική πρακτική ως ένα πραγματικό πρόβλημα, το οποίο κανείς δεν τολμάει να αγγίξει. Ακόμα ισχύουν οι νόμοι της «απαγόρευσης επαφής» του κατηγορουμένου με τον έξω κόσμο, ακόμα ισχύουν οι ρυθμίσεις που καθιστούν συνενόχους τους δικηγόρους, ακόμα διατηρείται η περιβόητη παράγραφος 129, η οποία διώκει το φρόνημα και όχι τις πράξεις. Το αστείο είναι ότι ο Χέρολντ θεωρεί ότι όλη αυτή η νομοθεσία υπήρξε επικίνδυνη και βλαπτική για την αντιτρομοκρατική δράση του BKA, διότι από τη στιγμή της απομόνωσης των φυλακισμένων στελεχών της RAF, έπαψε η υπηρεσία του να μπορεί να συλλέγει πληροφορίες για τις επαφές τους. Πριν από 25 ακριβώς χρόνια, μέσα στις φυλακές υψίστης ασφαλείας του Σταμχάιμ, η δίκη του Μπάαντερ, της Μάινχοφ, της Ενσλιν και του Ράσπε είχε ήδη εξελιχτεί -με την εφαρμογή του δικονομικού τερατουργήματος των έκτακτων μέτρων- σε τραγική φάρσα. Τότε ένας από τους συνηγόρους, ο Οτο Σίλι, κραύγασε προς τους δικαστές το περίφημο: «Τώρα γκρεμίσατε το κράτος δικαίου». Σήμερα ο κ. Σίλι είναι υπουργός Εξωτερικών στη γερμανική κυβέρνηση, αλλά δεν τόλμησε ούτε αυτός ούτε οι συνάδελφοί του να ξαναχτίσουν τα ερείπια.
Φυσικά δεν θα ήταν σοβαρός όποιος επιχειρούσε να ταυτίσει απολύτως τη δράση της «17 Νοέμβρη» με εκείνη της RAF τη δεκαετία του ’70. Η πρώτη είναι ένας αυστηρά συνωμοτικός μικρός πυρήνας, για τον οποίο κάθε υπόθεση εργασίας είναι δυνατή, ενώ η δεύτερη υπήρξε μια πολυδαίδαλη και πολυάνθρωπη οργάνωση, της οποίας ο αρχικός πυρήνας σχηματίστηκε από γνωστούς πολιτικούς ακτιβιστές.
Όπως γράφει ο Χέρολντ, μέχρι το τέλος του 1979 η κυβέρνηση της Δυτικής Γερμανίας είχε ανακαλύψει 104 γιάφκες και 180 κλεμμένα αυτοκίνητα, περίπου δηλαδή τα μισά από όσα υπολόγιζε ότι χρησιμοποιούσε η οργάνωση. Τα μέλη της οργάνωσης που βρίσκονταν στην παρανομία τα υπολογίζει ο Χέρολντ σε 50-60 και άλλα 100 μέλη χρησιμοποιούνταν ως σύνδεσμοι με τους δικηγόρους και για βοηθητικές εργασίες. Στις γιάφκες οι αστυνομικοί απομόνωσαν 6.000 αποτυπώματα, διαφορετικά από τα αποτυπώματα των γνωστών στελεχών της οργάνωσης.
Αυτό που μας κρύβουν οι θαυμαστές της «γερμανικής αποτελεσματικότητας» είναι το γεγονός ότι από τη στιγμή που η RAF αποκόπηκε από τον πολιτικό της περίγυρο και περιορίστηκε σε μια μικρή ομάδα εκτελεστών (έγινε δηλαδή, τηρουμένων των αναλογιών, κάτι σαν τη «17 Νοέμβρη») τα έκτακτα αντιτρομοκρατικά μέτρα έπαψαν να έχουν οποιαδήποτε αποτελεσματικότητα. Από το 1985 μέχρι σήμερα δεν έχει διαλευκανθεί ούτε μία από τις τρομοκρατικές ενέργειες στη Γερμανία:
- ούτε η δολοφονία του Ερνστ Τσίμερμαν, αρχηγού της εταιρείας MTU, στο σπίτι του στο Γκάουτιγκ (Φεβρουάριος 1985),
- ούτε η δολοφονία του διευθυντικού στελέχους της Ζίμενς Καρλ Χάιντς Μπέκουρτς, και του οδηγού του (Ιούλιος 1986),
- ούτε η δολοφονία του διπλωμάτη Γκέρολντ φον Μπράουνμιλ (Οκτώβριος 1986),
- ούτε η δολοφονική βομβιστική ενέργεια εναντίον του τραπεζίτη Αλφρεντ Χερχάουζεν (1989),
- ούτε η δολοφονία του Ντέτλεφ Κάρστεν Ροβέντερ, προέδρου της εταιρείας Τρόιχαντ (Απρίλιος 1991).
Είναι βέβαιο ότι όλα αυτά τα γνωρίζει η ελληνική κυβέρνηση. Και δεν πιστεύουμε ότι οι αρμόδιοι έχουν λιγότερη εκτίμηση στον Χορστ Χέρολντ από ό,τι στους διάφορους συνεργάτες που επέλεξαν κατά καιρούς για τον «αντιτρομοκρατικό» τους αγώνα: για παράδειγμα στον ειδικό πράκτορα Ντου-Κου (Ντάνο Κρυστάλλη), ο οποίος έπεισε τις διωκτικές αρχές να του αναθέσουν να ακουμπήσει την τρομοκρατία, ή την ειδική επιστήμονα Μαίρη Μπόσση -δεξί χέρι του κ. Παπαθεμελή- η οποία κατηγορείται από τον πρώην αρχηγό της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας, ότι το μόνο της προσόν υπήρξε κάποια μικρή εξειδίκευση κτηθείσα εν Λάνγκλεϊ.
Γι’ αυτό το λόγο, αν παρθούν παρόμοια μέτρα, ο μόνος πραγματικός λόγος θα είναι να δείξει η ελληνική κυβέρνηση την ευπείθειά της προς την αμερικανική. Πρόκειται για ένα παιχνίδι διεθνών σχέσεων, στο οποίο ο χαμένος δεν πρόκειται να είναι η «17 Νοέμβρη», αλλά οι δημοκρατικές κατακτήσεις δεκαετιών. Ας το συνυπολογίσουν όσοι νοσταλγούν το «γερμανικό φθινόπωρο» στην Ελλάδα καλοκαιριάτικα.
(Ελευθεροτυπία, 17/6/2000)