Το
Σολτ Λέικ Σίτι την επαύριο της Ολυμπιάδας
είναι μια διδακτική μικρογραφία της Αθήνας
του 2004
Τοπίο μετά τους Αγώνες
"Ανοδος του ποσοστού ανεργίας στη Γιούτα το Μάρτιο"
(«Salt Lake Tribune», 6/4/2002)
ΤΟ 2004, μας λένε, είναι η νέα «μεγάλη ιδέα» που όχι μόνο δίνει νόημα στους μεταμοντέρνους καιρούς μας, αλλά και συνιστά την «ατμομηχανή» της εθνικής μας οικονομίας. Η φούρια των «μεγάλων έργων» που συνδέονται με τους Ολυμπιακούς της Αθήνας ίσως νομιμοποιεί, εκ πρώτης όψεως, μια κάποια αισιοδοξία αυτού του είδους. Τι θα γίνει όμως αμέσως μετά; Μια ματιά σε όσα ακολούθησαν τους φετινούς Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Σολτ Λέικ Σίτι, στη μακρινή βορειοαμερικανική Πολιτεία της Γιούτα, λιγότερο από δύο μήνες μετά τον τερματισμό τους, είναι διδακτικά από κάθε άποψη.
Παραμονές της Χειμερινής Ολυμπιάδας, οι κράχτες της «μεγάλης ιδέας» ντοπάριζαν τον τοπικό πληθυσμό με μεγαλεπήβολους οραματισμούς για τις θετικές οικονομικές επιπτώσεις του μεγάλου συμβάντος. «Η φιλοξενία των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 2002 πρέπει να παραγάγει μόνιμα κέρδη για την οικονομία, είναι όμως πολύ νωρίς για να κάνει κανείς υποθέσεις όσον αφορά το πόσο μακριά μπορεί να φτάσει η οικονομική δυναμική των Ολυμπιακών», διαβεβαίωνε λ.χ. το κοινό της η έγκυρη τοπική Salt Lake Tribune.
Εξίσου αισιόδοξος δήλωνε και ο αντιπρόεδρος της Wells Fargo Bank στην περιοχή, Κέλι Μάθιους. «Οι αρχές της Γιούτα απέδειξαν ότι ξέρουν πολύ καλά πώς να στήσουν ένα τέτοιο "πάρτι". Αν πιστεύετε στη διαφήμιση, είναι δύσκολο να σκεφθεί κανείς πώς θα τα καταφέρναμε καλύτερα». Σε μεγάλο βαθμό, χάρη στο 2002, οι απολύσεις και το σπρώξιμο στην ανεργία αποτελούν πια παρελθόν για την Πολιτεία αυτή των ΗΠΑ, που ανέλαβε να καλύψει το μεσοδιάστημα ανάμεσα στις Ολυμπιάδες του Σίδνεϊ και της Αθήνας.
Απολύσεις κι ανεργία
Μόλις δύο μήνες μετά το «κλείσιμο» των Αγώνων, μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα αναδύεται ωστόσο από τις σελίδες του τοπικού Τύπου και το Indymedia της Γιούτα. Η ανεργία λ.χ. σημείωσε ένα ξαφνικό άλμα κατά 0,4% μέσα σε ένα μονάχα μήνα (από 5,5% το Φεβρουάριο σε 5,9% το Μάρτιο), ξεπερνώντας τον εθνικό μέσο όρο και φτάνοντας το υψηλότερο ποσοστό στην Πολιτεία από το 1987! «Οι απολύσεις εξακολουθούν να διογκώνουν τις γραμμές των ανέργων», εξηγεί ο Κεν Γιένσεν, οικονομολόγος των Workforce Services, για να προσθέσει:
«Ενα μέρος από την αύξηση του τελευταίου μήνα θα πρέπει να αποδοθεί στις απολύσεις εργαζομένων επί συμβάσει, σε έργα που σχετίζονταν με τους Ολυμπιακούς Αγώνες». Χαρακτηριστική μπορεί να θεωρηθεί η μείωση του αριθμού των εργαζομένων στον οικοδομικό και κατασκευαστικό τομέα κατά 8,5% σε σχέση με το Μάρτιο της περασμένης χρονιάς, όταν τα ολυμπιακά ήταν στο φόρτε τους. Και η κατάσταση θα ήταν ακόμη χειρότερη, αν οι δημόσιες υπηρεσίες δεν έσπευδαν να απορροφήσουν ένα μέρος του πλεονάζοντος δυναμικού, αυξάνοντας τις προσλήψεις κατά 1,3% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2001.
Σε αντίθεση, μάλιστα, με τα πρώτα δείγματα ανάκαμψης σε άλλα σημεία των ΗΠΑ, ο προσανατολισμός της τοπικής οικονομίας προς τη «μεγάλη στιγμή» του 2002 δεν αφήνει ιδιαίτερα περιθώρια αισιοδοξίας: «Δεν έχουμε καμιά απολύτως σοβαρή ένδειξη ότι θα δούμε σύντομα το λυκαυγές στον ορίζοντα», τονίζει ο Γιένσεν.
Συλλήψεις και πείνα
Για κάποιους, ωστόσο, τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. Τους τελευταίους μήνες πριν από την έναρξη των Ολυμπιακών, οι υπηρεσίες ασφαλείας και τα σώματα καταστολής της Γιούτα προχώρησαν σε διαδοχικές «επιχειρήσεις σκούπα» και μαζικές συλλήψεις «λαθρομεταναστών», που ζούσαν (και εργάζονταν) επί χρόνια στην Πολιτεία. Ηταν προφανές ότι για να διεξαχθεί χωρίς προβλήματα η στρατιωτικοποιημένη φιέστα του 2002, έπρεπε να ικανοποιηθεί το περίφημο «αίσθημα ασφάλειας» του τυπικού Αμερικανού μικρομεσαίου, το κλονισμένο από το πολύνεκρο τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου.
Μερικούς μήνες μετά, οι συλληφθέντες είτε έχουν απελαθεί είτε εξακολουθούν να βρίσκονται στις φυλακές, με άμεση συνέπεια, όπως εκ των υστέρων καταγγέλλει ο δήμαρχος του Σολτ Λέικ Σίτι, «πολλές οικογένειες να έχουν μείνει χωρίς τα μέσα για να πληρώσουν το νοίκι, το γιατρό, το φαγητό ή τα ρούχα τους».
Ως λύση προτείνεται ένα δίκτυο φιλανθρωπίας και κοινωνικής στήριξης, σχεδιασμένο από το δήμο και βασισμένο στη στήριξη των αναξιοπαθουσών οικογενειών από άλλες, εύπορες.
«Αυτοί οι άνθρωποι», εξηγεί (κατόπιν εορτής, φυσικά) ο δήμαρχος, αναφερόμενος στους συλληφθέντες, «είναι καλοί, σκληρά εργαζόμενοι άνθρωποι, των οποίων μοναδικό αδίκημα ήταν ότι έκαναν ό,τι κάνουν εκατομμύρια άλλοι, με τη συναίνεση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, κάθε μέρα σε κάθε Πολιτεία της χώρας μας». Δούλευαν, δηλαδή, για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην...
Περικοπές στα σχολεία
Εκτός απ' τους ανέργους και τις οικογένειες των θυμάτων της «σκούπας», μια άλλη κατηγορία που πληρώνει τα σπασμένα του πολυδάπανου τσίρκου της Ολυμπιάδας είναι η εκπαίδευση. Αντιμέτωπο με τις φοβερές δαπάνες του «2002», το τοπικό Κοινοβούλιο της Γιούτα περιέκοψε πέρυσι τον εκπαιδευτικό προϋπολογισμό της Πολιτείας κατά 31 εκατομμύρια δολάρια.
Για τους ίδιους λόγους, τα επιμέρους διαμερίσματα προχώρησαν σε ακόμη μεγαλύτερες περικοπές. Στο διαμέρισμα Γκρανάιτ, για παράδειγμα, προβλέπεται κατάργηση 157 θέσεων διδακτικού προσωπικού σε Δημοτικά και Γυμνάσια και σύμπτυξη των αντίστοιχων τάξεων, με αύξηση του αριθμού των μαθητών καθεμιάς.
Δυσάρεστη έκπληξη για το τοπικό συνδικάτο των εκπαιδευτικών, που τα τελευταία χρόνια είχε κάνει μια σειρά παραχωρήσεις, αποδεχόμενο περικοπές στην κοινωνική ασφάλιση και χαμηλότερους μισθούς, χωρίς να θέτει ζήτημα αναδιανομής των πολιτειακών δαπανών.
Εντελώς διαφορετική είναι η αντίδραση των μαθητών του Λυκείου της πόλης, που έχουν ξεκινήσει κινητοποιήσεις εναντίον της απόλυσης κάποιων αγαπημένων τους καθηγητών, με το σύνθημα «η μόρφωση πάνω από τα αθλήματα».
Από τις δηλώσεις των επικεφαλής της κινητοποίησης -αλλά και του διευθυντή του Λυκείου- στη Salt Lake Tribune (6.4.02) μαθαίνουμε ότι ένα βασικό κριτήριο για να απολυθεί ένας γυμναστής από το σχολείο που εργάζεται, είναι η απουσία παράλληλης ενασχόλησής του με κάποια αθλητική ομάδα της πόλης: όσοι διαπλέκονται με αυτού του είδους τις (άμεσα συνδεδεμένες με την Ολυμπιάδα) «εξωσχολικές» δραστηριότητες, είναι αυτοί που προστατεύονται περισσότερο! Τι να γίνει; Τα «ολυμπιακά ιδεώδη» δεν αναπτύσσονται με το αζημίωτο...
Διαπλοκή και ρουσφέτια
Κάποιοι, ωστόσο, περνάνε ακόμη καλύτερα χάρη στην Ολυμπιάδα. Η σοβαρότερη εκδοχή ολυμπιακής διαπλοκής, όπως διαπιστώνουμε από τα τοπικά δημοσιεύματα, αφορούν τις καταγγελίες για διασπάθιση εισιτηρίων από την Οργανωτική Επιτροπή του «Σολτ Λέικ Σίτι 2002» (SLOC). Η SLOC ξεκίνησε τη χρονιά με υποσχέσεις ότι δεν πρόκειται να δώσει ούτε ένα τζάμπα εισιτήριο σε βουλευτές ή άλλους αξιωματούχους της Πολιτείας, συνέχισε παραδεχόμενη ότι έδωσε 50 απούλητα εισιτήρια σε ισάριθμους βουλευτές και κατέληξε κατηγορούμενη ότι υπήρξε ο υπ' αριθμόν 1 προμηθευτής επώνυμων τζαμπατζήδων, με συνολική επιβάρυνση τουλάχιστον 92.270 δολαρίων. Τα 88.500 δολάρια αφορούν 100 εισιτήρια για την τελετή λήξης των Αγώνων, καθένα από τα οποία κόστιζε 885 δολάρια (991 ευρώ). Το γεγονός θεωρείται σκάνδαλο, αφ' ενός μεν γιατί μια τέτοια δαπάνη παραβιάζει τα επιτρεπόμενα από την τοπική νομοθεσία έξοδα για λόμπινγκ κι αφ' ετέρου γιατί η SLOC αρνείται πεισματικά να δώσει στη δημοσιότητα τα ονόματα των βουλευτών που τα πήραν. Στο πρόσφατο παρελθόν, η ίδια Επιτροπή είχε γίνει αντικείμενο επιθέσεων για την ανάμιξή της σε άλλες μορφές λαδώματος -με τη μορφή υποτροφιών, δωρεάν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και διαφόρων άλλων τζαμπατζιλικιών (Salt Lake Tribune 9.4.02).
Πάντως, η SLOC δεν ήταν η μόνη που χρησιμοποίησε τους Ολυμπιακούς γι' αυτό το σκοπό: το συνολικό ύψος των «δώρων» σε εισιτήρια υπολογίζεται σε περισσότερα από 173.000 δολάρια -αύξηση 67% σχετικά με τα έξοδα λόμπινγκ της περασμένης χρονιάς.
Μεταξύ εκείνων που χρησιμοποίησαν αυτή τη μέθοδο για να συντηρήσουν ή να βελτιώσουν τις δημόσιες σχέσεις τους συγκαταλέγονται οι εταιρείες ΑΤ&Τ και PacifiCorp, καθώς και η τοπική Ενωση Κτηματομεσιτών. Σύμφωνα με τον αποτυχόντα υποψήφιο των ρεπουμπλικάνων για το αξίωμα του κυβερνήτη της Γιούτα, Γκλεν Ντέιβις, «πρόκειται για ένα τυπικό σκάνδαλο ολυμπιακού λαδώματος, αν και σε μικρότερη κλίμακα».
Βεβαίως, αν κρίνουμε από όσα ήδη συμβαίνουν στα καθ' ημάς, όλα αυτά μοιάζουν αστειότητες με όσα η χώρα μας θα ζήσει το περίφημο 2004...
(Ελευθεροτυπία, 20/4/2002)