Η θλιβερή μοναξιά της ΕΣΗΕΑ μπροστά στον κατήφορο της τηλεοπτικής ενημέρωσης
Το επικίνδυνο σόου των «ειδήσεων»
"Ωρυόταν προχθές ο κ. Λιάγκας υπέρ της προσφοράς των τηλεπαραθύρων"
(«Τα Νέα», 9/8/2002)
Το φετινό καλοκαίρι και με αφορμή την υπόθεση της τρομοκρατίας τα τηλεοπτικά ιδίως ΜΜΕ ξεσάλωσαν. Τα φερόμενα ως δελτία ειδήσεων των καναλιών επί πολλές βδομάδες είχαν το ίδιο ένα και μοναδικό θέμα: το ατέλειωτο συγχυτικό κουτσομπολιό για την τρομοκρατία.
Δεν είναι μόνο ο ανελέητος ανταγωνισμός των καναλιών (για την επιβίωσή τους σε μια τόσο μικρή και προ πολλού εξαντλημένη αγορά) που οδήγησε τα πράγματα σ' αυτό το ακραίο σημείο. Κύριο ρόλο αυτό το διάστημα έπαιξε και η νέα «επικοινωνιακή πολιτική» των διωκτικών αρχών (και της κυβέρνησης) που είχε αρχίσει να εκδηλώνεται, κατ' αρχήν μέσα από τον κατά τεκμήριο σοβαρό Τύπο, πολύ πριν από την έκρηξη της 29ης Ιουνίου στον Πειραιά. (Περισσότερα αύριο στον «Ιό της Κυριακής», «Η δημοσιογραφία της κουκούλας».)
Ηδη από το 1998 η στροφή προς τις «ειδήσεις-σόου» είχε αρχίσει να ολοκληρώνεται, καθώς οι κοινωνικές ευαισθησίες χαλάρωναν. Ηταν η εποχή κατά την οποία οι διευθύνοντες τα «ειδησεογραφικά τμήματα» των ιδιωτικών καναλιών κατάφεραν να ξεπεράσουν το ως τότε ενοχλητικό δίλημμα «σόου ή ενημέρωση». Ο Σταμάτης Μαλέλης του Σκάι TV, αρχηγός «ενημέρωσης» εκείνο το διάστημα και νυν ηγέτης του STAR, έλεγε κυνικά: «Η ειδησεογραφία πρέπει να παρουσιάζεται από την τηλεόραση σαν μια σύνθεση από ιστορίες, που οι δημοσιογράφοι αφηγούνται σαν παραμύθι. Αυτός ο τρόπος είναι που μας έδωσε την πρώτη θέση στην τηλεθέαση» («Καθημερινή», 31/5/1998). Από τότε τα παραμύθια-ρεπορτάζ και τα «παράθυρα» της μπουρδολογίας διαμορφώνουν τη συνείδηση της κοινωνίας, που ωστόσο συνεχίζει να σωρεύει άλυτα προβλήματα, περιμένοντας περισσότερες και βαθύτερες κρίσεις να ξεσπάσουν, σαν... να πέφτουν απ' τον ουρανό. Τα παραμύθια όμως κάνουν και κάτι άλλο: Διώχνουν ως περιττούς όσους δημοσιογράφους δεν έχουν ρόλο στα κουτσομπολιά και τα σόου, απομακρύνοντας ακόμα περισσότερο την ελπίδα αντιστροφής των πραγμάτων.
Σε μια έρευνά μας («Ιός», «Ειδήσεις με το "δελτίο"», 30/1/2000) είχαμε μετρήσει λεπτό προς λεπτό τις ασημαντότητες, τα ψέματα και τις κινδυνολογίες που μετέδιδαν τα τέσσερα (τότε) μεγάλα δίκτυα (MEGA, ΑΝΤ1, ALPHA, STAR) την ίδια μέρα στα κεντρικά τους «δελτία ειδήσεων». Τα στοιχεία αυτά τα είχαμε συγκρίνει με την ύλη (της ίδιας ημέρας) πέντε μεγάλων εφημερίδων (από άποψη κυκλοφορίας) και το συμπέρασμα ήταν οφθαλμοφανές και πέρα για πέρα απογοητευτικό. Περίπου 2.000.000 συμπολίτες μας είχαν φάει το συγκεκριμένο τηλεκουτόχορτο, νομίζοντας ότι ενημερώνονται για το τι συμβαίνει στη ζωή τους και τον κόσμο, και μόνο 150.000 αναγνώστες των συγκεκριμένων εφημερίδων είχαν με κάποιο τρόπο αποκτήσει πρόσβαση στην πραγματικότητα διαβάζοντας για την κοινωνία, την πολιτική, την οικονομία, τον πολιτισμό και τη διεθνή κατάσταση.
Το ακίνητο...κίνημα
Το περασμένο φθινόπωρο οι Ενώσεις των εργαζομένων στα ΜΜΕ με κέντρο την Ενωση των δημοσιογράφων της Αθήνας (ΕΣΗΕΑ) ανέλαβαν μια πρωτοβουλία συγκρότησης ενός ευρύτερου κοινωνικού και πολιτικού μετώπου με σύνθημα «Η ενημέρωση των πολιτών πάνω από τα κέρδη των εκδοτών». Ουσιαστικά ήταν η πρώτη φορά που οι ζωτικές διεκδικήσεις των εργαζομένων στο αχανές και πλήρως απορρυθμισμένο τοπίο (αυτό που ακόμα κάποιοι επιμένουν να χαρακτηρίζουν «άνοιξη» ή «απελευθέρωση» των ΜΜΕ) συνδέθηκαν με το ίδιο το περιεχόμενο των Μέσων. Το συνδικαλιστικό σχέδιο των οργανώσεων βασιζόταν σε μια απλή (αλλά τόσο δύσκολη στην πραγματοποίησή της) ιδέα: διαμόρφωση νέων Συλλογικών Συμβάσεων με έμφαση στις αξιοπρεπείς αμοιβές, αλλά και στις εγγυήσεις ελεύθερης, δημιουργικής και πάνω απ' όλα, σοβαρής άσκησης της δημοσιογραφίας. Με λίγα λόγια οι επιχειρήσεις ΜΜΕ οφείλουν να δεσμευτούν στην τήρηση κανόνων δημοσιογραφικής ηθικής και οι εργαζόμενοι να χειραφετηθούν μέσω των Συλλογικών τους Συμβάσεων ώστε να μπορούν να λένε «όχι» στα παραμύθια, στον κιτρινισμό και στις όποιες άλλες διαταγές δίνουν οι εργοδότες και οι μεταμοντέρνοι μάνατζέρ τους. Το ίδιο πλαίσιο (αν μπορούσε να λειτουργήσει αποτελεσματικά), μεσο-βραχυπρόθεσμα, θα περιόριζε την πολυαπασχόληση (που εξ αντικειμένου υπονομεύει την ποιότητα της δημοσιογραφικής δουλειάς, σε όλες τις βαθμίδες της ιεραρχίας), απελευθερώνοντας έτσι θέσεις εργασίας σε μια ασύδοτα διογκωμένη αγορά, που φυσιολογικά θα συρρικνώνεται πετώντας κατά καιρούς στο δρόμο εκατοντάδες εργαζόμενους των ΜΜΕ (επιχειρήσεις Ομίλου Ανδρουλιδάκη, Τσοτσορού, ΔΟΛ, Τσούτσια, «Ανεξάρτητου», Κόκκαλη και σε πολλές άλλες επιχειρήσεις που φυτοζωούν). [Για τις πεποιθήσεις των ίδιων των δημοσιογράφων για τον εαυτό τους και τους εργοδότες τους, δείτε την έρευνα της
(V-PRC
(http://www.vprc.gr/2/904/index_gr.html), και «Ιός»,
16/3/2002.
Ωστόσο, το μήνυμα της ΕΣΗΕΑ δεν συγκίνησε σχεδόν κανέναν έξω από τα στενά πλαίσια ορισμένων πανεπιστημιακών τμημάτων, κάποιων μεμονωμένων διανοουμένων και τις ευχές μερίδας του πολιτικού και συνδικαλιστικού προσωπικού για «το ξεπέρασμα της κρίσης των Μέσων». Ούτε όλα τα μέλη της ΕΣΗΕΑ μπόρεσαν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, καθώς σπρωγμένα από κάθε λογής ανάγκες και ανασφάλειες (θεμιτές ή μη) πολλά υποτάχτηκαν αμαχητί στις ανάγκες της αγοράς, στα εμπορικά τμήματα των Μέσων (όχι μόνο των ηλεκτρονικών) και τις φιλοδοξίες του κάθε επιχειρηματία, του κάθε διευθυντή, που προσπαθεί να ερεθίσει χωρίς αρχές τα μηχανάκια της κάθε AGB, μαζεύοντας πελάτες-θεατές (αλλά και ακροατές ή αναγνώστες) για να τους πουλήσει ακριβότερα στους διαφημιστές και σε άλλα κέντρα οικονομικής και πολιτικής ισχύος.
Η ουτοπία της αυτορρύθμισης
Παραμονές της δημόσιας διαβούλευσης του Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου για την «αναβάθμιση των δελτίων ειδήσεων των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών», στις 26/2/2002, ο πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ Αριστείδης Μανωλάκος κάλεσε τους διευθυντές ειδήσεων όλων των καναλιών μήπως και καταφέρει, εν ονόματι της δημοσιογραφικής τους συνείδησης, να πετύχει μια συμφωνία μαζί τους σε ορισμένα βασικά (και ήπια μέτρα) που θα μπορούσαν να αλλάξουν, σταδιακά έστω, την κατηφορική πορεία των πραγμάτων. Ζήτησε τα προφανή:
* Τα ενημερωτικά προγράμματα να διακριθούν σαφώς από τα ψυχαγωγικά και τα πολιτιστικά, λεγόμενα, μαγκαζίνο.
* Η διάρκεια των κεντρικών δελτίων να περιοριστεί στο ημίωρο, μέσα στο οποίο, όπως το BBC για παράδειγμα, το κανάλι μπορεί να δώσει με περιεκτικό τρόπο μια σφαιρική και ουσιαστική εικόνα της τοπικής και παγκόσμιας επικαιρότητας.
* Τα δελτία ειδήσεων (όπως και κάθε ενημερωτική εκπομπή) να φέρουν την υπογραφή των διευθυντών, αρχισυντακτών και όσων έχουν και την ευθύνη της διαμόρφωσής τους.
* Να διακριθεί σαφώς η είδηση από το σχόλιο ή την άποψη του οποιουδήποτε εμφανιζόμενου ειδικού, ο οποίος πάντως πρέπει να επιλέγεται με αυστηρά ουσιαστικά κριτήρια και όχι για τον εντυπωσιασμό και την πρόκληση.
* Στα ρεπορτάζ, αλλά και στα «παράθυρα» όπου εμφανίζονται δημοσιογράφοι να επισημαίνεται το αν είναι μέλη ή όχι της ΕΣΗΕΑ.
* Να επισημαίνονται υποχρεωτικά τα πλάνα αρχείου και να αναγράφεται η πηγή τους. Να καταργηθεί η μουσική υπόκρουση και να απαγορευτούν οι διακοπές για διαφημίσεις.
* Κάθε κανάλι, όπως προβλέπεται και από το νόμο, να διαθέτει συμβούλιο δεοντολογίας και «διαμεσολαβητή» για τον έλεγχο της ποιότητας των εκπομπών.
Το τι έγινε φαίνεται... εκ του αποτελέσματος. Οι επικεφαλής των ειδήσεων των καναλιών δεν δεσμεύτηκαν, όπως άλλωστε έπραξαν και ενώπιον του ΕΣΡ την επομένη και σε κάθε ανάλογη υπόδειξη.
Μικρή σημασία έχει αν η ΕΣΗΕΑ θα τους επιπλήξει «πειθαρχικά», όσο η κοινωνία που καταναλώνει τα υποπροϊόντα τους δεν διαμαρτύρεται. Οσο τα θεσμικά όργανα κοιμούνται βαθιά, τα πολιτικά κόμματα κουτοπόνηρα σιωπούν (ζητιανεύουν οτιδήποτε για την προβολή τους) και οι κοινωνικές οργανώσεις και η πανεπιστημιακή κοινότητα αδιαφορούν, τόσο πιο γρήγορα θα έρθει η στιγμή που θα πυρπολούνται οι κάμερες και θα ξανακουστεί με μεγαλύτερη ένταση το «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι». Και τότε θα είναι αργά για δεοντολογίες.
Κανένας δεν θα πείθεται για την «κοινωνική προσφορά» των καναλιών, ό,τι και αν σερβίρουν από τα «παράθυρά» τους οι άνκορμεν της σόου-μπιζ... για την επόμενη γενιά της «τρομοκρατίας».
Μήπως και ξαναδούμε TV
|
(Ελευθεροτυπία, 14/9/2002)