Στο προσκήνιο η ατιμώρητη δολοφονία των μεταναστών που αποκαλύψαμε τον περασμένο Μάιο
Από τα Σκόπια στο Καράτσι
"Οι επτά ήταν άφραγκοι πρόσφυγες που προσπαθούσαν να περάσουν στην Ελλάδα"
(«Wall Street Journal», 16/12/2002)
ΣΤΙΣ 5 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ μια βόμβα εξερράγη στην πρωτεύουσα του Πακιστάν, Καράτσι, έχοντας στόχο το εκεί Προξενείο της ΠΓΔ Μακεδονίας, στο οποίο δεν υπηρετεί κανένας υπήκοος της ΠΓΔΜ. Τρεις άνθρωποι βρέθηκαν νεκροί στον τόπο της έκρηξης: Ο ένας ήταν ο Πακιστανός φύλακας του κτιρίου και οι άλλοι δύο, ένας άνδρας και μια γυναίκα άγνωστης ταυτότητας, κατά πάσα πιθανότητα επίσης Πακιστανοί. Τα θύματα βρέθηκαν με κομμένο λαιμό, δεμένα χέρια και φιμωμένο στόμα, δολοφονημένα πριν, από τη βομβιστική επίθεση. Σε έναν τοίχο του ερειπωμένου κτιρίου είχε γραφτεί ένα μήνυμα στην πακιστανική γλώσσα (ουρντού), στο οποίο εμφανιζόταν η «πακιστανική φράξια της Αλ-Κάιντα» «να μεταχειρίζεται τους άπιστους, όπως εκείνοι τους μεταχειρίζονται».
Ο επικεφαλής των αστυνομικών ερευνών Ταρίκ Τζαμίλ δεν ήταν σίγουρος για τη γνησιότητα της «ανάληψης της ευθύνης» από την Αλ-Κάιντα. «Μπορεί να είναι ένα αυθεντικό μήνυμα, μπορεί όμως να πρόκειται για απόπειρα αποπροσανατολισμού των ερευνών», δήλωσε στο Ασοσιέιτεντ Πρες. Ασφαλώς πιο αναλυτική ήταν η τοποθέτηση της Σάντα Αργιροφ, εκπροσώπου Τύπου του υπουργείου Εξωτερικών της ΠΓΔ Μακεδονίας, όπως τη μετέφερε ο γνωστός δημοσιογράφος της γειτονικής μας χώρας Σάσο Ορντάνοσκι: «Ο πρόξενός μας στο Πακιστάν Μπιλάλ Αχμέντ Κιουρέσι, ένας πολύ γνωστός Πακιστανός επιχειρηματίας, γόνος ισχυρής οικογένειας, διατύπωσε την άποψη ότι η βομβιστική ενέργεια θα μπορούσε να συνδέεται με πρόσφατη διαμαρτυρία στο Καράτσι των συγγενών των έξι Πακιστανών που σκοτώθηκαν στις 2/3/2002 σε αστυνομική ενέδρα στη Μακεδονία» (Institute for War & Peace Reporting, BCR ν. 389, 9/12/02).
«Αντιτρομοκρατική επιτυχία»
Στα τέλη του προηγούμενου χειμώνα, και ενώ ο «αντιτρομοκρατικός» πόλεμος στο Αφγανιστάν βρισκόταν στο αποκορύφωμά του, στην ΠΓΔΜ εξελισσόταν το τελευταίο μέρος της βίαιης αναμέτρησης ανάμεσα στους σκληροπυρηνικούς εθνικιστές της τότε κυβέρνησης Γκεοργκίεφσκι και στις ένοπλες ομάδες των Αλβανών που ζητούσαν μεγαλύτερο μερίδιο εξουσίας στο πλαίσιο της κοινής με τους Σλαβομακεδόνες πατρίδας τους. Η «εθνική ανασφάλεια» της κυβέρνησης των Σκοπίων μεγάλωνε καθώς όλο και μεγαλύτερες ομάδες (μουσουλμάνων) προσφύγων από την ευρύτερη ζώνη του πολέμου στο Αφγανιστάν διάβαιναν τα σύνορα της ΠΓΔΜ από τη Βουλγαρία και τη Σερβία προσπαθώντας να περάσουν στα ενδότερα της Ευρωπαϊκής Ενωσης και φυσικά και προς την ευρωπαϊκή «γωνιά της επαγγελίας», την Ελλάδα. Αυτές τις μετακινήσεις των προσφύγων πολλοί (και όχι μόνο οι επιτελείς του Γκεοργκίεφσκι) τις αντιμετώπιζαν με μεγάλη ανησυχία, καθώς οι φήμες για την ανάπτυξη του «βαλκανικού δικτύου» της Αλ-Κάιντα (σε Βοσνία, Κόσοβο, Αλβανία, ΠΓΔΜ) πολλαπλασιάζονταν. Σ' αυτό το βάρβαρο κλίμα εντάσσεται και ο φόνος των έξι Πακιστανών που έπεσαν σε ενέδρα της αστυνομίας κοντά στα Σκόπια.
Στις 2 Μαρτίου η κυβέρνηση της ΠΓΔΜ ανακοίνωσε ότι «κατά τις 4 π.μ., μια επταμελής ένοπλη ομάδα επιτέθηκε σε αστυνομική περίπολο στην περιοχή Ραστάνσκι Λόζια (10 χιλ. βόρεια από τα Σκόπια). Η επίθεση αποκρούστηκε με επιτυχία από τις δυνάμεις ασφαλείας. Και οι επτά άνδρες σκοτώθηκαν κατά την ανταλλαγή πυρών. Δεν υπήρξαν απώλειες στην πλευρά των δυνάμεων ασφαλείας. Μετά την επιτόπια έρευνα του εισαγγελέα και μιας ομάδας ειδικών του υπουργείου Εσωτερικών διαπιστώθηκε ότι η ομάδα ήταν οπλισμένη με τέσσερα αυτόματα, οκτώ χειροβομβίδες κινεζικής κατασκευής, οκτώ όλμους και έναν πομπό». Ο τότε υπουργός Εσωτερικών Λιούμπε Μπόσκοφσκι «αποκάλυψε» ότι «σύμφωνα με την προκαταρκτική έρευνα, οι επτά ένοπλοι που σκοτώθηκαν σκόπευαν να επιτεθούν σε ξένες διπλωματικές αποστολές χωρών οι οποίες συμμετέχουν στον καθολικό αγώνα κατά της τρομοκρατίας». Δεν δόθηκαν περισσότερες λεπτομέρειες για την ταυτότητα των σκοτωμένων, παρά μόνο ότι ήταν «σκουρόχρωμοι» και ότι μαζί τους βρέθηκαν δύο διαβατήρια, το ένα στο όνομα Omer Farooq και το άλλο Bilal Hussain.
Τις επόμενες μέρες ο Μπόσκοφσκι και οι δικοί του άνθρωποι στα ΜΜΕ πολλαπλασίασαν τις «πληροφορίες» που θα σχημάτιζαν την εικόνα «της εξάρθρωσης μιας ομάδας της Αλ Κάιντα» αποτελούμενης πότε από Παλαιστίνιους, πότε από Αραβες γενικώς, πότε από Βόσνιους, πότε από Κοσοβάρους, πότε από Πακιστανούς που πολέμησαν στο Αφγανιστάν κ.ο.κ.
Το ψέμα όμως έχει κοντά ποδάρια. Μια βδομάδα μετά άρχισαν να έρχονται ένα ένα στην επιφάνεια τα στοιχεία της σκηνοθεσίας. Λόγου χάρη τα όπλα των «τρομοκρατών» που παρουσίασαν οι αρχές της ΠΓΔΜ ήταν του κουτιού, όπως και η σακούλα με τις ατσαλάκωτες στολές του Αλβανικού Απελευθερωτικού Στρατού. Αποδείχθηκε παράλληλα ότι ο Μπόσκοφσκι είχε πει ψέματα και για άλλες συλλήψεις ανύπαρκτων τρομοκρατών (Βοσνίων και Ιορδανών), οι οποίοι υποτίθεται παραδόθηκαν στους Αμερικανούς κ.ο.κ.
Ηταν επόμενο να αρχίσουν να δυσπιστούν για την κατά Μπόσκοφσκι «εξάρθρωση της Αλ Κάιντα» όχι μόνο οι διπλωμάτες των ΗΠΑ και της Ε.Ε., αλλά ακόμα και στελέχη της ίδιας της κυβέρνησης της ΠΓΔΜ. Ο ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ στα Βαλκάνια Τζέιμς Χολμς είπε ότι «διερευνήσαμε αυτά τα επεισόδια και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι αυτές οι ενέργειες δεν έχουν καμιά σχέση με την τρομοκρατία». Στο BBC κυβερνητικός παράγοντας της ΠΓΔΜ δήλωσε ότι «όλα φαίνονται κατασκευασμένα. Δεν έχουν ούτε ένα στοιχείο που να αποδεικνύει τη θεωρία τους. Φαίνεται ότι όλα έχουν στηθεί για να δηλώνουν προς τους ξένους ότι κι εμείς είμαστε μέρος της αντιτρομοκρατικής συμμαχίας» και ότι κι εμείς έχουμε τα ίδια προβλήματα με σας. Εσείς έχετε την Αλ-Κάιντα κι εμείς τους Αλβανούς».
Βαλκανικό έγκλημα
Σε έρευνα του Κρίστοφερ Κούπερ της «Wall Street Journal», ο οποίος κινήθηκε με βάση τις φωτογραφίες των νεκρών της 2ας Μαρτίου και με τη βοήθεια των δημοσιογράφων της πακιστανικής εφημερίδας «Dawn», βρέθηκαν ορισμένοι συγγενείς τους που εργάζονται στην Ελλάδα. Είχε αρχίσει να διαμορφώνεται η πεποίθηση ότι επρόκειτο για φτωχούς πρόσφυγες.
Στις 5 Μαΐου αποκαλύψαμε την πλήρη ιστορία, εντοπίζοντας για πρώτη φορά την ταυτότητα και την περιπετειώδη διαδρομή μέχρι το θάνατό τους όλων των σκοτωμένων - έξι Πακιστανών και ενός Ινδού («Ιός»,
«Ενα βαλκανικό έγκλημα»).
Με τη συνεργασία της Κοινότητας των Πακιστανών στην Αθήνα διαπιστώσαμε ότι επρόκειτο για εν ψυχρώ δολοφονία ανθρώπων που προσπαθούσαν να φτάσουν στους συγγενείς και φίλους τους, ήδη μετανάστες στην Ελλάδα, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Επεσαν θύματα του βρόμικου πολέμου του σκληροπυρηνικού εθνικιστή υπουργού Εσωτερικών Μπόσκοφσκι. Οι έξι Πακιστανοί, από διάφορα χωριά της επαρχίας του Πατζάμπ, ανήκαν στη θρησκευτική κοινότητα των Σιιτών, που βρίσκεται σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τους φονταμενταλιστές Σουνίτες της Αλ-Κάιντα, ο έβδομος ήταν Σιχ από την Ινδία. Τα θύματα ήταν:
-Ο 29χρονος Bilal Hussain Shah, αναγνωρίστηκε από τον 30χρονο αδελφό του Dabeer που τον περίμενε και είχε επικοινωνήσει μαζί του τηλεφωνικά για τελευταία φορά στις 16/2 όταν ο Bilal ήταν ακόμα στη Βουλγαρία.
-Ο Khalid Mahmood, κοντά στα 25, αναγνωρίστηκε από τον ξάδελφό του Ahmet Shahbaz.
-Ο 20χρονος Muhammad Asif Javed, αναγνωρίστηκε από το θείο του Ghulam Abbas.
-Ο Omer Farooq αναγνωρίστηκε από τον Naveed Hussain, γείτονα και φίλο του από το χωριό Γκουτζράτ.
-Αναγνωρίστηκαν από φίλους και γνωστούς ο Riaz Ahmed και ο Ijaz Ahmed.
-Ινδοί μετανάστες αναγνώρισαν το συγγενή τους Sam Sing.
Με αυτές τις αποδείξεις ήταν επόμενο να δημιουργηθεί διεθνές σκάνδαλο. Η παρέα του Μπόσκοφσκι και των ειδικών εθνικιστικών του δυνάμεων («Λέοντες») από τότε μπήκαν στο στόχαστρο. Το όποιο κύρος της χώρας υποβαθμίστηκε ακόμα περισσότερο. Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου η κυβέρνηση έχασε. Η νέα ηγεσία της ΠΓΔΜ δεν είχε αντίρρηση να ανοίξει το φάκελο της δολοφονίας των φτωχών μεταναστών, ωστόσο δεν προχώρησε. Φαίνεται ότι ούτε κι εκεί τα βάζει κανείς εύκολα με το «βαθύ κράτος».
Εμελλε να σκάσει η βόμβα στο Προξενείο της ΠΓΔΜ στο Καράτσι ώστε να τεθεί επιτακτικά πλέον το αίτημα για τη διαλεύκανση της υπόθεσης. Ο καθηγητής Διεθνούς Δικαίου Λιούμπομιρ Φρκόφσκι -που είχε διατελέσει παλιότερα υπ. Εξωτερικών της ΠΓΔΜ- είπε πριν από λίγες μέρες στα ΜΜΕ: «Οπως εμείς ζητούμε μια πλήρη έρευνα από τις πακιστανικές αρχές, θα έπρεπε κι εμείς να διενεργήσουμε τη δική μας έρευνα για την εν ψυχρώ δολοφονία των Πακιστανών μεταναστών στη Μακεδονία. Αν δεν το κάνουμε εμείς αυτό από την πλευρά μας, δεν έχουμε το δικαίωμα να ζητάμε απ' τους Πακιστανούς την πλήρη διαλεύκανση της έκρηξης στο Καράτσι».
Ο Κρίστοφερ Κούπερ από τις στήλες της «Wall Street Journal» (16/12) επρόκειτο να επανέλθει κι αυτός στο ζήτημα. «Διπλωμάτες, γνώστες της υπόθεσης -γράφει ο Κούπερ- λένε ότι με την πρόσφατη αλλαγή της κυβέρνησης της Μακεδονίας -προειδοποιώντας ταυτόχρονα ότι αυτή η τέως Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία δεν πρόκειται να μπει ποτέ στο ΝΑΤΟ, αν δεν διαλευκάνει τους φόνους- έπεισαν τη Μακεδονία να επανεξετάσει την υπόθεση. Ερευνα του αμερικανικού FBI λίγο μετά την ανταλλαγή πυρών τότε, κατέληξε ότι οι επτά άνδρες ποτέ δεν υπήρξαν κίνδυνος για κάποιο αμερικάνικο στόχο. Αμερικανοί διπλωμάτες δήλωσαν αργότερα ότι πιστεύουν πως η ανταλλαγή πυρών ήταν σκηνοθετημένη κι ότι οι άνδρες δολοφονήθηκαν προκειμένου να κατασκευαστεί μια τρομοκρατική απειλή και να κερδηθεί η εύνοια των δυτικών κυβερνήσεων (...) Η Μακεδονία φαίνεται ότι έχει λάβει το μήνυμα, λένε δυτικοί διπλωμάτες. Πρόσφατα η Βουλή της απέλυσε τον εισαγγελέα Σταβρ Ντζίκοφ που θεωρείτο από πολλούς ως εμπόδιο για μια εις βάθος έρευνα».
Δεν χρειάζεται και ιδιαίτερη πολιτική σκέψη για να αντιληφθεί κανείς πόσο βούτυρο αλείφεται στο ψωμί τής κάθε Αλ-Κάιντα, όταν οι «άπιστοι» αφήνουν ατιμώρητους τους δικούς τους εγκληματίες κατά των μουσουλμάνων.
(Ελευθεροτυπία, 21/12/2002)