Ο εφιάλτης από την Αυστραλία

"Τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Σπύρου Λούη έγιναν χθες στην περιοχή Ροκ Ντέιλ, στην πόλη Μπράιτον, παρουσία 1.000 ομογενών."

(11/9/2000)

Αν αρκετοί σημερινοί Έλληνες αθλητές ελπίζουν να διακριθούν στην Αυστραλία, πριν από έναν περίπου αιώνα κάποιοι Αυστραλοί συνάδελφοί τους έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους προκειμένου να γυρίσουν στο χωριό τους με ένα μετάλλιο από την Ελλάδα. Γιατί οι σχέσεις Ελλήνων και Αυστραλών στον τομέα του αθλητισμού δεν είναι χθεσινές. Χρονολογούνται από την πρώτη Ολυμπιάδα, εκείνη του 1896, τότε που ένας ρομαντικός Αυστραλός λογιστής με φτερά στα πόδια ξεκίνησε μόνος και αβοήθητος από την άλλη άκρη του κόσμου αποφασισμένος να εκπροσωπήσει επάξια την πατρίδα του στους Ολυμπιακούς της Αθήνας. Με αποτέλεσμα να κατακτήσει δύο σημαντικά μετάλλια, αλλά να χάσει το τρίτο και φαρμακερό: εκείνο που, αν το κέρδιζε, θα δόξαζε την Αυστραλία, αλλά θα στερούσε την Ελλάδα από μια κεντρική σελίδα της σύγχρονης μυθολογίας της. Ούτως ή άλλως, ούτε τις δύο νίκες του μπόρεσε να χαρεί εξ ολοκλήρου ο νεαρός λογιστής: μάταια έψαχναν οι διοργανωτές να βρουν και να υψώσουν τη σημαία της μακρινής του χώρας. Αυστραλιανή σημαία δεν είχε προβλεφθεί στους αγώνες και ο δρομέας από τη Μελβούρνη υποχρεώθηκε να αποδεχθεί το "συγγενέστερο" εθνικό σύμβολο - εκείνο της Μ. Βρετανίας.

Χωρίς ταυτότητα

Ας πιάσουμε, ωστόσο, το νήμα από την αρχή. Ο αγγλικής καταγωγής Αυστραλός Εντουιν Χάρολντ Φλακ, (για τους φίλους του Τεντ), ήταν 22 ετών όταν πληροφορήθηκε τα της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων. Αποφάσισε αμέσως να ταξιδέψει στην Αθήνα, έστω και μόνο για να τους παρακολουθήσει. Εκείνη την εποχή, ο Φλακ ζούσε στο Λονδίνο, όπου τον είχε στείλει η οικογενειακή επιχείρηση για να βελτιώσει τις λογιστικές του γνώσεις. Στις ώρες της ανάπαυλας, έβρισκε χρόνο να ασχολείται με τον αθλητισμό, και συγκεκριμένα με τα αγωνίσματα δρόμου, είδος στο οποίο είχε ήδη σημειώσει αρκετές επιτυχίες στην πατρίδα του την Αυστραλία. Πλησίαζε το Πάσχα του 1896, και ο νεαρός Φλακ έπεισε τους λονδρέζους εργοδότες του να του δώσουν άδεια να εξαφανιστεί για λίγες ημέρες. Αλλάζοντας τρένα και βαπόρια έφτασε εγκαίρως στην Αθήνα, όπου εμφανίστηκε ως "ελεύθερος σκοπευτής". Δεν ανήκε σε κάποια εθνική αντιπροσωπεία, δήλωσε ωστόσο ότι θα συμμετάσχει στους αγώνες ως Αυστραλός. Δεν διέθετε διαπίστευση και τα χαρτιά του τον ανέφεραν ως Βρετανό υπήκοο, μέλος της βρετανικής αποικίας στην αυστραλιανή Βικτόρια. Παρ' όλες αυτές τις ασάφειες, η αυστραλιανή του ταυτότητα έγινε εντέλει δεκτή από τους διοργανωτές, με αποτέλεσμα ο Φλακ να αναγνωριστεί ως η μοναδική αθλητική παρουσία όχι μόνο από την πέμπτη ήπειρο, αλλά και από ολόκληρο το νότιο ημισφαίριο.

Οι αγώνες ξεκινούν την 25η Μαρτίου και οι ελληνικές εφημερίδες έχουν να πουν μόνο καλά λόγια για τις εμφανίσεις του νεαρού Αυστραλού. Το ίδιο και οι αυστραλιανές, με τη διαφορά ότι αυτές εκμεταλλεύονται την ευκαιρία για να παρουσιάσουν στους αναγνώστες τους μερικά "νέα και περίεργα" από τον τόσο μακρινό γι' αυτούς κόσμο της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Τις πρώτες ημέρες των αγώνων, ο Φλακ έρχεται με σχετική άνεση πρώτος στα αγωνίσματα των 800 και 1.500 μέτρων, προκαλώντας το θαυμασμό Ελλήνων και Αυστραλών. Η δύσκολη στιγμή, εκείνη της έπαρσης της αυστραλιανής σημαίας που δεν υπήρχε, παρακάμπτεται μάλλον εύκολα: αρχικά οι διοργανωτές υψώνουν κατά λάθος τη σημαία της Αυστρίας, λίγο αργότερα, ύστερα από σύντομες διαβουλεύσεις, η σημαία της Βρετανίας ανεμίζει στον αττικό ουρανό πανηγυρίζοντας την αυστραλιανή νίκη. (Για όλα αυτά, βλ. το έργο του μελετητή των ελληνο-αυστραλιανών σχέσεων Hugh Gilchrist, "Australians and Greeks, 1. The Early Years", εκδόσεις Halstead Press 1992, σ. 151-162).

Ο μεγάλος αν τίπαλο ς

Τα δύσκολα αρχίζουν με το αγώνισμα του Μαραθωνίου. Όπως προκύπτει από τις διαθέσιμες πηγές, οι Έλληνες είχαν επενδύσει τα πάντα στον Μαραθώνιο που θα πραγματοποιούνταν την πέμπτη ημέρα των Ολυμπιακών. Η νίκη στο συγκεκριμένο άθλημα εμφανιζόταν ως επιτακτική εθνική ανάγκη. Δεήσεις αναπέμπονταν από το πρωί στους ναούς της χώρας, ενώ στο Παναθηναϊκό Στάδιο συνέρεε επί ώρες ένα πολύχρωμο πλήθος από τις γειτονιές και τα περίχωρα της πρωτεύουσας. Αν και στο αγώνισμα συμμετείχαν κάμποσοι γεροί αθλητές από άλλες χώρες, για το ελληνικό κοινό ως φόβητρο λειτουργούσε μόνο το όνομα του Φλακ, πασίγνωστο ύστερα από τις επιτυχημένες εμφανίσεις του. Στο μεταξύ, ο Φλακ βρισκόταν από την παραμονή στον Μαραθώνα, όπου πέρασε το βράδυ σε ένα χωριατόσπιτο. Όπως και οι υπόλοιποι ξένοι δρομείς, αντίκριζε για πρώτη φορά το δρόμο που όφειλε να διανύσει τρέχοντας την επομένη (βλ. Hugh Gilchrist, ό.π., σ. 156).

Ο αγώνας άρχισε το απομεσήμερο της επομένης: η εκκίνηση δίνεται από έναν ταγματάρχη και οι δρομείς ακολουθούνται από ποδηλάτες και αξιωματικούς του στρατού που εκτελούν χρέη επόπτη. Πιο πίσω έρχονται άμαξες με γιατρούς και φάρμακα για τις πρώτες βοήθειες. Στην αρχή του αγώνα, την κούρσα οδηγεί με γρήγορο ρυθμό ο Γάλλος Λερμιζιό, με δεύτερο τον Φλακ, τρίτο τον Αμερικανό Μπλακ, τέταρτο τον Ούγγρο Κέλνερ και στο τέλος τους Έλληνες. Στο 23ο χιλιόμετρο καταρρέει ο Μπλακ, στο 32ο ο Λερμιζιό. Έχοντας διατηρήσει τις δυνάμεις του, ο Σπύρος Λούης προωθείται αργά αλλά σταθερά στις πρώτες θέσεις. Στο 34ο χιλιόμετρο οι δυνάμεις του Φλακ αρχίζουν να τον εγκαταλείπουν και ένας φίλος που τον συνόδευε με ποδήλατο προσπαθεί να τον συνεφέρει. Ζητεί βοήθεια από έναν παρευρισκόμενο κι εκείνος, πιστεύοντας ότι ο Αυστραλός βρίσκεται στα τελευταία του, τον παίρνει αγκαλιά. Ο Φλακ θυμώνει με την απρόβλεπτη οικειότητα του Έλληνα και αμύνεται με τη γροθιά του. Η προσπάθεια, ωστόσο, τον εξαντλεί και ο Αυστραλός μεταφέρεται σε μια άμαξα για να οδηγηθεί μισολιπόθυμος στο Στάδιο.

Την ίδια στιγμή, η αγωνία του πλήθους που ανυπομονεί στο Στάδιο έχει φτάσει στο αποκορύφωμά της. Σε μυθιστόρημά της που κυκλοφόρησε λίγα χρόνια αργότερα, η εκδότρια της Εφημερίδος των Κυριών Καλλιρρόη Παρρέν δίνει μια γλαφυρή εικόνα της δύσκολης εκείνης ώρας:"Τέλος εις τας 4.30 φθάνει ο Γκαίδριχ, ο γνωστός ποδηλάτης, και το όνομα του Φλακ, του Αυστραλιανού δρομέως, ως ερχομένου πρώτου, ρίπτεται ως κεραυνός, ο οποίος αποσβολώνει όλους. Κατήφεια, αφασία γενική από άκρου εις άκρον. Το όνομα του Φλακ κυκλοφορεί μονοσύλλαβον, ξηρόν, άχαρι, κάτι τι ως ράπισμα εις το πρόσωπον ενός ολοκλήρου λαού, ράπισμα, το οποίον δεν επερίμενέ τις και το οποίον ενώ πονεί, προξενεί συγχρόνως εντροπήν και εξευτελισμόν και ταπείνωσιν και ύβριν. Την στιγμήν εκείνην το Στάδιον όλον εχρωματίσθη με το κόκκινον χρώμα της εντροπής, διότι όλα τα πρόσωπα εκοκκίνησαν συγχρόνως και εις όλων τα βλέμματα ήστραψεν η αστραπή του αιφνιδίου πόνου".

Το ηθικό αναπτερώνεται με την άφιξη του δεύτερου ποδηλάτη, ενός Έλληνα δημοσιογράφου αυτή τη φορά, που ανακοινώνει τη συντριβή του Αυστραλού. "Ώστε ο Φλακ, ο εφιάλτης αυτός δεν μας απειλεί πλέον", συνεχίζει η Παρρέν. "Και το Στάδιον όλον αναπνέει μίαν μεγάλην αναπνοήν ανακουφίσεως, και το Στάδιον ωχριά τώρα και φρικιά ολόκληρον από την γλυκείαν φρικίασιν της αναγεννωμένης ελπίδος" ("Η Μάγισσα", Αθήναι 1901, σ. 251-2).

Αθλητικές εμπειρίες

Η έκβαση του αγώνα είναι γνωστή. Μόνο που η νίκη του Σπύρου Λούη είχε και τις δευτερεύουσες συνέπειές της. Μια από αυτές υπήρξε η θερμή φιλοξενία που επιφύλαξαν οι Έλληνες -από τη βασιλική οικογένεια ως τον τελευταίο θεατή των αγώνων- στον ηττημένο Φλακ, τον αθλητή που, έστω και άθελά του, είχε την περίσκεψη να θριαμβεύσει στα άλλα αγωνίσματα και να αφήσει έναν Έλληνα να πάρει την πρωτιά του Μαραθωνίου. Έτσι, όταν στα 1906 διοργανώθηκαν για δεύτερη φορά στην Αθήνα διεθνείς αγώνες στίβου, ο Φλακ ήταν από τους πρώτους στην τιμητική λίστα των καλεσμένων. Αρνήθηκε, καθώς στο ενδιάμεσο είχε αναλάβει σοβαρές ευθύνες στην οικογενειακή επιχείρηση και δεν είχε πια τη δυνατότητα να απουσιάσει. Η φήμη του, ωστόσο, ακολουθούσε τους συμπατριώτες του που βρέθηκαν στην Αθήνα για τους αγώνες, προκαλώντας τους το πρόσθετο άγχος να φανούν αντάξιοί του. Ατύχησαν: στους αγώνες του 1906, οι Αυστραλοί θα κέρδιζαν την τρίτη θέση σε τρία αγωνίσματα (δρόμος 100 και 400 μ., κολύμβηση 100 μ.), απογοητεύοντας το ελληνικό κοινό που, σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, τους είχε υποδεχθεί με ιδιαίτερο ενθουσιασμό.

Μπορεί να μην κατάφεραν να επαναλάβουν το μύθο του Φλακ, ωστόσο οι Αυστραλοί αθλητές του 1906 είχαν την τύχη να ζήσουν από κοντά -και εκτός επισήμου προγράμματος- πτυχές της ελληνικής πραγματικότητας που είχε χάσει ο διάσημος συμπατριώτης τους. Ανάμεσά τους και το προεκλογικό κλίμα των ημερών, καθώς οι αγώνες συνέπιπταν με τις πρόωρες εκλογές της 26ης Μαρτίου, τις οποίες κέρδισε ο πρωθυπουργός Θεοτόκης συντρίβοντας τους ραλλικούς αντιπάλους του. Οι τρεις Αυστραλοί βρέθηκαν τη λάθος ώρα στο λάθος τόπο. Ήταν παραμονή των εκλογών και οι τρεις φίλοι περπατούσαν κοντά στην Πλατεία Συντάγματος, χαζεύοντας μια διαδήλωση του αντιπολιτευόμενου ραλλικού κόμματος. Κόσμος πολύς είχε συγκεντρωθεί στο Σύνταγμα, παρακολουθώντας την ομιλία κάποιου κυβερνητικού υποψηφίου. Αλησμόνητη θα παρέμενε στους τρεις ταξιδιώτες η συμπλοκή που ξέσπασε όταν οι δύο ομάδες βρέθηκαν σε απόσταση βολής: καρέκλες, τραπέζια και πιατικά από τα καφενεία της πλατείας μετατράπηκαν αυτομάτως σε όπλα, οι τζαμαρίες άρχισαν να πέφτουν με εκκωφαντικό κρότο και ακούστηκαν και κάποιοι κοντινοί πυροβολισμοί. "Η ατμόσφαιρα έγινε μαύρη από τον καπνό, και μέσα στη μαυρίλα οι καρέκλες έμοιαζαν να πετούν προς όλες τις κατευθύνσεις", θυμόταν αργότερα ο δρομέας Ν. Μπάρκερ. "Η πλατεία γέμισε στρατιώτες με έτοιμες τις ξιφολόγχες και παντού έβλεπες ιππικό. Ο τόπος είχε ζωντανέψει, καθώς όλοι ορμούσαν με σπασμένες καρέκλες που βρίσκονταν γύρω κατά εκατοντάδες και η σύγχυση που επικρατούσε ήταν απόλυτη". Η μόνη λύση για τους έντρομους επισκέπτες ήταν να το βάλουν εγκαίρως στα πόδια. Όταν συνήλθαν, είχαν πια την άνεση να δουν τα πράγματα διαφορετικά. "Ήταν κρίμα όλα αυτά που συνέβησαν αμέσως πριν το άνοιγμα των Αγώνων", θα σημείωνε ψύχραιμα ο Μπάρκερ. "Μολαταύτα ήταν μια εμπειρία και χαίρομαι που δεν την έχασα" (Η. Gilchrist, στο ίδιο, σ. 181-2).

   (Ελευθεροτυπία, 16/09/2000)

www.iospress.gr