Στο εδώλιο δύο πολίτες που τόλμησαν να καταγγείλουν τη δράση κυκλωμάτων σωματεμπορίας σε τουριστικό νησί
Καθημερινές ιστορίες δουλεμπορίου
"Υπάρχει κάποιος αδιάφθορος να βάλει το νυστέρι;"
(Π. Βήχος, «Νέα Προοπτική», 5/9/1998)
ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ 19 Νοεμβρίου επρόκειτο να δικαστούν στο Α' Τριμελές Πλημμελειοδικείο της Αθήνας ο μουσικός Παναγιώτης Βήχος και ο υπεύθυνος της αριστερής δεκαπενθήμερης εφημερίδας "Νέα Προοπτική" Θόδωρος Κουτσουμπός κατηγορούμενοι για συκοφαντική δυσφήμηση, εξύβριση και ηθική αυτουργία στις παραπάνω πράξεις, επειδή με δημοσίευμά τους κατήγγειλαν προ καιρού την ύπαρξη κυκλωμάτων σωματεμπορίας σε τουριστικό κυκλαδίτικο νησί. Μηνυτής ο τέως διοικητής του αστυνομικού τμήματος του νησιού, ο οποίος ζητά αποζημίωση 200 εκατομμυρίων δραχμών. Λόγω παρέλευσης του ωραρίου των δικαστικών υπαλλήλων, η δίκη αναβλήθηκε τελικά για την άνοιξη του 2003.
Προτού αφηγηθούμε την από κάθε άποψη αποκαλυπτική αυτή ιστορία, θεωρούμε σκόπιμο να διευκρινίσουμε ότι, αν και έχουν γίνει γνωστά, δεν θα κατονομάσουμε το νησί στο οποίο εκτυλίχθηκε η υπόθεση και δεν θα αναφέρουμε το όνομα των σωματεμπόρων και του εμπλεκόμενου αστυνομικού. Οπως θα δούμε στη συνέχεια, εναντίον των ατόμων αυτών έχει ασκηθεί αυτεπάγγελτη δίωξη για μαστροπεία και παράβαση καθήκοντος και πρόκειται να δικαστούν τον ερχόμενο Μάρτιο στη Σύρο. Θα παρακολουθήσουμε τη δίκη, την οποία θεωρούμε ιδιαίτερα σημαντική, και τότε θα μας δοθεί η ευκαιρία να μιλήσουμε για τα πρόσωπα που ενέχονται στο συγκεκριμένο εγκληματικό κύκλωμα, ένα από τα πολλά που δρουν ανενόχλητα στην ελληνική επαρχία.
Προορισμός, η βία
Ολα ξεκίνησαν τον Σεπτέμβριο του 1998, όταν στην εφημερίδα "Νέα Προοπτική" δημοσιεύτηκε άρθρο του Παναγιώτη Βήχου, στο οποίο ο κατηγορούμενος σήμερα μουσικός εξιστορούσε την εμπειρία του από την παραμονή του στο νησί, όπου βρέθηκε εκείνο το καλοκαίρι για επαγγελματικούς λόγους. Στο κείμενό του, ο κ. Βήχος παρέθετε τη συνομιλία του με μια εικοσάχρονη Ουκρανή χορεύτρια, η οποία ζούσε, όπως και άλλες κοπέλες από την Ουκρανία, τη Ρωσία και τη Ρουμανία, κλεισμένη σε δωμάτιο του ξενοδοχείου στο οποίο διέμενε και ο ίδιος. Σύμφωνα με όσα του εμπιστεύτηκε η νεαρή Ουκρανή, οι κοπέλες αυτές είχαν συμφωνήσει στη χώρα τους με κάποιον "ιμπρεσάριο" ότι επί έξι μήνες θα χορεύουν χορούς της πατρίδας τους σε κέντρο του νησιού και ότι θα κερδίζουν 15.000 δραχμές την ημέρα. Εξ αρχής, ωστόσο, η συμπεριφορά του ανθρώπου που ανέλαβε να τις συνοδεύσει στην Ελλάδα ήταν περίεργη. Τους κράτησε τα διαβατήρια και στα ελληνικά σύνορα τις παρέδωσε σε έναν Ελληνα ο οποίος, κατά τα λεγόμενα της νεαρής Ουκρανής, πλήρωσε 50.000 δρχ. για κάθε μία στους αστυνομικούς του τελωνείου.
Στο νησί, οι κοπέλες αντιλήφθηκαν γρήγορα ότι αυτό που τις περίμενε εκεί ήταν η εξαναγκαστική εκπόρνευση. Κάποιες τις πούλησαν οι σωματέμποροι για δύο εκατομμύρια δραχμές, οι άλλες υποχρεώνονταν να κάνουν στριπτίζ και να μαζεύουν χρήματα στα εσώρουχά τους. Οπως αποκάλυψε η νεαρή συνομιλήτριά του στον κ. Βήχο, ακόμη χειρότερη τύχη περίμενε τις κοπέλες που δεν είχαν τη δυνατότητα να χορεύουν. Οσες από αυτές τόλμησαν να αντισταθούν στους σωματέμπορους κακοποιήθηκαν βάναυσα και κλειδώθηκαν σ' ένα δωμάτιο όπου παρέμειναν νηστικές επί ημέρες. Εξίσου σκληρός υπήρξε ο "προληπτικός φρονηματισμός" των κοριτσιών, όταν δύο Ουκρανές κατόρθωσαν να αποδράσουν: οι υπόλοιπες κοπέλες δάρθηκαν ανηλεώς προκειμένου να βγάλουν από το μυαλό τους κάθε ιδέα φυγής από τους βασανιστές τους.
Η μεγαλύτερη, όμως, έκπληξη περίμενε τον κ. Βήχο, όταν ρώτησε τη νεαρή συνομιλήτριά του γιατί δεν καταγγέλλει όσα συμβαίνουν στην αστυνομία. Η κοπέλα ισχυρίστηκε ότι με μια συνάδελφό της κατέφυγαν στην αστυνομία, όπου οι αστυνομικοί τις αντιμετώπισαν με αδιαφορία, λέγοντάς τους να επιστρέψουν γρήγορα στη δουλειά τους. Ο διοικητής, μάλιστα, τους φέρθηκε με εξαιρετική αγριότητα και τις απείλησε ότι κινδυνεύουν, αν ζητήσουν αλλού βοήθεια.
Αυτόπτης μάρτυρας
Τα στοιχεία, ωστόσο, εναντίον του συγκεκριμένου διοικητή δεν περιορίζονται στη μαρτυρία της νεαρής Ουκρανής. Ο κ. Βήχος παρακολούθησε τυχαία χρηματικές δοσοληψίες του με τον σωματέμπορο, ο οποίος κρατούσε τις κοπέλες κλεισμένες στο ξενοδοχείο, ενώ από ιδιοκτήτη νυχτερινού κέντρου πληροφορήθηκε ότι ο αστυνομικός παίρνει γερή μίζα από τα κέντρα αυτά, καθώς και ότι εκμεταλλεύεται δύο Ρωσίδες τις οποίες του "έχει δωρίσει" ένας από τους σωματέμπορους της περιοχής, δείγμα της ευγνωμοσύνης του για τις "διευκολύνσεις" που του προσέφερε ο κ. διοικητής. "Ολα όσα αναφέρω τα είδα με τα μάτια μου, τα άκουσα με τα αφτιά μου, τα έζησα και έφριξα", σημείωνε ο Παναγιώτης Βήχος, συμπληρώνοντας ότι δεν άντεξε να βλέπει ένα κοριτσάκι δεκαεπτά ετών να κλαίει με αυτά που το ανάγκαζαν να κάνει και να ζητάει τη μητέρα του. Και κατέληγε: "Ολοι σε όσους μίλησα μου συνέστησαν να μη διανοηθώ να πω πουθενά ό,τι είδα και ό,τι άκουσα. Δεν τους κουνάει κανένας αυτούς εδώ, μου είπαν. Ο ίδιος ο διοικητής έχει γερές πλάτες. Και παλιότερα είχαν γίνει καταγγελίες εναντίον του, αλλά ο κύριος διοικητής παραμένει στη θέση του. Θα σε βγάλουν τρελό. [...] Εχουν τον τρόπο τους αυτοί να κλείνουν τα στόματα".
Η συνέχεια της ιστορίας θα αποδείκνυε σύντομα ότι, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις των αρμοδίων, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα για έναν πολίτη που αποφασίζει να καταγγείλει κυκλώματα σωματεμπορίας, ιδίως όταν στα κυκλώματα αυτά εμπλέκονται αστυνομικοί. Σύντομα, το κείμενο του Παναγιώτη Βήχου κοινοποιήθηκε στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης, το οποίο διέταξε τη διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης. Η ΕΔΕ απήλλαξε τον κατηγορούμενο αστυνομικό, ο οποίος στη συνέχεια πήρε προαγωγή και μετατέθηκε σε άλλο νησί. Και, φυσικά, έσπευσε να μηνύσει τον Π. Βήχο και τη "Νέα Προοπτική", ζητώντας τους αποζημίωση 200 εκατομμυρίων δραχμών για ηθική βλάβη. Ταυτόχρονα, όμως, διατάχθηκε αυτεπάγγελτη δίωξη του αστυνομικού και ορισμένων ιδιοκτητών νυχτερινών κέντρων για παράβαση καθήκοντος και μαστροπεία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τον Μάιο του 1998, τέσσερις δηλαδή ολόκληρους μήνες πριν από την καταγγελία του Παναγιώτη Βήχου, στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης είχε φτάσει διαμαρτυρία υπογεγραμμένη από το σύνολο σχεδόν των κατοίκων ενός χωριού του νησιού, οι οποίοι εξέφραζαν έντονα "τον αποτροπιασμό και την αγανάκτησή" τους για "τα ακατονόμαστα αίσχη που διαδραματίζονται σε συγκεκριμένα κέντρα" που λειτουργούν στο νησί. Παρά τον σαφώς ηθικολογικό χαρακτήρα του (το πρόβλημα εντοπιζόταν στη "διάλυση οικογενειών", στην "οικονομική τους αφαίμαξη" και στο ενδεχόμενο μετάδοσης ασθενειών και όχι στην απάνθρωπη εκμετάλλευση των ξένων γυναικών), το κείμενο αυτό με αποδέκτες τοπικούς και μη παράγοντες (πολιτικούς, δικαστικούς και εκκλησιαστικούς), αποτελούσε μια πρώτη κρούση για το πρόβλημα, η οποία όμως παρέμεινε χωρίς απάντηση.
Το τέλος της σιωπής
Είναι βέβαιο πως η καταγγελία κυκλωμάτων σωματεμπορίας προσκρούει σε ανυπέρβλητα εμπόδια, ιδίως όταν, όπως ήδη σημειώσαμε, στα κυκλώματα αυτά συμμετέχουν αστυνομικοί. Στο σημείο αυτό, παρά τις επανειλημμένες υποσχέσεις των αρμοδίων, το υπουργείο Δημόσιας Τάξης δεν έχει δώσει δείγματα γραφής που να δικαιολογούν και την ελάχιστη έστω αισιοδοξία. Μολαταύτα, την περασμένη Τρίτη στο δικαστήριο ο Παναγιώτης Βήχος και ο συγκατηγορούμενός του Θόδωρος Κουτσουμπός δεν ήταν μόνοι. Εκτός από τους μάρτυρές τους (Σίσσυ Βωβού, Γιάννη Μπανιά, Ευτύχη Μπιτσάκη, Βαγγέλη Δεληπέτρο, Δημ. Στρατούλη, Δημήτρη Δεσύλλα κ.ά.), στα δικαστήρια της Ευελπίδων είχαν έρθει, μεταξύ άλλων, εκπρόσωποι του Συνδέσμου για τα Δικαιώματα της Γυναίκας, της Act-up και του Ιδρύματος Μαραγκοπούλου.
Εξω από το κτίριο 9 όπου θα γινόταν η δίκη, γυναίκες από το Φεμινιστικό Κέντρο Αθήνας άνοιξαν πανό με το σύνθημα "Οχι στο δουλεμπόριο των γυναικών. Ναι στην τιμωρία των μαστροπών". Το πανό παρέμεινε επί ώρες στη θέση του, μέχρι τη στιγμή που ο υπεύθυνος ασφαλείας των δικαστηρίων υποχρέωσε τις γυναίκες να το αποσύρουν. Εν όψει της δίκης, το Φεμινιστικό Κέντρο Αθήνας είχε κυκλοφορήσει διαμαρτυρία την οποία συνυπέγραψαν πολλές φεμινιστικές, γυναικείες και κοινωνικές οργανώσεις, όπου, μεταξύ άλλων, τονίζονταν και τα εξής: "Οι γυναικείες και φεμινιστικές οργανώσεις που υπογράφουμε αυτό το κείμενο θεωρούμε ότι ενδεχόμενη καταδίκη του κ. Βήχου θα λειτουργήσει αποτρεπτικά για όσους τολμούν να καταγγείλουν τους μαστροπούς, θα αποθρασύνει τα κυκλώματα εμπορίας γυναικών και θα δημιουργήσει τετελεσμένο για τη μη τιμωρία όσων παραπέμπονται με την αυτεπάγγελτη δίωξη. Είναι ήδη γνωστό ότι το εξοργιστικό φαινόμενο του δουλεμπορίου αλλοδαπών γυναικών βρίσκεται σε έξαρση στην Ελλάδα και σε όλες τις 'ανεπτυγμένες' χώρες, όπου διακινητές, μαστροποί και κρατικοί υπάλληλοι διάφορων κλάδων συνεργάζονται σ' αυτό το έγκλημα, με τελικούς αποδέκτες τους πολυπληθείς όσο και συνυπεύθυνους πελάτες".
Πιστεύουμε ότι εδώ ακριβώς βρίσκεται η ουσία της όλης υπόθεσης: Η καταγγελία του κ. Βήχου ήρθε να αποκαλύψει μια από κάθε άποψη τυπική περίπτωση εκμετάλλευσης ξένων γυναικών που δελεάζονται με ψευδείς υποσχέσεις να έρθουν να εργαστούν στην Ελλάδα και, όταν φτάνουν στην πόλη ή το χωριό του προορισμού τους, αντιλαμβάνονται ότι αυτό που τις περιμένει είναι ο εξαναγκασμός στην πορνεία. Η συγκεκριμένη ιστορία ανασυνθέτει πράγματι για μια ακόμη φορά το μηχανισμό που καθιστά δυνατό το σύγχρονο δουλεμπόριο ξένων γυναικών: το αρχικό ξεγέλασμα, την αφόρητη σωματική και ψυχική βία και, τέλος, τη μετατροπή των γυναικών σε άβουλα πιόνια στα χέρια των μαστροπών. Είναι διαπιστωμένο πως το εμπόριο αυτό με τα αμύθητα κέρδη δεν θα ήταν εφικτό χωρίς τη διαπλοκή κρατικών υπαλλήλων, κυρίως αστυνομικών, αλλά και χωρίς την τεράστια "ζήτηση" των εγχώριων πελατών. Ετσι, καταγγελίες σαν αυτή του Παναγιώτη Βήχου είναι ο μοναδικός τρόπος για να δημιουργηθούν επιτέλους κάποιες ρωγμές στη συνένοχη σιωπή που διευκολύνει την ατιμωρησία του απεχθούς όσο και διαρκούς αυτού εγκλήματος.
(Ελευθεροτυπία, 23/11/2002)