Οι τηλεοπτικές εκπομπές οργανώνουν το δημόσιο διάλογο για τα θέματα της τρομοκρατίας
Η γιαγιά και η ενημέρωση
"Χέστηκε η φοράδα στ' αλώνι"
(Νίκος Χατζηνικολάου, 10/2/03)
Αφορμή για το σημερινό μας σημείωμα στάθηκε η εκπομπή «Διαξιφισμοί» του Νίκου Χατζηνικολάου με αντικείμενο τις πρόσφατες εξελίξεις στο ζήτημα της τρομοκρατίας (Mega, 10/2). Η επιλογή της συγκεκριμένης εκπομπής δεν έχει να κάνει με κάποια «ιδιαιτερότητά» της. Αντιθέτως, τη διαλέγουμε για την αφάνταστη κοινοτοπία της. Για το γεγονός, με άλλα λόγια, ότι υπήρξε πανομοιότυπη με δεκάδες αντίστοιχες εκπομπές που έτυχε να δούμε τους τελευταίους μήνες, κάτι που μας κάνει να πιστεύουμε ότι κάπως έτσι θα συνεχιστεί η «ενημέρωσή» μας και τους επόμενους μήνες.
Δεν σκοπεύουμε να επαναλάβουμε εδώ τα γνωστά και τετριμμένα περί του ιδιαίτερου ρόλου που επιφύλαξαν οι αρμόδιες αρχές στον Τύπο προκειμένου να «περάσουν» την άποψή τους για πρόσωπα και πράγματα. Ούτε θα αναφερθούμε στην ευκολία, την απίστευτη ευκολία, με την οποία τόσο πολλοί και τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους δημοσιογράφοι δέχτηκαν να παίξουν το υπαγορευμένο παιχνίδι. Εκείνο που κατά τη γνώμη μας έχει σημασία να υπογραμμιστεί είναι ότι, εκτός όλων των άλλων, ο Τύπος έχει αναλάβει να οργανώσει το δημόσιο διάλογο για την τρομοκρατία, καθορίζοντας τους όρους και τα όρια της σχετικής συζήτησης. Μιας συζήτησης που μόνο προσχηματικά συνδέεται με την άμεση επικαιρότητα, παραμένοντας αμετάλλακτη από τον περασμένο Ιούλιο ώς σήμερα. Από την άποψη αυτή, η εκπομπή του Mega υπήρξε πραγματικά διαφωτιστική.
Η «ποσόστωση»
Την περασμένη λοιπόν Δευτέρα στο Mega, καλεσμένοι του Νίκου Χατζηνικολάου ήταν δύο πολιτικοί (Στέλιος Παπαθεμελής και Γεράσιμος Γιακουμάτος), ένας νομικός (Σάκης Κεχαγιόγλου, ο οποίος όλως τυχαίως έχει και την ιδιότητα του συνηγόρου Πολιτικής Αγωγής στη δίκη της 17Ν), τέσσερις δημοσιογράφοι (Αννα Παναγιωταρέα, Μαριάννα Πυργιώτη, Γιώργος Οικονομέας, Γιάννης Τζαννετάκος) και ένας «αντίπαλος» όλων των υπολοίπων, επομένως κατά τεκμήριο «σύμμαχος» της τρομοκρατίας και των τρομοκρατών (Γιώργος Καραμπελιάς). «Δημοσιογράφος» δηλωνόταν στο παράθυρο που του αναλογούσε ο Γιώργος Καραμπελιάς, είναι ωστόσο προφανές ότι ο λόγος που τον οδήγησε στο στούντιο του Mega δεν σχετίζεται με την επαγγελματική του ταυτότητα αλλά με τις «ιδιόρρυθμες» απόψεις του.
Η πρώτη παρατήρηση αφορά επομένως τη σύνθεση της παρέας. Δεν χρειάζεται να επιμείνουμε ιδιαίτερα σε κάτι που συνιστά καθημερινό βίωμα των τηλεθεατών. Σε κάθε συζήτηση με θέμα την τρομοκρατία, στα πολυσύχναστα παράθυρα προσκαλείται σταθερά και ένα πρόσωπο στο οποίο ανατίθεται η διατύπωση της «αντίθετης» γνώμης. (Σε κάποιο μάλιστα δελτίο ειδήσεων υπάρχει πρόβλεψη για τη μόνιμη παρουσία ενός «υποστηρικτή» της τρομοκρατίας.)
Είναι προφανές ότι μιλάμε για μια τηλεοπτική συνταγή που επισήμως τηρεί τα προσχήματα, διευκολύνοντας τον υπεύθυνο της εκπομπής να καυχηθεί ότι «σήμερα εδώ ακούστηκαν όλες οι απόψεις». Στην πραγματικότητα, ο «διάλογος» μεταφράζεται σε ένα αλύπητο σφυροκόπημα του μοναχικού «αντιρρησία», στη συστηματική στρέβλωση των απόψεών του, στην αυτόματη τοποθέτησή του στο στρατόπεδο των «συμπαθούντων» της τρομοκρατίας. Μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια: οι «αιρετικοί» συνθλίβονται κάτω από την πίεση (για την ακρίβεια τα ουρλιαχτά) των συνομιλητών τους, ενώ οι θέσεις τους, θέσεις που προτού ακόμη προλάβουν να διατυπωθούν ξεσηκώνουν θύελλα διαμαρτυριών, εμφανίζονται ως οι εκ προοιμίου ακραίες τοποθετήσεις μιας αντικοινωνικής μειοψηφίας.
Τηλεοπτικά αντριλίκια
Κάπως έτσι κύλησε και η πρόσφατη εκπομπή του Νίκου Χατζηνικολάου. Παρά τον «επίκαιρο» χαρακτήρα της (τις πρόσφατες συλλήψεις και τον ΕΛΑ), η εκπομπή αναλώθηκε εξ ολοκλήρου στο αναμάσημα των βεβαιοτήτων που συνοδεύουν από το περασμένο καλοκαίρι τη συζήτηση για την τρομοκρατία. Η αντίσταση κατά της χούντας, ο ορισμός της τρομοκρατίας ως πολιτικού εγκλήματος και η ορθότητα ή μη της κατάργησης των ενόρκων υπήρξαν για μια ακόμη φορά το τρίπτυχο του σκανδάλου: στα τρία αυτά ζητήματα, οι καλεσμένοι των «Διαξιφισμών», όπως και όλων των άλλων σχετικών εκπομπών, δεν σηκώνουν κουβέντα. Δεν έχουν απλώς άποψη. Αδυνατούν να αποδεχθούν ότι οιοσδήποτε εχέφρων μπορεί να διανοηθεί να διαφωνήσει μαζί τους.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά: Δεν είμαστε σε θέση να μαντέψουμε τι φαντάζονται ως αντίσταση όλοι αυτοί και όλες αυτές που εσχάτως ασχολούνται με την υπόθεση της τρομοκρατίας. Εκείνο που αντιλαμβανόμαστε είναι ότι διεκδικούν το δικαίωμα να απονέμουν εύσημα στους αντιστασιακούς της αρεσκείας τους και να ειρωνεύονται εκείνους που, πάντα κατά την κρίση τους, δεν υπήρξαν αρκούντως «ηρωικοί». (Στη συζήτηση των «Διαξιφισμών», για παράδειγμα, ως άξιοι του τίτλου του αντιστασιακού αναφέρθηκαν μόνον ο Σάκης Καράγιωργας και ο Αλέκος Παναγούλης, κατά διαβολική σύμπτωση και οι δύο νεκροί από καιρό.) Εξίσου σαφές είναι ότι, πολύ συχνά, για την αντίσταση καλούνται να αποφανθούν άτομα ακροδεξιών αντιλήψεων που, αν είχαν την κατάλληλη ηλικία, αναμφίβολα θα είχαν βρεθεί σε κάποιο χουντικό μετερίζι. Οπως και να έχει, τις αναφορές στην αντίσταση στο πλαίσιο των εκπομπών αυτού του τύπου συνοδεύει μια λιγότερο ή περισσότερο έκδηλη αμφιθυμία. Λες και οι περισσότεροι ομιλητές κωλύονται να διατυπώσουν ευθαρσώς τη γνώμη τους για τα χρόνια εκείνα και επιλέγουν να την εκφράσουν με τρόπο έμμεσο, υπαινικτικό: σαρκάζοντας την αντίσταση των αυτοεξορίστων, περιγελώντας την αντιστασιακή ιστορία ατόμων ή ομάδων, χλευάζοντας τις «βίαιες» εκδοχές της αντίθεσης στη χούντα ως φυτώριο της μεταπολιτευτικής τρομοκρατίας. (Στο σημείο αυτό δεν πρωτοτυπούν. Αναγράφοντας ρητά ότι «όλοι αυτοί κατά το έτος 1973 με κοινή συμφωνία ενώθηκαν για διάπραξη ακαθόριστων κακουργημάτων», το βούλευμα για τη «17 Νοέμβρη» νομιμοποίησε κάθε ταύτιση της αντίστασης με την τρομοκρατία.)
Υπάρχει, βέβαια, και η αντίστροφη αιτίαση: Οπως είδαμε στους «Διαξιφισμούς», οι κατηγορούμενοι για συμμετοχή στον ΕΛΑ ή την 17Ν καταγγέλλονται και για... μη συμμετοχή στην αντίσταση. Ματαίως ο Γ. Καραμπελιάς επιχείρησε να υποστηρίξει ότι ούτως ή άλλως οι περισσότεροι δεν έχουν την ηλικία που θα τους επέτρεπε κάτι τέτοιο. Ο Σ. Κεχαγιόγλου έσπευσε να θυμίσει ότι ο Α. Γιωτόπουλος έκανε αντίσταση εκ του ασφαλούς από κάποιο γαλλικό καφέ (κανείς δεν θυμήθηκε ότι καταδικάστηκε ερήμην από στρατοδικείο), ενώ ο Γ. Τζαννετάκος και ο Ν. Χατζηνικολάου έγιναν έξαλλοι, όταν πάλι ο Γ. Καραμπελιάς τόλμησε να πει ότι ο Κώστας Αγαπίου συμμετείχε στην πρώτη διαδήλωση κατά της χούντας. Σιγά τη διαδήλωση των δέκα ατόμων, σνόμπαρε ο Γ. Τζαννετάκος, ενώ την ίδια στιγμή ο Ν. Χατζηνικολάου φρόντιζε να χάσει -λίγο θεατρικά, είναι αλήθεια- την περιλάλητη ψυχραιμία του και να θυμηθεί την αθυρόστομη γιαγιά του: «Χέστηκε η φοράδα στ' αλώνι», ξέσπασε ο οικοδεσπότης, θεωρώντας της ξεφτίλας, αυτός που τα μασάει κάτι τέτοια, μια διαδήλωση λίγων νεαρών στο κέντρο της Αθήνας τον Αύγουστο του 1967. Δυστυχώς δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν την ίδια έκφραση είχε χρησιμοποιήσει ο Ν. Χατζηνικολάου πριν από χρόνια, τότε που ως υπεύθυνος της μαθητικής οργάνωσης της Ν.Δ. ζητούσε την κατάργηση του εορτασμού του Πολυτεχνείου.
Γούστο μου, καπέλο μου
Αν η αντίσταση είναι ένα θέμα με πολλές και αντιφατικές όψεις για τους αναλυτές του φαινομένου της τρομοκρατίας, ο μη πολιτικός χαρακτήρας των συγκεκριμένων εγκλημάτων είναι, κατά την άποψή τους, δεδομένος και αυτονόητος. Λες και δεν έχουν μεσολαβήσει οι αντίθετες τοποθετήσεις νομικών περισσότερο αρμόδιων από τους θαμώνες των παραθύρων, λες και δεν αντιληφθήκαμε πια ότι υπάρχουν περισσότεροι του ενός ορισμοί του πολιτικού εγκλήματος. Εξίσου απόλυτη, όπως είδαμε και στους «Διαξιφισμούς», είναι και η άποψη που θεωρεί σωτήρια την εκδίκαση υποθέσεων τρομοκρατίας από επαγγελματίες δικαστές, χωρίς τους ευεπίφορους σε «πιέσεις» ενόρκους.
Η συστηματική απαξίωση των λαϊκών δικαστών στις κουβέντες αυτού του τύπου συνοδεύεται συχνά από την υποστήριξη της θέσης ότι το πρόβλημα των ενόρκων υπήρξε ελληνική ιδιορρυθμία και ότι πουθενά αλλού δεν κλήθηκαν ένορκοι να δικάσουν τρομοκράτες. Στους «Διαξιφισμούς» της περασμένης Δευτέρας, οι καλεσμένοι του Νίκου Χατζηνικολάου πήγαν να βγάλουν τρελό τον Γιώργο Καραμπελιά, όταν τόλμησε να υποστηρίξει ότι στην Ιταλία τα δικαστήρια που δίκασαν τους κατηγορουμένους για συμμετοχή στις Ερυθρές Ταξιαρχίες περιλάμβαναν και ενόρκους. Με ύφος που δεν σήκωνε την παραμικρή αμφισβήτηση, ο «ειδικός» Σάκης Κεχαγιόγλου εξήγησε ότι έχει μελετήσει ενδελεχώς το ζήτημα και ότι στην Ιταλία ουδέποτε συνέβη κάτι τέτοιο. Από κοντά και η Αννα Παναγιωταρέα, δίχως βέβαια το επιστημονικό βάρος του νομικού, αλλά με όλο το πάθος της ερευνήτριας δημοσιογράφου. Το απίστευτο είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί φάνηκαν να διατηρούν το δικαίωμα στην «άποψή» τους ακόμη και όταν ο Λάκης Χατζηκυριάκος, ανταποκριτής του καναλιού στην Ιταλία, επιβεβαίωσε τηλεφωνικά τους ισχυρισμούς του Γιώργου Καραμπελιά.
Αν τώρα στα προηγούμενα προσθέσουμε και την πανταχού παρούσα «συνωμοτική αντίληψη της ιστορίας» (οι συλληφθέντες δεν είναι παρά τα εκτελεστικά όργανα κάποιων πανίσχυρων σκοτεινών κέντρων), θέση που υποστηρίχθηκε στη συγκεκριμένη εκπομπή από τους εκπροσώπους του πολιτικού κόσμου και κυρίως τον Στέλιο Παπαθεμελή, διαθέτουμε το πλήρες μοντέλο της τρέχουσας τηλεοπτικής συζήτησης για την τρομοκρατία. Οχι πως δεν υπάρχουν εξαιρέσεις: μια πρόσφατη εκπομπή του Παύλου Τσίμα στη ΝΕΤ, για παράδειγμα, απέδειξε ότι η ισορροπημένη εκπροσώπηση απόψεων και ρόλων συνιστά προϋπόθεση ενός σοβαρού διαλόγου. Οι εξαιρέσεις, ωστόσο, αυτές δεν είναι σε θέση να επηρεάσουν το κυρίαρχο κλίμα των ημερών. Εχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι το είδος της συζήτησης που παρακολουθήσαμε την περασμένη Δευτέρα θα είναι αυτό που θα μας προτείνεται κάθε βράδυ όσον καιρό κρατήσει η «μεγάλη δίκη». Με τα ίδια πρόσωπα, την ίδια «ποσόστωση» και τον ίδιο σεβασμό στην ανάγκη ενημέρωσης των πολιτών αυτής της χώρας.
(Ελευθεροτυπία, 15/2/2003)