Η δικαίωση της προβοκάτσιας

 

"Μετάλλιο στους μαχητές της Κύπρου"

 ("Ελευθεροτυπία" 11/09/2000)

Η είδηση πέρασε στα ψιλά: το ελληνικό Υπουργείο Εθνικής Άμυνας αποφάσισε να βραβεύσει με ειδικό στρατιωτικό μετάλλιο όσους μετείχαν στις πολεμικές επιχειρήσεις της δεκαετίας 1964-74 στην Κύπρο. Το σχετικό σχέδιο προεδρικού διατάγματος έχει ήδη συνταχθεί και κατατεθεί στο Συμβούλιο Επικρατείας. Όπως διευκρινίστηκε, η τιμητική απονομή θα περιλάβει όχι μόνο τους πολεμιστές που αντιμετώπισαν τον πρώτο και δεύτερο "Αττίλα" το τραγικό εκείνο καλοκαίρι του 1974, αλλά και όλους όσους συμμετείχαν στις σημαντικότερες (τουλάχιστον) από τις διακοινοτικές συγκρούσεις των προηγούμενων χρόνων. Ονομαστικά αναφέρονται οι οδομαχίες της Λευκωσίας το 1964, οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του ίδιου καλοκαιριού στην Τηλυρία και η επίθεση κατά των χωριών Κοφινού και Άγιοι Θεόδωροι, το Νοέμβριο του 1967.

Είναι αυτό το τελευταίο γεγονός που μας κέντρισε την προσοχή, καθώς η ένταξή του στη χορεία των ηρωικών αγώνων του πρόσφατου παρελθόντος κάθε άλλο παρά θα μπορούσε να θεωρηθεί δεδομένη. Το αντίθετο, μάλιστα: για την κυρίαρχη μέχρι σήμερα ιστοριογραφική εκδοχή, επρόκειτο για μια από τις δυο κορυφαίες (μαζί με το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, τον Ιούλιο του 1974) στιγμές της "εθνικής προδοσίας" της αθηναϊκής χούντας εις βάρος των αμυντικών δυνατοτήτων και της ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Άμεσο αποτέλεσμα της όλης επιχείρησης υπήρξε, ως γνωστόν, η απομάκρυνση από την Κύπρο της ελληνικής μεραρχίας που είχε σταλεί εκεί το 1964 από την κυβέρνηση Παπανδρέου. Ας πάρουμε όμως τα γεγονότα από την αρχή.

Επίδειξη δύναμης

Τι ακριβώς συνέβη το Νοέμβριο του 1967; Παρά την εκπληκτική διάσταση απόψεων όσον αφορά το παρασκήνιο και τις ευθύνες, οι σχετικές πηγές συμφωνούν σε αξιοσημείωτο βαθμό μεταξύ τους όσον αφορά τη διαδοχή των γεγονότων. Η Κοφίνου ήταν ένα σχεδόν αμιγές τουρκοκυπριακό χωριό (με 728 κατοίκους κατά την απογραφή του 1960), ενώ οι Άγιοι Θεόδωροι μικτό (με 685 Τουρκοκυπρίους και 525 Ελληνοκυπρίους). Μετά τις διακοινοτικές ταραχές του 1963-64, οι Τουρκοκύπριοι ταμπουρώθηκαν στις συνοικίες τους ενώ η ελληνοκυπριακή συνοικία των Αγ. Θεοδώρων παρέμεινε υπό τον έλεγχο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η περιοχή δεν γνώρισε ωστόσο ιδιαίτερες βιαιότητες και, μέχρι το καλοκαίρι του 1967, περιπολίες της (ελληνο)κυπριακής αστυνομίας διέσχιζαν χωρίς πρόβλημα το διχασμένο χωριό. Τον Ιούλιο του 1967, διαδοχικά μικροεπεισόδια οδήγησαν στη διακοπή των περιπολιών ' φοβούμενη την αποχώρηση των Ελληνοκυπρίων και τη δημιουργία ενιαίου θύλακα, η κυβέρνηση Μακαρίου προσέφυγε τότε στην ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ (UNFICYP), ζητώντας αποκατάσταση της προηγούμενης κατάστασης. Ύστερα από μια διελκυστίνδα πιέσεων κι επαφών, η τελευταία κατάστρωσε ένα χρονοδιάγραμμα για την επανάληψη των περιπολιών.

Η διαπραγμάτευσή του βρισκόταν στο τελικό στάδιο, όταν το μεσημέρι της 14ης Νοεμβρίου το τοπικό απόσπασμα της ειρηνευτικής δύναμης πληροφορήθηκε ότι οι αστυνομικές περίπολοι θα ξαναρχίσουν μέσα σε 25 λεπτά -και μάλιστα υπό τη συνοδεία μονάδων της ελληνοκυπριακής Εθνοφρουράς, οι οποίες είχαν πάρει θέσεις γύρω από τα δυο χωριά στη διάρκεια της νύκτας. Επικεφαλής της όλης επιχείρησης δεν ήταν άλλος από τον ίδιο το στρατηγό Γρίβα, τον ανώτατο στρατιωτικό διοικητή των ελληνικών κι ελληνοκυπριακών δυνάμεων στο νησί! Ήταν προφανές ότι μια συνηθισμένη (στις έκρυθμες περιστάσεις της εποχής) τοπική μικροδιευθέτηση είχε εξελιχθεί σε μείζονα επίδειξη δύναμης με άγνωστες προεκτάσεις. Σε μια χαρακτηριστική κίνησή τους, εξάλλου, όλες οι ελληνικές δυνάμεις του νησιού εγκατέλειψαν εκείνο το πρωί τα στρατόπεδά τους και πήραν θέσεις μάχης, περιμένοντας την τουρκική αεροπορία.

Φονικά και λεηλασίες

Στους ίδιους τους Αγίους Θεοδώρους, η πρώτη φάση του εγχειρήματος στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία: οι Τουρκοκύπριοι δεν πρόβαλαν την παραμικρή αντίσταση και ο στρατηγός Γρίβας μπήκε θριαμβευτικά στο χωριό για να ποζάρει στο φακό των φωτορεπόρτερ. Η ώρα της κρίσης ήρθε το επόμενο μεσημέρι, όταν η τέταρτη κατά σειράν περίπολος δέχτηκε μεμονωμένους πυροβολισμούς (η σχετική έκθεση της UNFICYP κάνει λόγο για 3 τουφεκιές και μια ριπή). Ήταν το έναυσμα για τη γενικευμένη επίθεση της Εθνοφρουράς ενάντια στα δυο χωριά, με έναν καταιγισμό πυρών (από βαριά πολυβόλα, όλμους και πυροβολικό) "μέχρι σπατάλης", σύμφωνα με την έκφραση του συμμετάσχοντος αξιωματικού των ΛΟΚ Δημητρόπουλου. Ακολούθησε η κατάληψη των οικισμών και πολύωρες "εκκαθαριστικές επιχειρήσεις" από σπίτι σε σπίτι. Από την επέλαση των δυνάμεων του Γρίβα δεν θα γλιτώσουν ούτε οι παρακείμενοι άντρες του ΟΗΕ, οι οποίοι σύμφωνα με την έκθεση του γενικού γραμματέα του οργανισμού "δέχονταν πυρά της Εθνοφρουράς κατά το μεγαλύτερο μέρος του απογεύματος της 15ης Νοεμβρίου" ' επιπλέον "υπήρξαν επεισόδια εσκεμμένης καταστροφής από την Εθνοφρουρά του ραδιοφωνικού εξοπλισμού της UNFICYP, ενώ σε ένα τουλάχιστον σημείο στρατιώτες της UNFICYP αφοπλίστηκαν δια της βίας των όπλων".

Τα περισσότερα υπέστησαν, φυσικά, οι κάτοικοι των χωριών. Ο τελικός απολογισμός της επίθεσης ήταν 24 Τουρκοκύπριοι νεκροί κι 9 τραυματίες, έναντι μόλις 1 νεκρού και 2 τραυματιών από την ελληνοκυπριακή πλευρά. Μέχρι σήμερα παραμένει άγνωστο πόσοι από τους σκοτωμένους έπεσαν στη μάχη και πόσοι εκτελέστηκαν εν ψυχρώ από τους εθνοφρουρούς μετά την κατάληψη των χωριών ' υπάρχουν ωστόσο περισσότερες από μια περιγραφές τέτοιων δολοφονιών από ελληνοκύπριους αυτόπτες μάρτυρες. Το σχετικό κλίμα είχε, άλλωστε, φτιαχτεί εκ των προτέρων: "Εκείνο που θυμάμαι πολύ καλά", διαβάζουμε σε συνέντευξη του ο τότε καταδρομέα Μάριου Τεμπριώτη, "ήταν αυτά που είπε ο λοχαγός μας πριν αρχίσει η μάχη. Μας είπε μεταξύ άλλων ότι 'θα μας κατηγορήσουν που θα μας κατηγορήσουν για γενοκτονία, θέλω να μπείτε μέσα και να μην αφήσετε ούτε κότα κουτσή'". Ο ίδιος καταθέτει τη μαρτυρία του και για κάποιες ακόμα λιγότερο λαμπρές πτυχές της όλης επιχείρησης: "Φρικιαστικές ήταν και οι λεηλασίες που ακολούθησαν την κατάληψη του χωριού. Οι στρατιώτες έμπαιναν στα σπίτια, έσπαζαν τα πάντα για να βρουν λεφτά και έπαιρναν οτιδήποτε πολύτιμο έβρισκαν. Η όλη εικόνα θύμιζε μπουλούκια βαρβάρων κι όχι πειθαρχημένο στρατό" (εφημ. "Εργατική Αλληλεγγύη", 22/1/92). Ακόμη τραγικότερες είναι ορισμένες λεπτομέρειες της σφαγής. Μεταξύ των νεκρών συγκαταλέγονταν δυο γυναίκες και τρεις ηλικιωμένοι ' για έναν από αυτούς, τον 80χρονο Μεχμέτ Εμίν, μαρτυρίες κατοίκων αναφέρουν ότι τυλίχθηκε από τους στρατιώτες με μια κουβέρτα βουτηγμένη σε πετρέλαιο και κάηκε ζωντανός (Pierre Oberling "The road to Bellapais", Ν.Υόρκη 1982, σ.141-2).

Η αναζήτηση των ενόχων

Η έκβαση της "δυναμικής" αυτής επιχείρησης είναι, όπως είπαμε, πασίγνωστη. Η Τουρκία απείλησε άμεση επέμβαση στο νησί και η χουντική κυβέρνηση αναγκάστηκε να αποσύρει από την Κύπρο την ελληνική μεραρχία. Ως εκ τούτου, η εικόνα που επικρατεί μέχρι σήμερα για την "επιχείρηση Γρόνθος" (όπως την ονόμασαν οι σχεδιαστές της) είναι αυτή μιας καλοσχεδιασμένης -και απόλυτα πετυχημένης- προβοκάτσιας. Σ' αυτό, δεν φαίνεται να υπάρχει η παραμικρή αντίρρηση. Εκεί που οι επιμέρους αναλύσεις διαφωνούν, είναι στην ταυτότητα και τους παράπλευρους στόχους των σχεδιαστών της:

- Η κυρίαρχη μεταπολιτευτικά εικόνα, είναι αυτή που θέλει τη χούντα και το Γρίβα να συνωμοτούν, με στόχο τον αφοπλισμό της Κυπριακής Δημοκρατίας. Την εξέφρασε με το σαφέστερο δυνατό τρόπο ο Ανδρέας Παπανδρέου, μιλώντας ως πρωθυπουργός στη Βουλή για το άνοιγμα του φακέλου της Κύπρου (21/2/86): "Αναζητεί ο Παπαδόπουλος ο ίδιος τρόπους ανάκλησης [της ελληνικής μεραρχίας]. Και η δικαιολογία για την ανάκληση δίδεται με τη μεγάλη προβοκάτσια της 15ης Νοεμβρίου 1967, με την επιχείρηση κατά των χωριών Κοφίνου και Άγιοι Θεόδωροι. Η επιχείρηση εκείνη διατάχθηκε από το Αρχηγείο των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, από το Ελληνικό Επιτελείο και καθοδηγείτο κυριολεκτικά κάθε μέρα από την Αθήνα. Ο Μακάριος και η κυβέρνηση της Κύπρου τελούσαν σε πλήρη άγνοια. Αποτέλεσε μια πράγματι μεγάλη πρόκληση προς την Τουρκία. Έγιναν και σφαγές και λεηλασίες". Μιλώντας στην ίδια συνεδρίαση, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ενστερνίστηκε την εκτίμηση του πρωθυπουργού, προσθέτοντας ότι κατά τη γνώμη του "από εκεί [την Κοφίνου] αρχίζει η τραγωδία της Κύπρου". Και η διακομματική ομοφωνία συμπληρώθηκε με τη σχετική διατύπωση του εκπροσώπου του ΚΑΙ, Κώστα Κάπου, σύμφωνα με την οποία "τα γεγονότα της Κοφίνου από το Γρίβα ήσαν προβοκάτσια με στόχο να επέμβουν οι Τούρκοι".

- Εντελώς διαφορετική εικόνα προβάλλουν, ωστόσο, τόσο οι απολογητές του Γρίβα όσο και οι ελληνοκύπριοι πρωταγωνιστές των ημερών. Από τα έγγραφα και τις αφηγήσεις που παραθέτουν, τόσο ο Σπύρος Παπαγεωργίου στη σχετική μονογραφία του ("Επιχείρησις Κοφίνου", Λευκωσία 1987) όσο και ο Γλαύκος Κληρίδης στα απομνημονεύματά του ("Η Κατάθεσή μου", τ.Β΄, Λευκωσία 1989, σ.202-221), προκύπτει σαφώς ότι η επιλογή για μια "επίδειξη δύναμης" ανήκε κατά κύριο λόγο στην κυπριακή κυβέρνηση (συγκεκριμένα, στο πολιτικοστρατιωτικό Συμβούλιο Αμύνης που λειτουργούσε τότε, με επικεφαλής τον ίδιο το Μακάριο) -και μόνο δευτερευόντως εγκρίθηκε από την Αθήνα. Αποκλίνουσες, ωστόσο, είναι κι εδώ οι ερμηνείες: αν για τον τωρινό πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας επρόκειτο απλώς για λανθασμένη εκτίμηση των περιστάσεων και "υπέρβαση του μέτρου" από το στρατηγό Γρίβα, άλλοι συγγραφείς κάνουν λόγο για συνειδητή επιλογή του Μακαρίου, που ήθελε να απαλλαγεί πάση θυσία από την (επικίνδυνη γι' αυτόν) παρουσία της ελληνικής μεραρχίας. Όσο κι αν ξενίζει πολλούς, αυτή η τελευταία εκδοχή κάθε άλλο παρά μπορεί να αποκλειστεί -πόσο μάλλον, αφού γνωρίζουμε πλέον για τα σχέδια πραξικοπηματικής κατάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας από τη χούντα, το ίδιο εκείνο καλοκαίρι του 1967...

Από τη μνήμη στην καρδιά 

Έτσι κι αλλιώς, πάντως, η ουσία της πρόσφατης απόφασης για "εθνική αποκατάσταση" της σκοτεινής αυτής ιστορίας, που μέχρι σήμερα όλοι ήθελαν να αποποιηθούν, βρίσκεται αλλού. Η τιμητική βράβευση όσων συμμετείχαν στην "προβοκάτσια" του 1967 δεν αποσκοπεί τόσο στην επιβράβευση μιας ελάχιστα ηρωικής βαρβαρότητας -όσο κι αν αυτή η διάσταση του γεγονότος δεν παύει να είναι παρούσα. Πολύ σημαντικότερη είναι η συμβολική εξάλειψη ενός από τους βασικούς εκείνους κρίκους της πρόσφατης ιστορίας που δεν επέτρεπαν την απρόσκοπτη ένταξη της κυπριακής τραγωδίας σε μια απλοποιητική αφήγηση, όπου η μόνη επιτρεπτή και αναγνωρίσιμη αντίθεση είναι εκείνη ανάμεσα σε "Έλληνες" και "Τούρκους", χωρίς περαιτέρω μέτωπα κι αντιπαλότητες. Με άλλα λόγια, φαίνεται πως έφτασε πια ο καιρός να περάσει και το Κυπριακό από το χώρο της βιωμένης μνήμης σ' εκείνον του εθνικού μύθου.

Το παράδειγμα, άλλωστε, το έδωσε πριν από μερικές εβδομάδες η ίδια η ηγεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Όπως διαβάζουμε σε ανταπόκριση του Μακάριου Δρουσιώτη από τη Λευκωσία ("Ε" 20/7/00), ήταν ο υπουργός Άμυνας Σωκράτης Χάσικος αυτός που -ούτε λίγο ούτε πολύ- κατέθεσε φέτος με κάθε επισημότητα στεφάνι εις μνήμην των συμπατριωτών μας πραξικοπηματιών που σκοτώθηκαν κατά την επίθεση εναντίον του προεδρικού μεγάρου της χώρας, στις 15 Ιουλίου 1974.

Στο κάτω κάτω της γραφής, Έλληνες ήταν κι εκείνοι...

 (Ελευθεροτυπία, 23/09/2000)

www.iospress.gr