Η αυριανή «πρώτη» των ποσοστώσεων, οι δυσκολίες της εφαρμογής και οι κρυφές παγίδες τους


Τα μυστικά μιας ολέθριας σχέσης
 

 

"Η Ελλάδα χρειάζεται τις γυναίκες της"
        (Κώστας Σκανδαλίδης, Ιούνιος 2002)

 

ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΕΚΛΟΓΩΝ, και η γνώριμη τελετουργική πόλωση της τελευταίας στιγμής επισκιάζει, μεταξύ άλλων, και την πραγματική πρωτοτυπία της αυριανής αναμέτρησης: το γεγονός, δηλαδή, ότι τη φορά αυτή τα ψηφοδέλτια των συνδυασμών όλης της χώρας υποχρεώθηκαν να περιλάβουν πολύ περισσότερες γυναίκες απ' ό,τι στο παρελθόν και, συγκεκριμένα, όχι λιγότερες από το 1/3 του συνόλου των υποψηφίων τους. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, η διάταξη του νόμου 2910/2001 περί ποσοστώσεων τηρήθηκε κουτσά-στραβά, παρά την επιφυλακτική υποδοχή της από μεγάλη μερίδα πολιτικών και αναλυτών, και παρά τις ισχυρές αντιστάσεις που συνάντησε στους μικρότερους, κυρίως, δήμους.

Την εικόνα δεν αλλάζει το γεγονός ότι κάποιοι συνδυασμοί πέρασαν το υποχρεωτικό τεστ του Πρωτοδικείου δίχως να διαθέτουν το απαραίτητο ποσοστό γυναικών. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, τα ψηφοδέλτια που δεν κατόρθωσαν να τηρήσουν το γράμμα του νόμου κηρύχθηκαν άκυρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο συνδυασμός ενός υποψήφιου δημάρχου που ακυρώθηκε επειδή περιλάμβανε λιγότερες γυναίκες από τις προβλεπόμενες. Αιφνιδιασμένος ο υποψήφιος δήμαρχος, εμφανίστηκε στην τηλεόραση διαμαρτυρόμενος ότι τον έκοψαν «για λίγα ποσοστά γυναίκας», ενώ αυτός είχε στο ψηφοδέλτιό του λιγότερες μεν γυναίκες, πλην όμως «νεαρές και δροσερές»! 

Τα πικρά γλυκά

Είναι βέβαιο ότι η σύντομη διαδρομή της συγκεκριμένης νομοθετικής ρύθμισης από τη στιγμή που ψηφίστηκε (άνοιξη του 2001) ως σήμερα δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ανέφελη. Δεν αναφερόμαστε σε αντιρρήσεις που θα επέκριναν την ουσία των ποσοστώσεων, υποστηρίζοντας ότι το μέτρο διαιωνίζει την αντιμετώπιση των γυναικών ως πολιτών μιας «ειδικής», επομένως υποδεέστερης, κατηγορίας. Η άποψη αυτή, την οποία εξάλλου η στήλη έχει επανειλημμένα υποστηρίξει, δεν ακούστηκε σχεδόν από πουθενά. Αντιθέτως, οι διαφωνίες -καλύτερα οι γκρίνιες- που συνόδευσαν εξαρχής την έγκριση των ποσοστώσεων αφορούσαν τις υποτιθέμενες ανυπέρβλητες δυσκολίες που θα συναντούσαν κόμματα και συνδυασμοί, όταν θα ερχόταν η ώρα να καταρτίσουν τα ψηφοδέλτιά τους. Τα αναρίθμητα δημοσιεύματα, σκωπτικά και μη, που εμφάνιζαν πανικόβλητους υποψήφιους δημάρχους και κοινοτάρχες να επιστρατεύουν με το ζόρι γυναίκα, κόρες και αδελφές προκειμένου να «κλείσουν» το συνδυασμό, δίνουν ένα μέτρο του κλίματος των τελευταίων μηνών.

Να ήταν όμως μόνο αυτά... Παρά τις επίσημες διαβεβαιώσεις τους ότι είναι απολύτως προετοιμασμένα, καθώς έχουν ήδη θεσπίσει αντίστοιχη ποσόστωση στα όργανά τους, τα δύο μεγάλα κόμματα αντέδρασαν μάλλον σπασμωδικά, όσο πλησίαζε η ώρα της κρίσης. Στην Κεντρική Επιτροπή του ΠΑΣΟΚ, μάλιστα, τέθηκε τον περασμένο Ιανουάριο ακόμη και ζήτημα αναστολής του νόμου. Εν τέλει, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ αναγκάστηκαν να παρηγορηθούν με κάποια απρόβλεπτα «θετικά» της νέας ρύθμισης. Ανακάλυψαν έτσι για παράδειγμα ότι οι ποσοστώσεις αποτρέπουν τη δημιουργία «αντάρτικων» συνδυασμών, καθώς οι «αποστάτες» θα δυσκολεύονταν περισσότερο από τους «επίσημους» υποψηφίους να εξασφαλίσουν τον απαραίτητο αριθμό γυναικών στο ψηφοδέλτιό τους. 

Αρχές Μαρτίου, στη συνεδρίασή του στο Νεοχώρι της Λίμνης Πλαστήρα, το Δ.Σ. της ΚΕΔΚΕ εξέφρασε την ικανοποίησή του για το νέο νόμο, δεν παρέλειψε ωστόσο να σημειώσει ότι στους μικρούς δήμους θα είναι εξαιρετικά δύσκολη η ανεύρεση γυναικών. Κι όταν ο τοπικός δήμαρχος ρωτήθηκε τι θα κάνει φέτος, αφού στις προηγούμενες εκλογές είχε μόλις μία γυναίκα στο συνδυασμό του, δεν δίστασε να απαντήσει, «χαριτολογώντας», ότι σκοπεύει να προχωρήσει σε «εισαγωγή γυναικών» («Ε», 4/3/2002). 

Το 1,6 των δημάρχων!

Λίγες ημέρες αργότερα, με αφορμή την Ημέρα της Γυναίκας, ο Κώστας Λαλιώτης κήρυττε την έναρξη πανελλαδικής εκστρατείας για την προώθηση των γυναικείων υποψηφιοτήτων. Τα πράγματα, ωστόσο, δεν ήταν τόσο ρόδινα όσο είχαν εμφανιστεί από το γραμματέα του κυβερνώντος κόμματος: τις εβδομάδες που ακολούθησαν, φήμες που διοχετεύονταν συστηματικά στον Τύπο εμφάνιζαν περίπου αδύνατη την υλοποίηση του νόμου και υποστήριζαν ότι η ποσόστωση δεν πρόκειται εν τέλει να εφαρμοστεί. Τις φήμες αυτές επιχείρησε να διασκεδάσει ο αρμόδιος υπουργός Κώστας Σκανδαλίδης στο 3ο Συνέδριο του Δικτύου Αιρετών Γυναικών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (τέλη Μαρτίου), υποστηρίζοντας ότι η ποσόστωση θα τηρηθεί εξάπαντος στις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές του Οκτωβρίου. Στο ίδιο συνέδριο, η Φάνη Πάλλη-Πετραλιά, υπεύθυνη του Τομέα Γυναικών της ΝΔ, είχε εμφανιστεί υπέρμαχος του νόμου, δηλώνοντας ότι το κόμμα της δεν θα ανεχθεί την καταστρατήγησή του.

Μολαταύτα, τα πράγματα δεν επρόκειτο να αλλάξουν ριζικά: δήμαρχοι και κοινοτάρχες συνέχισαν να διαμαρτύρονται για τη «δυσκολία» τους να πείσουν γυναίκες, υποψήφιοι σύμβουλοι γκρίνιαζαν ότι θα μείνουν έξω αυτοί και η πολύτιμη εμπειρία τους προκειμένου να μπουν στα ψηφοδέλτια άσχετες και διακοσμητικές γυναίκες, ενώ όλο και πιο συχνά ακουγόταν πια ότι οι γυναίκες δεν επιδεικνύουν την παραμικρή προθυμία να συμμετάσχουν στους συνδυασμούς. Στο κλίμα αυτό, το υπουργείο Εσωτερικών και η Γραμματεία Ισότητας κήρυξαν στις 12 Ιουνίου την «έναρξη μεγάλης ενημερωτικής εκστρατείας» για την ανάδειξη των γυναικών στα νομαρχιακά και δημοτικά συμβούλια.

Προτού συνεχίσουμε, να θυμίσουμε επί τροχάδην την εικόνα που επιδιώκει να βελτιώσει το μέτρο των ποσοστώσεων: στους 900 εκλεγμένους δημάρχους του 1998 μόνο οι 14 ήταν γυναίκες (λιγότερες από 1,6%), ενώ στους 54 νομάρχες υπήρχαν δύο γυναίκες (3,7%). Τρία χρόνια μετά τις δημοτικές εκλογές υπήρχαν 14 γυναίκες και 886 άνδρες δήμαρχοι και μία γυναίκα έναντι 132 κοινοταρχών. Οι γυναίκες δημοτικοί σύμβουλοι δεν ξεπερνούσαν το 7,1% του συνόλου (1.184 γυναίκες επί συνόλου 16.546 δημοτικών συμβούλων). Είναι χαρακτηριστικό ότι στο 36,3% του συνόλου των δήμων δεν υπάρχει ούτε μία γυναίκα στο δημοτικό συμβούλιο, ενώ στο 31,6% υπάρχει μόνο μία. Αξίζει ακόμη να σημειωθεί ότι, σε αντίθεση με τη γενική ευρωπαϊκή τάση, στην Ελλάδα οι γυναίκες δεν υπερέχουν αριθμητικά στην τοπική αυτοδιοίκηση σε σχέση με την κεντρική πολιτική εξουσία. (Τα στοιχεία προέρχονται από τη μελέτη της Μάρως Παντελίδου -Μαλούτα «Το φύλο της δημοκρατίας. Ιδιότητα του πολίτη και έμφυλα υποκείμενα», Σαββάλας, Αθήνα 2002, σ. 220-223.)

Ο Δήμος ως αντικείμενο πόθου

Με δεδομένη την τραγική αυτή κατάσταση πενήντα ακριβώς χρόνια μετά την κατοχύρωση της γυναικείας ψήφου, οι υποστηρίκτριες των ποσοστώσεων τις προτείνουν σαν ένα απαραίτητο βήμα για τη σχετική βελτίωση της εκπροσώπησης του γυναικείου φύλου τόσο στις δημοτικές όσο και (μελλοντικά) στις βουλευτικές εκλογές, για τις οποίες δεν ισχύει η νέα ρύθμιση. Είναι αλήθεια ότι, τον τελευταίο καιρό, τα πιο έμπειρα γυναικεία στελέχη των κομμάτων, κυρίως εκείνα που έχουν υπόψη τους την ευρωπαϊκή εμπειρία και τις έντονες αντιπαραθέσεις που τη σημάδεψαν στο εσωτερικό των φεμινιστικών κινημάτων, φροντίζουν να προβάλλουν το μεταβατικό χαρακτήρα του μέτρου. Εξίσου προσεκτικές εμφανίζονται πλέον και αρκετές πολιτικοί, όταν απαριθμούν τα επιχειρήματα που καθιστούν αναγκαία τη μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών στο πολιτικό παιχνίδι: στο λόγο τους, οι ουσιοκρατικές αναφορές στην «αρμοδιότητα» των γυναικών να ασχολούνται με τομείς που προσιδιάζουν στα «φυσικά» χαρακτηριστικά του φύλου τους έχουν πια χάσει την πρωτύτερη παντοδυναμία τους. 

Μολαταύτα, το παράδοξο που συνοδεύει από χρόνια (και) το αίτημα των ποσοστώσεων, η διεκδίκηση δηλαδή της ισότητας των φύλων μέσα από την κατάφαση της διαφοράς τους, επιβιώνει αμετάλλακτο στις ημέρες μας, υπαγορεύοντας τους όρους με τους οποίους οι γυναίκες καλούνται ακόμη σήμερα να συμμετάσχουν στα κοινά: την ίδια στιγμή που η απουσία τους από τα δημοτικά και νομαρχιακά συμβούλια αντιμετωπίζεται σαν «έλλειμμα δημοκρατίας», η εισαγωγή τους σε αυτά προτείνεται σαν αυτονόητη διεύρυνση των «οικογενειακών» ή/και των «γυναικείων» τους καθηκόντων. Ετσι, όμως, η ενασχόληση των γυναικών με την τοπική αυτοδιοίκηση (αλλά και την κεντρική πολιτική) συνεχίζει να παρουσιάζεται σαν προκαθορισμένη λίγο-πολύ από τις «φυσικές» ιδιότητες του φύλου τους, επιφυλάσσοντάς τους έναν «ιδιαίτερο», επομένως υποδεέστερο, πολιτικό ρόλο.

Εύγλωττος είναι από την άποψη αυτή ο χαιρετισμός του Κώστα Σκανδαλίδη στην εκδήλωση του περασμένου Ιουνίου: «Η Ελλάδα χρειάζεται τις γυναίκες της», ισχυρίστηκε ο υπουργός. «Χρειάζεται την ευαισθησία, τη φαντασία, τις δημιουργικές δυνάμεις, την αποτελεσματικότητα, την ποιότητα που χαρακτηρίζουν το γυναικείο τρόπο σκέψης και δράσης». Στο ίδιο πνεύμα, το ψήφισμα της εκδήλωσης αναφερόταν κι αυτό στο «γυναικείο τρόπο σκέψης» και στην απαραίτητη στην πολιτική ζωή του τόπου «γυναικεία πινελιά», ενώ διατύπωνε με σιγουριά τη θέση ότι «οι γυναίκες θα κάνουν την τοπική αυτοδιοίκηση να ανθήσει».

Στο κλίμα αυτό, η διαφημιστική καμπάνια που επιλέχθηκε να στηρίξει την εκστρατεία του υπουργείου για τις ποσοστώσεις δεν έκανε τίποτε περισσότερο από το να μεταφράσει στη γλώσσα της διαφήμισης (επί το σεξιστικότερο) τις ουσιοκρατικές αντιλήψεις για το γυναικείο φύλο που είχαν ακουστεί από τα πιο αρμόδια χείλη. Είναι αλήθεια ότι τα σχετικά σποτ υπήρξαν εξαιρετικά άγαρμπα («Θα ενδώσουμε όλες στον Δήμο», «Τον Δήμο θα τον κρατάω σε φόρμα» κ.ο.κ.). Υπήρξαν, ωστόσο, συνεπή στην άποψη ότι οι γυναίκες μπορούν να προσλάβουν την πολιτική και να ασχοληθούν με αυτήν μόνο ως γυναίκες, δηλαδή με τρόπο που να βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με τα «γυναικεία» τους ενδιαφέροντα και τη «γυναικεία» τους ανημπόρια. Ούτως ή άλλως, το κεντρικό σύνθημα της εκστρατείας τα λέει όλα. Και το σύνθημα αυτό -σε αντίθεση με άλλα- όχι μόνο δεν κόπηκε, αλλά φιγουράρει πρώτο και καλύτερο στην ενημερωτική ιστοσελίδα της Γραμματείας Ισότητας: «Εγώ με τον Δήμο; Ε, λοιπόν, ναι! Μια δυνατή σχέση αρχίζει τον Οκτώβρη. Ζήστε την!» (www.isotita.gr).

 

(Ελευθεροτυπία, 12/10/2002)

 

www.iospress.gr