Ο Κολοκοτρώνης και ένας λαοπλάνος αγύρτης που επικαλείται θαύματα


Τα θαύματα και η παράδοση
 

 
 

"Εμείς οι χριστιανοί δεν είμαστε ειδωλολάτρες, αλλά πνευματέμφοροι"
        (Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, 9/12/2002)

 

 

ΜΟΛΙΣ ΕΙΧΕ ΑΠΟΧΩΡΗΣΕΙ από την Αθήνα η εικόνα της Παναγίας της Ιεροσολυμίτισσας, και πριν ακόμη καταλαγιάσουν οι ενδοεκκλησιαστικές διαμάχες μεταξύ «ειδωλολατρών» και «προτεσταντών», ανακοινώθηκε η εσπευσμένη άφιξη στην Αθήνα των «Αγίων Δώρων των τριών Μάγων». Εκεί, λοιπόν, που νομίσαμε ότι η τολμηρή παρέμβαση του μητροπολίτη Ιωαννίνων θα έδινε την ευκαιρία για κάποιον βαθύ προβληματισμό, συνέβη το αντίθετο. Ο μητροπολίτης αντιμετωπίστηκε ως «αιρετικός», ενώ ο σχετικός θόρυβος στα μέσα ενημέρωσης επιτάχυνε την προσέλευση των πιστών στη Μητρόπολη των θαυμάτων και διευκόλυνε τη «μετάκληση» νέων θαυματουργών αντικειμένων. 

Ας συνυπολογιστεί βέβαια και η ευτυχής -για την οικονομική απόδοση των προσκυνημάτων- συγκυρία. Κατά τη μεταβατική περίοδο των τελευταίων ημερών κάθε χρόνου όλοι προσβλέπουν σε μια καλύτερη τύχη. Αλλοι δοκιμάζουν τα καζίνα ή τα χαρτιά με φίλους. Αλλοι δίνουν σημαντικά ποσά για λαχεία και στοιχήματα. Δεν είναι λοιπόν παράδοξο που οι πιστοί αυτές τις μέρες καταφεύγουν με μεγαλύτερη ελπίδα και στα θαυματουργά αντικείμενα. Στο κάτω κάτω της γραφής, οι μαθηματικές ελπίδες για ένα θαύμα δεν είναι μικρότερες από εκείνες για ένα «εξάρι» στο ΛΟΤΤΟ. Ειδικά για όσους δοκιμάζουν παράλληλα και τις δύο μεθόδους.

Η παράδοση του Παπουλάκου

Κατά την επίθεσή του εναντίον του μητροπολίτη Ιωαννίνων, ο εκπρόσωπος Τύπου του μακαριότατου, Πανοσολογιότατος Αρχιμανδρίτης πατήρ Επιφάνιος Οικονόμου επικαλέστηκε την παράδοση: «Μπορεί να σημειώνονται κάποιες υπερβολές (...) αλλά η τιμητική προσκύνηση των εικόνων και των κειμηλίων είναι απόλυτα συνυφασμένη με την παράδοσή μας» (9/12). Δεν υπάρχει σοβαρότερη πηγή άντλησης διδαγμάτων της νεοελληνικής ορθόδοξης παράδοσης από την περίοδο της Επανάστασης του 1821. Χάρη στην ευγενική υπόδειξη του Αλέξη Μελίτα, καπετάνιου του γνωστού παραδοσιακού σκάφους «Βαρθαλαμπάου» και μελετητή της υδραίικης ναυτικής παράδοσης και των πρωτογενών πηγών της Επανάστασης, εντοπίσαμε ένα πολύ επίκαιρο γραπτό του Φώτιου Χρυσανθόπουλου, γνωστού ως Φωτάκου, υπασπιστή και γραμματέα του Κολοκοτρώνη. Στα Απομνημονεύματά του (*) ο Φωτάκος περιγράφει ένα πολύ διδακτικό παράδειγμα διαπλοκής θαυμάτων, χρημάτων και ...εθνικών προβλημάτων. 

Πρόκειται για την ιστορία του «Αγίου Πατέρα» ή «Παπουλάκου».

«Κατά τας αρχάς της επαναστάσεως», διηγείται ο Φωτάκος, «εις το Καστρί (...) εφανερώθη το πρώτον ένας μοναχός με δύο γυναίκας επίσης μοναχάς, φορών καλογερικά ενδύματα, ονομαζόμενος δε με το μοναστικόν όνομα Ευγένιος, και έπειτα από τον λαόν μετονομασθείς Αγιος Πατέρας και κοινώς Παπουλάκος. Αυτός κατήγετο από την νήσον Ιθάκην, ήταν άγνωστος και φυγάς εκ Πατρών, και προ της επαναστάσεως εδιακόνευε ζητών από τον λαόν κερί και λιβάνι, διά το μοναστήρι, ως έλεγε, του Αγίου Νικολάου, το οποίον ήτο όλως ανύπαρκτον. (...)

(...) Ο δε καπετάν Γεώργιος Γαλάνης γνωστός από το χωρίον Λαχούρι ηγάπα πολύ τας γυναίκας· βλέπων δε με πολύν του θαυμασμόν ένα καλόγερον, έχοντα δύο γυναίκας ωραίας εις τα μαύρα ενδεδυμένας, και μάλιστα εις καιρόν, κατά τον οποίον όλοι οι Ελληνες αφήκαν τας γυναίκας των και επήραν τα όπλα κατά των Τούρκων, επήγεν εις το ρηθέν ερημοκκλήσιον, έδειρε τον καλόγερον Ευγένιον ανηλεώς, του επήρε την μίαν μοναχήν και του αφήκε την άλλην, η οποία πρώτα μεν ωνομάζετο Ζαχαρούλα, έπειτα δε Χρυσαυγή. Τοιουτοτρόπως λοιπόν ο Ευγένιος φοβηθείς έφυγεν εκείθεν και επήγεν αγνώριστος εις τις Λαπάτες». (...) 

Τα θαύματα της Ζαχαρούλας

«Ενταύθα δε ο καλόγερος εγκατασταθείς επροσποιείτο έτι περισσότερον τον ενάρετον και τον θεοσεβή, και ούτως ολίγον κατ' ολίγον εκέρδισε τας καρδίας των πλησιοχώρων ανθρώπων· έλεγε δε, ότι τα χρήματα, τα οποία μαζεύει, τα θέλει διά την οικοδομήν του μοναστηρίου. Μετά δε ταύτα εκούσθη έξω και επιστεύθη μάλιστα από τους απλούς ανθρώπους, ότι η αγία καλογραία η Χρυσαυγή βλέπει την Παναγίαν και συνομιλεί μετ' αυτής, διότι αύτη εις τα τοιαύτα είχε πολλήν τέχνην και προσποίησιν. (...) Προτού δε ο Ιμβραήμ πασάς ο Αιγύπτιος έλθη εις την Πελοπόννησον, ο καλόγερος ούτος συχνά εις τας διδαχάς του έλεγεν εις τον λαόν, ότι καθώς εσείς κάμνετε και δεν φυλάττετε τας εντολάς του Θεού, και διά τας άλλας αμαρτίας σας, Αραπάδες θα στείλη ο Θεός διά να σας παιδεύση. (...) Αφού δε ύστερα ήλθεν ο Ιμβραήμ και έφερε τους Αραπάδες, είπεν τότε ο κόσμος καλά μας έλεγεν ο Αγιος Πατέρας, ιδού οι Αραπάδες ήλθαν. (...) Ο Ιμβραήμ κατά το έτος 1825 ελεηλάτησεν μεν τα πέριξ του μοναστηρίου χωρία, αλλ' εις το μοναστήρι δεν επλησίασε. Τότε δε πλέον ο καλόγερος βλέπων, ότι όσα προείπεν έγιναν, πάλιν εκήρυττε περισσότερα, βεβαιών τον λαόν, ότι ο Θεός τον ακούει, και μεταξύ των άλλων εκήρυξε και τούτο, ότι όστις έχει λάφυρα από τους Τούρκους, και άλλα πολύτιμα πράγματα, επειδή όλα ταύτα είναι μολυσμένα, και ο έχων αυτά θα αιχμαλωτισθή και θα χαθή από τους Τούρκους, πρέπει να τα δώση εις αυτόν ως αφιερώματα διά το μοναστήριον. Ούτως έγινε κακή παρακίνησις και πολλά λάφυρα και ζώα ακόμη εδόθησαν από τους ανθρώπους δήθεν διά να σωθούν. Επειτα δε διεδόθησαν και άλλαι φήμαι εις τον λαόν, ότι δηλαδή αυτός προλέγει το δείνα και γίνεται, και ούτως απέκτησε και όνομα αληθινού προφήτου, και τέλειος λαοπλάνος εγένετο. Φροντίζων δε επιτηδείως να μανθάνη από τον ένα και από τον άλλον πολλά μυστικά πράγματα, έλεγε κατόπιν αυτά δημοσίως χωρίς ν' αναφέρη τα ονόματα των ανθρώπων, οι οποίοι τα έπραξαν, ο δε λαός φοβισμένος από τους Τούρκους, επίστευεν εις τα θεία και εις τους λόγους του, νομίζων ότι άνωθεν εμπνέεται και γνωρίζει τα μέλλοντα και ότι από αυτόν θα εύρουν την σωτηρίαν των. Τότε δε πλέον άρχισαν να έρχωνται να τον προσκυνούν από μακρινάς επαρχίας με σέβας και με ευλάβειαν, προσφέροντες συγχρόνως χρήματα και άλλα διάφορα αφιερώματα. Ελεγαν δε ο ένας εις τον άλλον τα θαύματα, τα οποία δήθεν είδε και άκουσεν. (...) Αι τοιαύται φήμαι διεδίδοντο με παράξενα σπερμολογήματα, και οι λαοί έγιναν προληπτικοί και δεισιδαίμονες, και πολλοί των Ελλήνων και ιδίως μικροί καπεταναίοι επέταξαν τα όπλα και έγιναν μοναχοί».

«Ο Αγιος Πατέρας επώλει εις δημοπρασίαν και εις τους προσκυνητάς όλα τα αφιερώματα, και το ψωμί ακόμη και αυτό επληρώνετο. Οι δε ιερείς των πέριξ χωρίων και αυτών ακόμη των μακροτέρων, φορούντες την ιερατικήν των στολήν, έχοντες τας αγίας εικόνας των εκκλησιών και ψάλλοντες εξήρχοντο των χωρίων, ακολουθούμενοι από πολύ πλήθος ανθρώπων και από γυναικόπαιδα, έφεραν αυτάς εις τον Αγιον Πατέρα, όστις εξερχόμενος από το μοναστήρι, έχων μαζί του και την καλογραίαν, εδέχετο τας εικόνας γονυκλιτώς και με προσποιημένην ευλάβειαν εδάκρυε και ευλόγει τας εικόνας. (...) Οι Ελληνες των μερών εκείνων αφήκαν τα όπλα των και ενασχολούντο εις τοιαύτας τελετάς και λιτανείας, και κανείς εκ των επισήμων ανδρών του καιρού εκείνου, ούτε εκκλησιαστικός, ούτε πολιτικός, ούτε στρατιωτικός ετόλμα να είπη τι κατά τούτου του λαοπλάνου, διότι είχε βοηθόν την αμάθειαν και την δεισιδαιμονίαν του όχλου. Τοιουτοτρόπως δε ο ψευδοπροφήτης αυτός υπερεπλούτησεν».

Το γράμμα του Κολοκοτρώνη

Η δράση του Παπουλάκου προκάλεσε το ενδιαφέρον του Νικήτα Σταματελόπουλου (γνωστού ως Νικηταρά), ο οποίος τον επισκέφτηκε και διαπίστωσε ότι πρόκειται για αγύρτη. Απευθύνθηκε, λοιπόν, στο θείο του, τον Κολοκοτρώνη. Εκείνος με τη σειρά του έστειλε γράμμα στον Ανδρέα Ζαΐμη (9/10/1825): «Υποπτεύω κύριε, ότι το πράγμα δεν είναι αθώον, διότι και πολλά άλλα απήντησα. Μα και αθώον αν είναι κατά τας αρχάς του, πάντοτε όμως θέλει έχει εν τέλος από εκείνα τα τερατώδη, όπου κάμνει ο φανατισμός. (...) Το να πιστεύωμεν εις όλα εκείνα, όσα ο φανατισμός του λαού διαφημίζει, είναι ίδιον προληπτικών εσχάτου βαθμού, από εκείνα, όπου αν τα ακούωμεν αλλαχού, ηθέλαμεν τα περιγελά, και αν ακολουθήση τι παρόμοιον, οποίον το υποπτεύω, στοχάσου, οποίον όνειδος θέλει επισύρομεν κοντά εις τον φωτισμένον κόσμον». Ο Κολοκοτρώνης προτείνει αν δεν υπάρχει άλλος τρόπος να λυθεί αυτός ο γόρδιος δεσμός («γορδιανό κόμπο» τον ονομάζει) με την «Αλεξάνδρειο δραστηριότητα». 

Ο Ανδρέας Ζαΐμης, ο Κανέλλος Δεληγιάννης, άλλοι πολιτικοί και καπεταναίοι και η ίδια η επαναστατική κυβέρνηση επιχείρησε να διακόψει τη φθοροποιό επίδραση του «Αγίου Πατέρα», αλλά εκείνος τους κατηγορούσε ως «τουρκολάτρες» και τους απέκρουε χάρη στη λαϊκή υποστήριξη. «Ο δε Κολοκοτρώνης έκτοτε είχε πολλάς υποψίας περί του λαοπλάνου τούτου, μήπως είχεν απόκρυφον με τον Ιμβραήμ συνεννόησιν και διά τούτο εκολάκευε τους μωρούς λαούς διά να τους σπρώξη να προσκυνήσουν ή να τους απατήση να πέσουν αιχμάλωτοι. 

Εν τούτοις όλα τα μέσα μετεχειρίσθησαν, αλλ' εστάθη αδύνατον να εύρουν ανθρώπους να υπάγουν να του πάρουν τα αφιερώματα και να τα μεταχειρισθούν εις τας ανάγκας του έθνους. 

Ο δε Κολοκοτρώνης ως γενικός Αρχηγός έγραψε και αυτός προς τον καλόγερον γράμματα παρακαλών και προσκαλών αυτόν να πάρη τον σταυρόν και να υπάγη μαζί του διά να πολεμήσουν τον εχθρόν της πίστεως. Τοιουτοτρόπως ο Κολοκοτρώνης φοβηθείς δεν ηθέλησεν άλλως πως να εγγίξη το ιερόν αυτό, το οποίον ο μωρός λαός ελάτρευε».

Η ιστορία έληξε άδοξα για τον Παπουλάκο: «Κατά δε την 14 Σεπτεμβρίου του 1826 οι Τούρκοι επήγαν εις τα Τριπόταμα, και σχίσαντες την πόρταν της μονής, και της εκκλησίας ηύραν μέσα εις το ιερόν τον Αγιον Πατέρα, τον οποίον κατέσφαξαν, την δε μοναχήν Χρυσαυγήν αιχμαλώτισαν». Τα θαύματα είχαν τελειώσει. 

(*) Φωτίου Χρυσανθοπούλου ή Φωτάκου, «Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως». Πρωτοεκδόθηκαν το 1858. Η δεύτερη συμπληρωμένη έκδοση βγήκε το 1899. Από τότε επανεκδόθηκαν σε διάφορες εκδόσεις. Σήμερα κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Βεργίνα».


 

(Ελευθεροτυπία, 28/12/2002)

 

www.iospress.gr