"Εθνικά επικίνδυνος" για τα τουρκικά στρατοδικεία, "κοπανατζής" για το ελληνικό υπουργείο Δημ. Τάξης


Χωρίς πατρίδα. Χωρίς άσυλο;
 

 
 

ΗΡΘΕ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΜΑΣ κυνηγημένος από τον πόλεμο. Προερχόμενος από αριστερή κουρδική οικογένεια, με έναν αδερφό ενταγμένο στο κουρδικό κίνημα της Δυτ. Ευρώπης, δεν είχε καμιά διάθεση να υπηρετήσει στον τουρκικό στρατό και να συμμετάσχει στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις που μάτωναν τον τόπο του. Εντάχθηκε σε κουρδική οργάνωση που στην Τουρκία εξακολουθεί να είναι παράνομη, κι ανέπτυξε δημόσια δραστηριότητα που η Εισαγγελία του Δικαστηρίου Ειδικής Ασφαλείας του Ντιγιαρμπακίρ χαρακτηρίζει αναφανδόν ως "εξτρεμιστική" και στρεφόμενη "εναντίον της Τουρκίας" (εσχάτη προδοσία, δηλαδή). Κι όμως, οι αρμόδιες ελληνικές αρχές αρνούνται επίμονα να του δώσουν πολιτικό άσυλο!

Ο λόγος για τον Ζουκούφ Μουράτ Μπορά του Σιντίκ και της Καμιλέ, έναν 30χρονο Κούρδο της Τουρκίας από την κωμόπολη Χάνι του Ντιγιαρμπακίρ, πρόσφυγα στη χώρα μας από το 1995 και στέλεχος του Απελευθερωτικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PRK-Rizgari) στην Ελλάδα. Η ιστορία του δεν αποτελεί βέβαια εξαίρεση. Απεναντίας, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της οδύσσειας που ζούνε μετά το 1999 δεκάδες καταδιωγμένοι συμπατριώτες του, που πίστεψαν ότι στη δημοκρατική Ελλάδα μπορούνε να βρουν ένα στοιχειώδες καταφύγιο. 

Το γεγονός ότι ο Μπορά -άριστος σήμερα γνώστης της ελληνικής γλώσσας, φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Θεσ/νίκης κι ενεργό μέλος της εκεί Αντιρατσιστικής Πρωτοβουλίας- έχει τη θέληση και τα κότσια να διεκδικήσει τα αυτονότητα (και προβλεπόμενα από τις διεθνείς συμβάσεις) δικαιώματά του, μας δίνει απλά τη δυνατότητα να δούμε από τα μέσα αυτή την πραγματικότητα. Την ξεχασμένη, πλέον, από όλους εκείνους που μέχρι πριν από τρία χρόνια έβλεπαν στο πρόσωπο των εξεγερμένων Κούρδων τους "Κολοκοτρώνηδες" της εποχής μας -και σήμερα δεν θέλουν πια ούτε να τους ξέρουν... 

Από το Ντιγιαρμπακίρ στη Θεσσαλονίκη

Ο Ζουκούφ Μπορά ήταν είκοσι χρόνων, όταν ο πόλεμος έφτασε στη γενέτειρά του. Το 1992, η Χάνι και τα περίχωρά της εκκενώθηκαν με τη βία από το στρατό, που προσπαθούσε να αδειάσει το "νερό" για να προκαλέσει ασφυξία στο "ψάρι" των ανταρτών του ΡΚΚ, και η οικογένειά του κατέφυγε στο Ντιγιαρμπακίρ. Ο μεγάλος αδερφός του, Μεχμέτ Σαϊτ, βρισκόταν ήδη από το 1986 στη Δανία, με την επίσημη ιδιότητα του πολιτικού πρόσφυγα. Ο άλλος του αδερφός, Αχμέτ Μετίν Μπορά, ήταν στέλεχος του "νόμιμου" κουρδικού κινήματος, οι οργανώσεις του οποίου απαγορεύονταν η μία μετά την άλλη και οι αγωνιστές του αποδεκατίζονταν από τα "αποσπάσματα θανάτου" του εθνικιστικού-ισλαμικού παρακράτους. Συνελήφθη επανειλημμένα κι εναντίον του έχουν ασκηθεί διώξεις για "ανατρεπτική δραστηριότητα", οι οποίες εκκρεμούν μέχρι σήμερα.

Μέσα σ' αυτό το κλίμα, ο Ζουκούφ Μπορά ήταν φυσικό να έρθει κι αυτός σε επαφή με το κουρδικό κίνημα. Οπαδός του ΡΚΚ του Οτσαλάν εκείνη την εποχή, γνώρισε στο πετσί του τις "πιέσεις" της τουρκικής αστυνομίας, ιδίως λόγω της πολιτικής δρσαστηριότητας των αδερφών του. Το φθινόπωρο του 1995, κι ενώ ο πόλεμος στο Κουρδιστάν βρισκόταν στο απόγειό του, πλησίαζε ο χρόνος που έπρεπε να καταταγεί στο στρατό. Δεν άργησε να πάρει την απόφασή του: στις 10 Οκτωβρίου πέρασε από την πόλη Κας στο Καστελόριζο, παραδόθηκε στις ελληνικές αρχές και κατέθεσε αμέσως αίτηση ασύλου (με αριθμό 9135/26107). Οι Αρχές, με τη σειρά τους, τον μετέφεραν στο στρατόπεδο του Λαυρίου. Με τη βοήθεια της Ελληνοκουρδικής Ενωσης Φιλίας, θα γραφτεί τα επόμενα χρόνια στο Πανεπιστήμιο Θεσ/νίκης, ξεκινώντας με την εκμάθηση των ελληνικών στο Διδασκαλείο Νέας Ελληνικής Γλώσσας. 

Στο μεταξύ, οι αρμόδιες Αρχές απέρριψαν την αίτησή του για χορήγηση πολιτικού ασύλου. Η σχετική απόφαση του γ.γ. του υπουργείου Δημ. Τάξης (18.6.1986) δεν του κοινοποιήθηκε ποτέ -απλά τοιχοκολλήθηκε στο στρατόπεδο του Λαυρίου, καθώς ο ίδιος θεωρήθηκε "αγνώστου διαμονής". Καθόλου περίεργο, άλλωστε: όπως γνωρίζουν όσοι έχουν ασχοληθεί έστω και στοιχειωδώς με τις καθ' ημάς "κουρδικές υποθέσεις", το ελληνικό κράτος είχε πάγια πολιτική να μη χορηγεί πολιτικό άσυλο στους καταδιωκόμενους Κούρδους αγωνιστές, προτιμώντας άλλου είδους (και πολύ λιγότερο διαφανείς) χειρισμούς -ακόμη και στις μέρες της πιο ένθερμης "ελληνοκουρδικής φιλίας" και συμπαράταξης... 

Την ίδια εποχή, ο Μπορά απομακρύνεται από το ΡΚΚ και στρατεύεται ενεργά στο αριστερό Απελευθερωτικό Μέτωπο του Κουρδιστάν (PRK-Rizgari). Η οργάνωση του δίνει το κουρδικό ψευδώνυμο "Μπαχόζ", με το οποίο και γίνεται γνωστός σε ευρύτερους κύκλους ως μέλος της αντιπροσωπείας της στην Ελλάδα. 

Το γεγονός δεν διαφεύγει ούτε από την προσοχή των αντιπάλων του -των τουρκικών διωκτικών αρχών. Το διαπιστώνουμε από το κείμενο του κατηγορητηρίου που η Εισαγγελία του Δικαστηρίου Κρατικής Ασφαλείας του Ντιγιαρμπαρκίρ συνέταξε στις 16 Μαΐου 1999 εις βάρος του αδερφού του. Εκεί διαβάζουμε πως ο Αχμέτ Μετίν Μπορά, υποψήφιος δήμαρχος του νόμιμου τότε (κι απαγορευμένου σήμερα) κουρδικού κόμματος HADEP στην πόλη Χάνι, διωκόμενος για "γραπτή και προφορική αποσχιστική προπαγάνδα" υπέρ του ΡΚΚ κατά την προεκλογική συγκέντρωση που τόλμησε να οργανώσει στις 15.4.1999, έχει αδερφό τον Ζουλκούφ, ο οποίος "διέφυγε στο εξωτερικό το 1995, συμμετάσχει στις εξτρεμιστικές δρστηριότητες εναντίον της Τουρκίας στην Ελλάδα ως πολιτικός πρόσφυγας, ως μέλος της παράνομης οργάνωσης Partiya Rizgariya Kurdistan (PRK-Rizgari) με παράνομο όνομα Bahoz". Το έγγραφο φέρει αριθμό πρωτοκόλλου 921/1999 και υπογράφεται από τον εισαγγελέα Αχμέτ Κορουτούρκ. 

Απόρριψη με "αιτιολογία"

Φτάνουμε έτσι στο 2001, όταν ο "Μπαχόζ" αποφασίζει να καταθέσει ξανά αίτηση, ζητώντας να εξεταστεί υπαρχής το αίτημά του για παροχή πολιτικού ασύλου. Η δραματική αλλαγή της ελληνικής πολιτικής στο κουρδικό μετά το 1999, αλλά και διάφορες εξελίξεις στο εσωτερικό του κουρδικού κινήματος, τον πείθουν γι' αυτό το διάβημα. Εχει, άλλωστε, ένα πολύ συγκεκριμένο πρόσθετο κίνητρο για να το επιχειρήσει: τη ρητή αναγνώριση της πολιτικής του δραστηριότητας από τους διωκτικούς μηχανισμούς του τουρκικού κράτους, τους ειδικευμένους στο ξεκλήρισμα των Κούρδων "αυτονομιστών". 

Εχει, άλλωστε, διανύσει πολύ δρόμο από τη μέρα που αποβιβαζόταν στο Καστελόριζο. Ο πιεζόμενος από την Αστυνομία 23χρονος φυγάς, που δεν ήθελε να συμμετάσχει στον πόλεμο κατά του λαού του, εξελίχθηκε σε ακτιβιστή του κινήματος με ενεργό κι αναγνωρισμένη πολιτική δράση. Πίσω στην πατρίδα τον περιμένει το στρατοδικείο, για 'αντεθνική' δράση. Πράγματα προφανή, πιστοποιημένα με ντοκουμέντα.

Κι όμως, οι αρμόδιες Αρχές δεν θέλουν να καταλάβουν. Αρχικά αρνούνται να δεχτούν την αίτηση για αναθεώρηση που ο Μπορά καταθέτει στις 6.6.2001. Αυτός ξεκινά απεργία πείνας σε κεντρικό σημείο της Θεσσαλονίκης, με τη συμπαράσταση ενός πλήθους μαζικών φορέων της πόλης: ψηφίσματα υπέρ του αιτήματός του εκδίδουν μεταξύ άλλων η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου, ο Δικηγορικός Σύλλογος, το Εργατικό Κέντρο και 5 ΕΛΜΕ της πόλης, συνδικάτα και πολιτικές οργανώσεις. Ύστερα από είκοσι μέρες αγώνα, ο "Μπαχόζ" κερδίζει -επιτέλους!- το δικαίωμα απλώς να ξανασυζητηθεί το αίτημά του. Την υπόθεσή του στηρίζει, με επτασέλιδο αναλυτικό υπόμνημα, και ο υπεύθυνος του Τομέα Προσφύγων της Διεθνούς Αμνηστίας, Αριστείδης Μαυρογιάννης.

Πίσω είχαν, όμως, οι αρμόδιοι την ουρά: στις 29 Αυγούστου 2002, ο γ.γ. του υ.Δ.Τ. Δημήτριος Ευσταθιάδης απορρίπτει, επίσημα πλέον, το αίτημα του Μπορά για πολιτικό άσυλο, "διότι στο πρόσωπό του δεν συντρέχουν τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του φόβου δίωξης, που είναι απαραίτητα για να του αναγνωριστεί η ιδιότητα αυτή". 

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η εξειδίκευση (και η απόπειρα "τεκμηρίωσης") αυτού του σκεπτικού. "Οι ισχυρισμοί του αιτούντος κρίνονται αντιφατικοί και ανακόλουθοι", διαβάζουμε, εφόσον αυτός "κατά την είσοδο και υποβολή του αιτήματος ασύλου, πέραν της αντίθεσής του προς το καθεστώς εκ της κουρδικής καταγωγής του, δήλωσε ως λόγο διαφυγής την αποφυγή της στράτευσής του, μετά την εκπνοή της αναβολής". Το αίτημά του για παροχή ασύλου, ως εκ τούτου, εκτιμά η υπηρεσία, έχει ως μοναδικό σκοπό "την ολοκλήρωση των σπουδών του και την αποφυγή των συνεπειών εκ της ανυποταξίας του". 

Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι αυτή η τελευταία διατύπωση, περί "αποφυγής των συνεπειών της ανυποταξίας", μας αφήνει άναυδους. Κατά πάσα πιθανότητα, ο κ. Ευσταθιάδης πιστεύει ότι η άρνηση να υπηρετήσει κανείς στον τουρκικό στρατό, στο κορύφωμα της καταστολής της κουρδικής εξέγερσης, είναι κάτι σαν τη μονομερή παράταση της αναβολής λόγω σπουδών από τους Ελληνες φοιτητές του εξωτερικού! 

Υπάρχουν, ωστόσο, και χειρότερα. "Το προσκομισθέν έγγραφο Αρχών Τουρκίας" (το κατηγορητήριο εις βάρος του αδερφού του, δηλαδή) "δεν παρέχει εχέγγυα γνησιότητας", διαβάζουμε στην απορριπτική απόφαση, "διότι πέραν του γεγονότος ότι είναι ανεπικύρωτο φωτοαντίγραφο, εγείρει και ερωτηματικά, πώς δηλαδή ο συλληφθείς αδελφός του φέρεται να ενεργεί ως υποψήφιος δήμαρχος στην Τουρκία, όταν κατά το παρελθόν ουδέποτε αναφέρθηκε στην πολιτική του δραστηριότητα, ως μέλος κόμματος ή οργάνωσης". 

Το πρώτο σκέλος του επιχειρήματος είναι οφθαλμοφανώς ψευδές: το φωτοαντίγραφο του κατηγορητηρίου είναι ευδιάκριτα επικυρωμένο από συγκεκριμένο δικηγόρο της Κωνσταντινούπολης. Οσο για το δεύτερο σκέλος του, τις απορίες δηλ. του γενικού γραμματέα του υπουργείου Δημόσιας Τάξης για τα όρια παρανομίας και νομιμότητας στις κουρδικές επαρχίες της σημερινής Τουρκίας, θα προτιμήσουμε να το αφήσουμε ασχολίαστο.

Αρνούμενος να υποκύψει μοιρολατρικά σ' αυτή τη λογική, ο "Μπαχόζ" άσκησε στις 9 Οκτωβρίου την προβλεπόμενη από το νόμο διοικητική προσφυγή κατά της πρωτοφανούς αυτής απόφασης. Την περασμένη Πέμπτη, εξετάστηκε εκτενώς από την αρμόδια επιτροπή. Ας ελπίσουμε ότι, στο τέλος, η Ελληνική Δημοκρατία θα ανταποκριθεί στις στοιχειώδεις υποχρεώσεις της, όπως αυτές απορρέουν από τις διεθνείς συμβάσεις που η ίδια έχει υπογράψει...


 

(Ελευθεροτυπία, 2/11/2002)

 

www.iospress.gr