Το καθεστώς προφυλάκισης των κατηγορουμένων καθορίζει και το είδος της «δίκαιης δίκης τους»


Ο πολιτισμός της εκδίκησης
 

 
 

"Η δίκη της 17Ν αποτελεί κατάκτηση για το νομικό μας πολιτισμό"
        (Φ. Πετσάλνικος, 25/2/2003)

 

 

Επρεπε να φτάσουμε στους πρωτοφανείς περιορισμούς των δημοσιογράφων που θα καλύψουν τη δίκη για την υπόθεση της 17Ν, ώστε να αρχίσει να συνειδητοποιείται πως κάτι τρέχει τελικά με το «νομικό μας πολιτισμό». Ομως η περίφημη «δίκαιη δίκη», στο όνομα της οποίας τόσοι και τόσοι κυβερνητικοί, δικαστικοί και λοιποί δημόσιοι παράγοντες κομπάζουν αδιαλείπτως το τελευταίο οκτάμηνο, έχει προ πολλού χάσει το λούστρο της.

Η βροχή των ενστάσεων που αναμένεται να κατατεθούν την επόμενη βδομάδα στο «ειδικό δικαστήριο» του Κορυδαλλού, πέραν όλων των άλλων, θα επικεντρωθούν και στο κρίσιμο ζήτημα της απρόσκοπτης επικοινωνίας των κατηγορουμένων με τους συνηγόρους τους, καθώς και στη δυνατότητα που (δεν) είχαν οι κρατούμενοι να προετοιμάσουν την υπερασπιστική τους γραμμή, εξασφαλίζοντας το κατά τη γνώμη τους απαραίτητο έντυπο υλικό (εντός ή εκτός δικογραφίας), ανταλλάσσοντας σημειώσεις κ.λπ. Οπως όλοι γνωρίζουμε, και όπως προκύπτει από πρόσφατες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η «δίκαιη δίκη» κρίνεται ως σύνολο. Σε όλα τα στάδια, από την ώρα της σύλληψης, κατά τη διάρκεια της προφυλάκισής του και ώς την ακροαματική διαδικασία, ο κάθε κατηγορούμενος (όσο επικίνδυνος τρομοκράτης κι αν μας φαίνεται) διαθέτει σαφή και ίδια δικαιώματα με οποιονδήποτε άλλο κατηγορούμενο πολίτη. Η διασφάλιση αυτών των δικαιωμάτων δεν αποτελεί παραχώρηση ή ένδειξη μεγαλοψυχίας της πολιτικής εξουσίας, του κράτους ή της δικαιοσύνης. Στην περίπτωση των κατηγορουμένων για συμμετοχή στη 17Ν, όπως επανειλημμένα έχει καταγραφεί έγκυρα, όλοι ξέρουμε ότι κατακουρελιάστηκαν (στον ένα ή στον άλλο βαθμό) τα βασικά δικαιώματά τους, εφόσον αποφασίστηκε ότι διέπραξαν κάποια ειδικά τρομοκρατικά εγκλήματα -τα οποία, κατά τ' άλλα, δεν είναι «πολιτικά», αλλά, όπως συχνά χαρακτηρίζονται, «μαφιόζικα» ή, έστω, «του κοινού ποινικού δικαίου».

Ακόμα χειρότερη ήταν η συστηματική αντιστροφή της πραγματικότητας στο πεδίο των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων που επιχείρησαν τα τηλεπαπαγαλάκια της αντιτρομοκρατικής, προπαγανδίζοντας πως, ούτε λίγο ούτε πολύ, οι συγκεκριμένοι έγκλειστοι του Κορυδαλλού «απολάμβαναν προνομιακή μεταχείριση» σε σχέση με τους υπόλοιπους κρατουμένους. Και δεν ίδρωνε κανενός τ' αφτί, όταν οι κατηγορούμενοι για συμμετοχή στη 17Ν και οι συνήγοροί τους ζητούσαν να ισχύσει και γι' αυτούς ακριβώς το ίδιο καθεστώς με όλους τους άλλους προφυλακισμένους και φυλακισμένους, όπως άλλωστε προβλέπει και ο Σωφρονιστικός Κώδικας.

Τα «προνόμια» του Σάββα

Στην εντατική μονάδα του νοσοκομείου, πρακτικά τυφλός, ελαφρά κουφός και σοβαρότατα τραυματισμένος, από τις 29 Ιουνίου 2002, ο Σάββας Ξηρός πρωτοσυνάντησε δικηγόρο στις 8 Αυγούστου. Στο μεταξύ, δεν είχε ουδεμία επικοινωνία με τον έξω κόσμο, είχε όμως ανακριθεί επί μέρες και είχε καταθέσει (και υπογράψει) προανακριτικά τρεις φορές. Ηταν καθώς φαίνεται ικανός να ομολογεί, αλλά ανίκανος να πληροφορηθεί για τα δικαιώματά του και να έρθει σε επαφή με συνήγορο.

Μετά οδηγήθηκε στα ειδικά κελιά του Κορυδαλλού, μαζί με τον αδελφό του Χριστόδουλο (για ανθρωπιστικούς λόγους), και απέκτησε το δικαίωμα 20λεπτης επικοινωνίας με το συνήγορό του. Οι συνομιλίες τους, πίσω από διαχωριστικό τζάμι, πραγματοποιούνταν μέσω εσωτερικής τηλεφωνικής γραμμής που, παρά τις διαβεβαιώσεις των αρμοδίων, μεγάλο μέρος του νομικού κόσμου της χώρας θεωρεί ότι παρακολουθούνταν, προφανώς παράνομα. Ανταλλαγή οποιουδήποτε εγγράφου από και προς τον συνήγορο (το οποίο θα μπορούσε να συνταχθεί ή να μελετηθεί με τη βοήθεια του αδελφού του), απαγορευόταν έως την προηγούμενη εβδομάδα. Ηδη από τα τέλη του περασμένου Οκτωβρίου, ακόμα και η ειδική επιστημονική επιτροπή του ΔΣΑ -που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί για τον ριζοσπαστισμό της (βλ. «Ιός», «Συνηγορία δημοκρατίας», 9/11/2002)- σημείωνε: «Οσο για την ανταλλαγή εγγράφων, ακόμα και εγγράφων της δικογραφίας, μεταξύ κρατουμένου και συνηγόρου, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, προκειμένου περί ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων, όπως είναι η τρομοκρατία, τα δικαιοδοτικά όργανα της ΕΣΔΑ έχουν από μακρού αποφανθεί ότι η επιβολή ελέγχων είναι θεμιτή, υπό τον όρο ότι θα τους διεξάγει ανεξάρτητος δικαστικός λειτουργός (και όχι απλός σωφρονιστικός υπάλληλος), και ότι με τους ελέγχους αυτούς δεν θα παρακωλύεται ουσιωδώς η άσκηση του υπερασπιστικού έργου. Με τα κριτήρια αυτά, η Επιτροπή φρονεί ότι σειρά περιστατικών που της καταγγέλθηκαν (όπως, π.χ., η διαβίβαση εγγράφων από κρατουμένους σε συνηγόρους μέσω ...ταχυδρομείου) συνιστούν αθέμιτες πρακτικές, οι οποίες θα πρέπει το ταχύτερο να αντικατασταθούν με άλλες, που να μην καταργούν στην πράξη το δικαίωμα του κρατουμένου να επικοινωνεί εγγράφως με το συνήγορό του».

Με τη βοήθεια του Χριστόδουλου, ο Σάββας Ξηρός στις αρχές Οκτωβρίου συνέταξε ένα πρόχειρο υπόμνημα για το συνήγορό του και προσπάθησε να του το διαβιβάσει. Οι σημειώσεις αυτές κατασχέθηκαν. Ο αρμόδιος εισαγγελέας των φυλακών κ. Φραγκιαδάκης τις «έθεσε στο αρχείο» στις 9/10/2002, «καθόσον αναρμοδίως μου παραδόθηκαν. Ενημερώθηκε ο κρατούμενος για τη σύνταξη νέου πορίσματος και τη διαβίβαση αυτού στον δικηγόρο του αρμοδίως». Μετά το σχετικό θόρυβο, στις 17/10 ένα μέρος των σημειώσεων επιστράφηκε: «Στο αρχείο τίθεται» -γράφει ο κ. Φραγκιαδάκης- «από τη σελίδα 16 και μετά, το οποίο αναφέρεται σε θέματα άσχετα με την κατηγορία που τον βαραίνει. Το άλλο κείμενο επιστρέφεται στον κρατούμενο καθόσον αναρμοδίως δόθηκε στους υπαλλήλους της φυλακής».

Οι δεσμοφύλακες

Λίγες μέρες αργότερα, οι δεσμοφύλακες εισέβαλαν σε όλα τα κελιά (των «ειδικών» κρατουμένων) και μάζεψαν όλες τους τις σημειώσεις. Το ίδιο διάστημα απομάκρυναν τον Χριστόδουλο και έφεραν τον άλλο αδελφό του Σάββα, τον Βασίλη, ο οποίος όπως γνώριζαν δεν έχει ευχέρεια στη γραφή και στην ανάγνωση. Στο εξής ο Σάββας Ξηρός θα προσπαθήσει να υπαγορεύσει τηλεφωνικώς στο συνήγορό του τις απόψεις του, χωρίς βεβαίως τη δυνατότητα να συμβουλεύεται κάποιες σημειώσεις.

Στο τέλος του Γενάρη τα μέτρα υποτίθεται ότι χαλάρωσαν. Ομως η διεύθυνση των φυλακών αποφάσισε πως ό,τι δίνεται στο συνήγορο θα το μελετούν πρώτα οι αρχές και φυσικά κατόπιν ενδελεχούς ανάλυσης ό,τι «δεν έχει σχέση με την υπόθεση» θα κατάσχεται... Οταν προστέθηκαν δύο άλλοι δικηγόροι στην υπεράσπιση του κ. Ξηρού, ήταν λογικό να ζητήσει, έστω και σε καθεστώς τιμωρίας, να περιληφθούν τα τηλέφωνά τους στη λίστα των επτά τηλεφώνων που είχε δικαίωμα να καλεί. Οι δεσμοφύλακες δεν του το επέτρεψαν.

Τα καψώνια της Αλίθια

Ο «ειδικός» κρατούμενος Σ. Ξηρός από τις αρχές του χρόνου υποτίθεται πως είχε δικαίωμα στην αλληλογραφία, στον Τύπο και σε βιβλία. Εχοντας δυνατότητα κατά τον προαυλισμό του να συναντά άλλους συγκατηγορουμένους του, θα μπορούσε με τη βοήθειά τους να ενημερώνεται στα θέματα που αφορούν την υπεράσπισή του. Αλλά δεν του επέτρεψαν να παραλάβει το βιβλίο των εκδόσεων «Κάκτος» με τις προκηρύξεις της 17Ν, ούτε να παραγγέλνει την εφημερίδα που του χρειάζεται, ούτε να του φέρνουν φωτοτυπίες δημοσιευμάτων που αφορούν την υπόθεση για την οποία θα δικαστεί.

Κάποτε του έφεραν μερικές επιλεγμένες υβριστικές επιστολές ανωνύμων συμπολιτών, αλλά και πρόσφατα (όταν ...φιλελευθεροποιήθηκε το σύστημα) την προσωπική αλληλογραφία και τους λογαρισμούς της συντρόφου του Αλίθια Ρομέρο Κορτές. Ολα ανοιγμένα, εννοείται.

Ο οποιοσδήποτε προφυλακισμένος κατά το επισκεπτήριο δέχεται (με ελεγχόμενο, βέβαια, τρόπο) από τους συγγενείς του μέχρι και σπιτικό φαγητό, όχι μόνο κάθε είδους έντυπα, επιστολές κ.λπ. Για τον Σάββα Ξηρό, ωστόσο, ούτε ένα τριαντάφυλλο της συντρόφου Αλίθια δεν υπάρχει περίπτωση να του δοθεί στο επισκεπτήριο. Αλλά η ευαισθησία του «νομικού μας πολιτισμού» είχε ήδη δοκιμαστεί σε μια πολύ σοβαρότερη στιγμή, την εποχή που κ. Ξηρός θα μεταφερόταν για κρίσιμες εγχειρήσεις στα μάτια του. Η αίτηση της κ. Ρομέρο-Κορτές (6/11/2002) προς τον διευθυντή και τον εισαγγελέα των φυλακών Κορυδαλλού, με την οποία ζητούσε (το στοιχειώδες) να επισκέπτεται και να βοηθά τον ανήμπορο σύντροφό της στο νοσοκομείο, έμεινε αναπάντητη.

Το τελευταίο καψώνι λίγο πριν από τη «δίκαιη δίκη» πραγματοποιήθηκε στις 19 του μηνός. Τότε η κ. Ρομέρο-Κορτές ύστερα από συνεννοήσεις με τον Σ. Ξηρό και τους συνηγόρους, συμπλήρωσε έναν φάκελο με δημοσιεύματα που θα βοηθούσαν το σύντροφό της να οργανώσει την υπεράσπισή του. Στο επισκεπτήριο εκείνης της μέρας θεώρησε λογικό να του τον παραδώσει, όπως συμβαίνει με όλους τους «μη ειδικούς» υπόδικους. Δεν της το επέτρεψαν, με το εκπληκτικό σκεπτικό ότι επιτρέπονται μόνο εφημερίδες και όχι οι φωτοτυπίες τους ή οποιαδήποτε άλλη δημοσιοποιημένη ύλη που περιλαμβάνεται στο Ιντερνετ.

Και ιδού ποιο ήταν το «απαγορευμένο» περιεχόμενο του φακέλου:

-Κείμενα από τον επίσημο δικτυακό τόπο της κυβέρνησης και του υπουργείου Δημόσιας Τάξης με ομιλίες, συνεντεύξεις και άρθρα των κυρίων Σημίτη, Χρυσοχοΐδη, των επικεφαλής των διωκτικών υπηρεσιών κ.λπ.

-Δεκάδες δημοσιογραφικά κείμενα και άρθρα πολιτικών στελεχών από το ΒΗΜΑ, ΤΑ ΝΕΑ, την Ελευθεροτυπία (και τον «Ιό»), διάφορα δημοσιεύματα από δημοσιογραφικά portals («in.gr», «flash.gr»).

-Δημοσιευμένα άρθρα του καθηγητή Γιάννη Πανούση, και πολλά σχετικά νομικά κείμενα ποινικολόγων και οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων (επίσης δημοσιευμένα).

-Κείμενα του Αθηναϊκού και του Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων κ.λπ.

Την τελευταία εβδομάδα, για ευνόητους λόγους, τα «ειδικά μέτρα» καταπάτησης των δικαιωμάτων των κρατουμένων (και της ταλαιπωρίας δικηγόρων και συγγενών) ατόνησαν εντελώς. Ο «απαγορευμένος» φάκελος έφτασε επιτέλους στα χέρια των κατηγορουμένων την Τετάρτη, ώστε να έχει κάτι να υπερηφανεύεται ο «νομικός πολιτισμός» της αντιτρομοκρατικής, των δεσμοφυλάκων και των πολιτικών τους προϊσταμένων.


 

(Ελευθεροτυπία, 1/3/2003)

 

www.iospress.gr