Νοσταλγοί της "Ελληνικής Πολιτείας"
"Υπάρχουν από το 1914 ελληνικές ταυτότητες με το θρήσκευμα"
(Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, στη λαοσύναξη της Αθήνας)
Η υπόθεση ξεκίνησε στις 12 Ιουνίου, όταν ο Γιώργος Καρατζαφέρης εμφανίστηκε στην καθημερινή του εκπομπή στο TELE-CITY κραδαίνοντας ένα παλιό ντοκουμέντο, πανέτοιμος πια να κατακεραυνώσει τους ανιστόρητους αντιπάλους της αναγραφής του θρησκεύματος στα δελτία ταυτότητας: "Να καταρρίψωμε εκείνο το ψεύδος το ασύστολο, το πρόστυχο, το επαίσχυντο της κυβερνήσεως ότι τάχα οι ταυτότητες αναγράφουν το θρήσκευμα από το 1942", βροντοφώναξε. "Όσο κι αν το ξεκαθαρίζουν και αφήνουν να λένε ότι έγινε για κάποιους λόγους εθνικούς, δεν παύουν να θυμίζουν την ημερομηνία '42 για να παραπέμπουν στους ναζί. Είναι ψεύτες, κυρίες και κύριοι". Και προχώρησε στην "αποκάλυψη": "Να, λοιπόν, κυρίες και κύριοι.
Έχω στα χέρια μου την ταυτότητα του κυρίου Κοιλιάδη. Κοιλιάδης Ιωάννης, ο πατέρας του Αργύριος. Ελληνική Πολιτεία, Υφυπουργείον Ασφαλείας, ΙΒ Αστυνομικόν Τμήμα Παλαιού Φαλήρου. Μέσα γράφει ότι έχει γεννηθεί το 1866, ότι είναι εργάτης και το θρήσκευμα Χριστιανός Ορθόδοξος. 16 Αυγούστου 1914. Αριθμός ταυτότητος 2906. Να, λοιπόν, κυρίες και κύριοι το ψεύδος το μεγάλο. Δείτε το, σας παρακαλώ πάρα πολύ. Τι σας φέρνει το TELE-CITY στο σπίτι σας; Χριστιανός Ορθόδοξος. Παλαιό Φάληρο. 16 Αυγούστου 1914. Από πότε, λοιπόν, αναγράφεται το θρήσκευμα; Από πότε; Απ' το 1914. Μπορεί να 'ταν και δυο-τρία χρόνια πριν".
Η βιασύνη του κ. Χριστόδουλου
Δεν πρόλαβε καλά-καλά να ολοκληρώσει ο Γ. Καρατζαφέρης το τηλεοπτικό του λογύδριο και ο αρχιεπίσκοπος φρόντισε να ανακυκλώσει τη βολική "πληροφορία" κατά την ομιλία του στη Θεσσαλονίκη (14/6). Για όσους, μάλιστα, δεν μπόρεσαν να την εμπεδώσουν με την πρώτη, ο κ. Χριστόδουλος την επανέλαβε με ακόμη μεγαλύτερη σαφήνεια στη λαοσύναξη της Αθήνας: "Υπάρχουν από το 1914 ελληνικές ταυτότητες με το θρήσκευμα. Επί 85 χρόνια τουλάχιστον υπάρχει το θρήσκευμα και τώρα το βγάζουν έξω" (21/6).
Αν και κατά τη γνώμη μας το μεγαλύτερο ή μικρότερο χρονικό βάθος της αναγραφής του θρησκεύματος δεν έχει την παραμικρή σχέση με την ορθότητα ή μη του εν λόγω μέτρου, αξίζει να σταθούμε για λίγο στη νέα αυτή συμβολή του Γ. Καρατζαφέρη στην αποκατάσταση της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Γιατί κάτι δεν πάει καλά με την ταυτότητα που παρουσίασε ο καναλάρχης του TELE-CITY και υιοθέτησε αυτομάτως ο αρχιεπίσκοπος ως αδιάσειστη απόδειξη της ιστορικότητας του θρησκευτικού φακελώματος των πολιτών.
Έχουμε και λέμε: Το ντοκουμέντο Καρατζαφέρη φέρει στην κορυφή την ένδειξη "Ελληνική Πολιτεία" και από κάτω "Υφυπουργείο Ασφαλείας". Αλλά τα δύο αυτά στοιχεία αντιφάσκουν με τη χρονολογία έκδοσης της συγκεκριμένης ταυτότητας, δηλαδή το 1914:
1. Πώς είναι δυνατόν ένα κρατικό έγγραφο του 1914 να εκδόθηκε από την "Ελληνική Πολιτεία", τη στιγμή που την εποχή εκείνη η Ελλάδα ήταν, ως γνωστόν, βασίλειο ("Βασίλειον της Ελλάδος"); "Ελληνική Πολιτεία" υπήρξε για ένα σύντομο διάστημα η ονομασία του νεοπαγούς κράτους τον καιρό του Καποδίστρια, κάτι που προφανώς δεν βοηθά στη χρονολόγηση της ταυτότητας κάποιου που γεννήθηκε στα 1866. (Τα πρώτα υπουργεία αποκαλούνταν εξάλλου "γραμματείες".) Δυστυχώς για τους κυρίους Καρατζαφέρη και Χριστόδουλο, καθώς και όλους εκείνους που έσπευσαν να τους ακολουθήσουν, "Ελληνική Πολιτεία" υπήρξε η ονομασία του κατοχικού καθεστώτος, από την εποχή του οποίου διασώζονται αρκετά δελτία ταυτότητας με μορφή παρόμοια με εκείνη του ντοκουμέντου Καρατζαφέρη.
2. Αντίθετα από ό,τι θα περίμενε ίσως κανείς, το υφυπουργείο Ασφαλείας δεν είναι ένας θεσμός με διαχρονική ισχύ. Ιδρύθηκε για πρώτη φορά επί Μεταξά το 1936 ως δεύτερο υφυπουργείο του υπουργείου Εσωτερικών και ανατέθηκε στον διαβόητο Μανιαδάκη (Α.Ν. 4/1936 "Περί καταστάσεως και ετέρου Υφυπουργού παρά τω Υφυπουργείω Εσωτερικών"). Στην Κατοχή, μία από τις πρώτες νομοθετικές πράξεις της κυβέρνησης Τσολάκογλου ήταν να αναβαθμίσει το υφυπουργείο Δημοσίας Ασφαλείας σε υπουργείο (Ν.Δ. 29/10.5.1941, "Περί μετονομασίας του Υφυπουργείου Δημοσίας Ασφαλείας εις Υπουργείον Δημοσίας Ασφαλείας"). Το κατοχικό υπουργείο Ασφαλείας διατηρήθηκε ως το 1942, οπότε αποφασίστηκε η εκ νέου υπαγωγή των αρμοδιοτήτων του στο υπουργείο Εσωτερικών (Ν.Δ. 1201/8.4.1942 "Περί καταργήσεως του υπουργείου Δημοσίας Ασφαλείας").
Αυτά για την ιστορία. Καθώς, λοιπόν, το 1914 δεν υπήρχε ούτε "Ελληνική Πολιτεία" ούτε "Υφυπουργείον Ασφαλείας", αγνοούμε τι ακριβώς συμβαίνει με το ντοκουμέντο του Γ. Καρατζαφέρη. Να πρόκειται για αναριθμητισμό και ένα απλό τυπογραφικό λάθος να μετέτρεψε το 1941 σε 1914; Να σβήστηκε με τα χρόνια το πρώτο 4 στο 1944 και να μοιάζει με 1; Αν όχι, ποιος άλλος δαίμων θα μπορούσε να στριμώξει σε ένα τόσο σύντομο κρατικό έγγραφο τρεις τουλάχιστον ιστορικά ασύμβατες πληροφορίες;
Προνόμιο ή φακέλωμα;
Όπως και να έχουν τα πράγματα, γενικευμένη χρήση δελτίων ταυτότητας δεν μαρτυρείται πριν από την 4η Αυγούστου. Γράφοντας στα 1933 για το θέμα, ο καθ' ύλην αρμόδιος Αστυνομικός Διευθυντής Α. Σαμπάνης είναι σαφής: στην Ελλάδα, δελτία ταυτότητας δεν ίσχυαν ως τότε για το σύνολο του πληθυσμού, αλλά μόνο για ελάχιστες ειδικές κατηγορίες.
1. Για τους εγκατεστημένους στην Ελλάδα αλλοδαπούς (Ν. 4310/1929 και 5405/1932). Εκδίδονταν από το υπουργείο Εσωτερικών, Υπηρεσία Αλλοδαπών.
2. Για τους αξιωματικούς του στρατού (Β.Δ. 26.2.1911).
Ίσχυαν για μια πενταετία και έδιναν στον φέροντα τη δυνατότητα να πληρώνει μειωμένη τιμή σε πλοία και τρένα.
3. Για τους αστυνομικούς υπαλλήλους (Ν. 4971/1931 "Περί οργανισμού του σώματος αστυνομίας πόλεων").
4. Για τους κυνηγετικούς κύνες (Ν. 5728/1932 "Περί θήρας"). Τα δελτία αυτά χορηγούνταν από τους κυνηγετικούς συλλόγους στα μέλη τους - κατόχους κυνηγετικών σκυλιών "διά την αναγνώρισιν της ιδιοκτησίας τοιούτου κυνός, ως και διά την πιστοποίησιν αυτού ως κυνηγετικού" (Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαιδεία, 1933).
Όποιος επομένως δεν ήταν αλλοδαπός, αξιωματικός, αστυνομικός ή, έστω, κυνηγιάρικο σκυλί δεν είχε πολλές ελπίδες να αποκτήσει ταυτότητα πριν από τα μέσα της δεκαετίας του '30. Κάποιες μεμονωμένες πρωτοβουλίες για χορήγηση αστυνομικών ατομικών δελτίων σε άλλες κατηγορίες πολιτών αντιμετωπίστηκαν από τους ενδιαφερόμενους ως απόπειρες φακελώματος. Χαρακτηριστική είναι η αντίσταση των υπηρετριών, όταν στα 1918 αποφασίστηκε η εγγραφή τους σε αστυνομικούς καταλόγους και ο εφοδιασμός τους με ειδικά δελτία ταυτότητας, μέτρο που αποσκοπούσε στον μεγαλύτερο δυνατό έλεγχο των νεαρών και αβοήθητων κοριτσιών και την "προστασία" των "κυρίων" τους από την υποτιθέμενη εγκληματικότητά τους. Οι αλλεπάλληλες παρατάσεις της προθεσμίας για την υποβολή των αιτήσεων, όπως προκύπτει από τον αθηναϊκό τύπο της εποχής, προδίδουν την απροθυμία των κοριτσιών να συναινέσουν στην εγγραφή τους στους καταλόγους της αστυνομίας. Τα πράγματα γίνονται σαφέστερα, όταν τον Αύγουστο του 1918 το σωματείο θαλαμηπόλων Πρόοδος ζητεί να εκδίδει αυτό τις ταυτότητες, καθώς οι υπηρέτριες αρνούνταν να πηγαίνουν στην αστυνομία και να φωτογραφίζονται, προτιμώντας ακόμη και να χάσουν τη δουλειά τους. Λίγους μήνες αργότερα, δημοσιεύεται η είδηση ότι, σύμφωνα με νέα αστυνομική διάταξη, οι υπηρέτριες μπορούσαν να αποφύγουν την επίσκεψη στην αστυνομία και τη φωτογράφηση, αν ο εργοδότης τους αναλάμβανε να ενημερώνει την αστυνομία για τη διαγωγή και τις κινήσεις τους.
Ερωτήματα και παραχαράξεις
Καθώς, λοιπόν, το ελληνικό χρονικό της έκδοσης δελτίων ταυτότητας αποδεικνύεται πολύ πλούσιο για να χωρέσει στα τηλεοπτικά παράθυρα, αρκετές πτυχές του ζητήματος παραμένουν ακόμη αδιευκρίνιστες.
Έχει υποστηριχθεί ότι η έκδοση δελτίων ταυτότητας για το σύνολο του πληθυσμού (χωρίς αναγραφή του θρησκεύματος) ίσχυσε για πρώτη φορά επί Μεταξά, οπότε ξεκίνησε και η διαδικασία χορήγησης ταυτοτήτων που δεν ολοκληρώθηκε λόγω του πολέμου (Λ. Καλλιβρετάκης, "Τα Νέα" 20.5.2000). Στην κατοχική Ελλάδα, ταυτότητες που δημοσιεύτηκαν στον καθημερινό τύπο αποδεικνύουν ότι το θρήσκευμα άρχισε από ένα χρονικό σημείο και μετά να περιλαμβάνεται στα στοιχεία ενός δελτίου ταυτότητας είτε με τυπωμένη είτε με χειρόγραφη την ένδειξη "Χριστιανός Ορθόδοξος" (Νίκος Αλιβιζάτος, "Τα Νέα" 29.5.2000). Μένει να ξεκαθαριστεί πότε ακριβώς και, κυρίως, γιατί οι κατοχικές κυβερνήσεις προχώρησαν στην αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες των πολιτών. Συστηματικότερη διερεύνηση χρειάζεται και η υπόθεση, σύμφωνα με την οποία η αναγραφή του θρησκεύματος στόχευε εξαρχής στη διαφοροποίηση των χριστιανών από τους εβραίους
Έλληνες πολίτες. Κι αυτό, γιατί η καταγραφή των Εβραίων ακολούθησε άλλους δρόμους, όπως μαρτυρείται από τις αφηγήσεις των επιζώντων και στοιχειοθετείται από την ιστορική έρευνα: Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης (άνδρες ηλικίας 14-45 ετών) κλήθηκαν στις αρχές Ιουλίου του 1942 από τη Γερμανική Στρατιωτική Διοίκηση στην πλατεία Ελευθερίας όπου υπάλληλοι του Δήμου υπό την εποπτεία των Γερμανών τους χορήγησαν δελτία με το όνομα, το επάγγελμα, την κατοικία και έναν αύξοντα αριθμό. Η απογραφή όλων των μελών της ισραηλιτικής κοινότητας Θεσσαλονίκης και ο εφοδιασμός τους με ατομικά δελτία ταυτότητας πραγματοποιήθηκε στις αρχές του 1943 (10-12 Φεβρουαρίου). Στην Αθήνα, οι γερμανικές αρχές εξέδωσαν στις 3 Οκτωβρίου διαταγή, σύμφωνα με την οποία οι Εβραίοι υποχρεώνονταν να γραφτούν σε έναν κατάλογο και να δίνουν κάθε Παρασκευή το "παρών" στα γραφεία της κοινότητας. (Βλ. ενδεικτικά: Γ. Γιακοέλ, "Απομνημονεύματα 1941-1943", Παρατηρητής 1993, Ε. Κούνιο-Αμαρίλιο, "Πενήντα χρόνια μετά...", Παρατηρητής 1995, Ευτυχία Νάχμαν, "Γιάννενα. Ταξίδι στο παρελθόν", Talos Press 1996). Αν, όμως, η αναγραφή του θρησκεύματος στις κοινές για όλους τους πολίτες ταυτότητες δεν υπήρξε ο βασικός μοχλός για την καταγραφή -ως εκ τούτου και την εξόντωση- των ελλήνων Εβραίων, παραμένει ακόμη ασαφής ο ακριβής ρόλος τους στη γραφειοκρατική προετοιμασία του Ολοκαυτώματος.
Ύστερα από τα ερωτηματικά, καιρός και για μια βεβαιότητα: Στις 9 Ιανουαρίου του 1945, με τις μάχες ακόμη να μαίνονται μεταξύ ΕΛΑΣ και αγγλικών στρατευμάτων, ο Νόμος 87 "Περί υποχρεωτικού εφοδιασμού διά δελτίων ταυτότητος" ερχόταν να καθιερώσει την υποχρεωτική αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, αποδεικνύοντας ότι μια κατοχική ρύθμιση μπορούσε κάλλιστα να εκφράσει και το πνεύμα των μεταπολεμικών ελληνικών αρχών. Το γεγονός δεν μπορεί να αναιρεθεί με "αποκαλύψεις" τύπου Καρατζαφέρη. Μολαταύτα, ένα νέο πυροτέχνημα επιχειρεί κάθε τόσο να θολώσει τα νερά, δίνοντας ανύπαρκτο ιστορικό βάθος σε μια πρακτική της ναζιστικής και της εμφυλιοπολεμικής Ελλάδας. Προ ημερών εμφανίστηκε και ο πατέρας Μεταλληνός να κατέχει μια ταυτότητα του 1923 από την Καβάλα που αναγράφει, όπως είπε, το θρήσκευμα. Πήρε την πάσα ο Στέλιος Παπαθεμελής και ξεκίνησε ένας νέος κύκλος θριαμβολογιών. Φοβούμαστε πως, αν υπάρχει ατομικό δελτίο που αναφέρει το θρήσκευμα στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο (εποχή ανταλλαγής πληθυσμών με αποκλειστικό κριτήριο το θρήσκευμα), μάλλον για λόγους διάκρισης πρέπει να είχε εκδοθεί. Αυτό, φυσικά, ελάχιστα ενδιαφέρει τους υπέρμαχους της αναγραφής, ρασοφόρους και μη. Ούτως ή άλλως, η έγνοια τους δεν είναι η αποκατάσταση της ιστορίας, αλλά η ιδεολογική της χρήση και η πολιτική της κατάχρηση.
(Ελευθεροτυπία, 1/7/2000)