Ο αρχιτέκτονας Χριστόφορος Σακελλαρόπουλος (1957-2000)
Για την πόλη και τους ανθρώπους της
ΤΗΝ ΠΕΡΑΣΜΕΝΗ Τετάρτη η Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ τίμησε με ειδική εκδήλωση τον πρόωρα χαμένο αρχιτέκτονα Χριστόφορο Σακελλαρόπουλο και έδωσε στην κυκλοφορία τη διατριβή του που εκδόθηκε μετά θάνατον από τις εκδόσεις Παπαζήση (Μοντέρνα Αρχιτεκτονική και πολιτική της αστικής ανοικοδόμησης. Αθήνα 1945 -1960). Στην εκδήλωση μίλησε ο πρόεδρος της Σχολής Γιάννης Πολύζος, οι καθηγήτριες Μαρία Μαντουβάλου και Αννυ Βρυχέα και ο δημοσιογράφος του "Ιού" Δημήτρης Ψαρράς. Το κείμενο που ακολουθεί συνοψίζει αυτή την τελευταία παρέμβαση.
Ενα βασανιστικό ερώτημα
Ποιος είναι ο κοινωνικός ρόλος του αρχιτέκτονα; Αυτό το κοινότοπο όσο και βασανιστικό ερώτημα κατατρύχει για πολλές δεκαετίες τις αλληλοδιαδεχόμενες γενιές αρχιτεκτόνων που τοποθετούν τον εαυτό τους στο λεγόμενο «προοδευτικό» χώρο.
Ο Χριστόφορος Σακελλαρόπουλος έδωσε τη δική του, έντονα προσωπική αλλά και στέρεη απάντηση στο ερώτημα. Και η λύση του Χριστόφορου ξανασυνέδεσε την παλιά πεποίθηση των αρχιτεκτόνων της προδικτατορικής γενιάς -όπως εκφράστηκε στα ιστορικά πανελλήνια συνέδρια της δεκαετίας του 60- με τα δεδομένα της μεταδικτατορικής Ελλάδας.
Αντιθέτως, οι αρχιτέκτονες που σπούδασαν τα χρόνια πριν από τον Χριστόφορο, παρασυρμένοι από την ένταση της τελευταίας φάσης της δικτατορίας και τις προσδοκίες που γέννησε η μεταπολίτευση, δεν κατόρθωσαν να ανακαλύψουν το κόκκινο νήμα που θα συνέδεε την επαγγελματική τους δραστηριότητα με την κοινωνική τους ευαισθητοποίηση και την πολιτική τους στράτευση. Το αποτέλεσμα ήταν να καταλήξουν στην τεχνοκρατική αντίληψη ή στον αισθητισμό. Κάποιοι έστρεψαν τα νώτα τους στην αρχιτεκτονική. Και έμειναν ελάχιστοι να επιχειρούν και πάλι τη χαμένη σύζευξη του πραγματικού επαγγέλματος με τον κοινωνικό μύθο που το περικλείει.
Ομως ο Χριστόφορος μπόρεσε -μαζί με κάποιους άλλους της δικής του γενιάς- να ανακαλύψει έναν καινούργιο δρόμο. Τον βοήθησε ασφαλώς η ιταλική εμπειρία σε μια εποχή ευτυχέστερη της σημερινής για τη γειτονική χώρα. Σε όλη την κοινωνική του δράση φέρει αυτή τη σφραγίδα, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι μετέφερε στα καθ' ημάς αυτούσια μοντέλα της Εσπερίας. Το αντίθετο. Κατόρθωσε να διατυπώσει έναν δικό του πολιτικό λόγο για τα αρχιτεκτονικά και πολεοδομικά πράγματα της χώρας. Ενα λόγο νεανικό και σύγχρονο, που επικοινωνούσε υπόγεια με τις αναλύσεις και τους προβληματισμούς των σημαντικότερων αρχιτεκτόνων της μεταπολεμικής περιόδου.
Η ανάπλαση του κέντρου
Χαρακτηριστική για τον τρόπο που συνδύαζε ο Χριστόφορος την επιστημονική του δραστηριότητα με την πολιτική του τοποθέτηση είναι η παρέμβασή του στην υπόθεση της ανάπλασης των Εξαρχείων στα μέσα της δεκαετίας του '80. Ηταν η περίοδος που η κυβέρνηση επιχειρούσε κάποιες πολεοδομικές ρυθμίσεις στην πολύπαθη συνοικία του κέντρου. Εγκαιρα ο Χριστόφορος διαπίστωσε ότι «η μελέτη που συνέταξε το ΥΠΕΧΩΔΕ δεν έχει στόχο την αναβάθμιση, μια και στην πραγματικότητα δεν συντρέχει λόγος. Η μελέτη είναι σαφής, ζητούμενο είναι η αποκατάσταση της ισορροπίας των λειτουργιών και χρήσεων στην περιοχή και ο αποκλεισμός των συγκεντρώσεων και της «δραστηριότητας των περιθωριακών ομάδων» (περ. Σχολιαστής, τ. 39, 1986).
Η χρονική σύμπτωση της επιχειρούμενης πολεοδομικής ρύθμισης με την αύξηση της καταστολής στην περιοχή (αλλεπάλληλες "επιχειρήσεις αρετής" των ΜΑΤ, κ.λπ.) δεν παρασύρει τον Χριστόφορο στην εύκολη λύση της συνολικής καταγγελίας. Αναζητά το πραγματικό πλαίσιο της λύσης που προτείνει η πολιτεία. Δεν «αποκαλύπτει», αλλά ερευνά και διαλέγεται. Φέρνει στο νου μας το παράδειγμα της Πλάκας (διαβάζω από το ίδιο):
«Ενας απέραντος πεζόδρομος, όπου ο χώρος ανάμεσα στα σπίτια είναι κάτι μεταξύ πεζοδρομίου και πλατείας. (Η ανάπλαση) απάλειψε όλα τα σημεία που η πόλη αναγνωρίζει τον εαυτό της. Γυάλισε τόσο καλά που αφαίρεσε την ιστορία. Εχει μείνει στα χέρια των λίγων κατοίκων και αυτών που εργάζονται στα μαγαζιά, αλλά πάνω απ' όλα στους επισκέπτες της Αθήνας. Παράδεισος γι' αυτούς, όταν την ίδια στιγμή βρίσκουν φαγητό, αρχαία και σουβενίρ, κάτι σαν Ντίσνεϊλαντ που προσφέρεται αναπαλαιωμένο ό,τι παλιό υπάρχει στην Αθήνα».
«Η κύρια αντίθεση σ' αυτές τις επεμβάσεις είναι με το "άλλο", είτε αυτό είναι μια ξεχασμένη δυτική συνοικία, είτε η πολυσύχναστη αρτηρία. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση η πεζοδρόμηση μιας περιοχής του κέντρου της Αθήνας θα είναι πολύ περισσότερο ένα εργαλείο σύγκρισης παρά ένα εργαλείο χρήσης, όπως θάταν π.χ. ο αποκλεισμός όλων των αυτοκινήτων απ' το κέντρο της πόλης».
Ο Χριστόφορος δεν περιορίζεται αυτάρεσκα στις δικές του απόψεις. Οργανώνει με κόπο μια μεγάλη συζήτηση, στην οποία μετέχουν όλοι οι «ειδικοί»: ο ίδιος ο αρχιτέκτονας που εκπόνησε τη μελέτη, καθηγητές του Πολυτεχνείου, ένας ψυχολόγος. Τις απόψεις των άλλων δεν επιχειρεί να τις σκεπάσει ή να τις ανατρέψει, όταν δεν συμφωνούν με τη δική του. Εχει εμπιστοσύνη στην κρίση του αναγνώστη. Τον καλεί να συλλογιστεί.
Η Αθήνα που ήρθε...
Οι παρατηρήσεις του έχουν μια ιδιαίτερη αξία σήμερα, 17 χρόνια αργότερα, όταν έχουν πολλαπλασιαστεί τα σημεία στο κέντρο της πόλης όπου συντηρείται μια παραδειγματική λάμψη εις βάρος όλων των άλλων των καταδικασμένων να μείνουν στο σκοτάδι.
Εγραφε τότε: «Στο κέντρο της Αθήνας που έρχεται, η αρχιτεκτονική και ο σχεδιασμός του χώρου θάναι έννοιες που θα σηματοδοτούν την πολυτέλεια. Θα είμαστε όλοι εκεί, όσους τουλάχιστον για λόγους ζωής μας συμπεριλαμβάνει. Αλλά όταν, απορημένοι πια, θα κοιταζόμαστε στα πλακάκια των πεζόδρομων, ίσως τότε, να ενοχλούμαστε ακόμα και από τα βήματά μας, πάντα στα πλακάκια των πεζόδρομων. Ωραία!»
Αυτές οι σκέψεις του Χριστόφορου ήταν ταυτόχρονα πολιτική ανάλυση, πολεοδομική πρόταση και κοινωνική κατάθεση. Η παρέμβασή του δεν εξαντλούνταν στη δημοσίευση ενός άρθρου. Την ίδια στιγμή, ήταν έτοιμος να συνταχθεί δίπλα στους αδικούμενους της συγκεκριμένης κρατικής δραστηριότητας, χωρίς να κάνει διάκριση μεταξύ εκείνων που ανήκουν στο ένα ή στο άλλο ιδεολογικό ρεύμα.
Ο Χριστόφορος υπήρξε πάντα ένας «ανένταχτος» της «ανανεωτικής» «αριστεράς». Τους τρεις κάπως ταλαιπωρημένους όρους μπορούμε στην περίπτωσή του να τους χρησιμοποιήσουμε χωρίς καμιά επιφύλαξη ή τύψη.
* Υπήρξε ανένταχτος επειδή διατήρησε την ανεξαρτησία του ακόμα και απέναντι στους ανθρώπους που θεωρούσε ο ίδιος πολιτικούς και ιδεολογικούς του δασκάλους. Ανθρώπους με τους οποίους δεν σταμάτησε ποτέ να έχει έναν γόνιμο διάλογο, αλλά χωρίς να γίνει κακέκτυπό τους, όπως δυστυχώς συνήθως συμβαίνει.
* Ανήκε στο χώρο της ανανέωσης, γιατί αποστρεφόταν κάθε δογματισμό. Χωρίς να χάσει ποτέ τη σύνδεσή του με το μετεξελισσόμενο κόμμα και τους ανθρώπους της ανανεωτικής αριστεράς -μια σύνδεση που την απέκτησε από νωρίς με τη συμμετοχή του στην Κίνηση των 400 και στη συνέχεια στο Ρήγα- δεν είχε καμιά δυσκολία να συνεργάζεται ή και να συμμετέχει σε άλλα οργανωτικά μορφώματα (όπως το δίκτυο των μεταναστών), τα οποία θεωρούσε αποτελεσματικά σε ορισμένους συγκεκριμένους τομείς δράσης.
* Ηταν επίσης αριστερός. Οχι επειδή ψήφιζε αριστερά, ούτε επειδή εκείνη την περίοδο όλοι ήταν λίγο ώς πολύ αριστεροί, ειδικά αν ήταν αρχιτέκτονες. Ηταν αριστερός επειδή τον χαρακτήριζε μια αυθεντική στράτευση στις ιδέες της κοινωνικής ισότητας και της αλληλεγγύης, χωρίς να αποβλέπει σε κάποια πολιτική, κοινωνική ή προσωπική ανταπόδοση.
Χαρακτηριστική για τον τρόπο που εκδηλωνόταν η αριστερή συνείδηση του Χριστόφορου ήταν η αυθόρμητη ανταπόκρισή του σε ορισμένα καθημερινά γεγονότα, με μια σπάνια αλλά αυτονόητη για τον ίδιο ετοιμότητα. Το καλοκαίρι του 1987 έσπευσε χωρίς δεύτερη κουβέντα να δεχτεί το ρόλο του διερμηνέα στη δικαστική υπόθεση ενός Ιταλού πολίτη, ο οποίος είχε συλληφθεί ως μέλος των Ερυθρών Ταξιαρχιών και επρόκειτο να κριθεί η έκδοσή του στην Ιταλία. Φυσικά -με τον πληθωρικό του χαρακτήρα- δεν αρκέστηκε στον άχαρο ρόλο του διερμηνέα. Μεταβλήθηκε πολύ γρήγορα σε σημαντικό παράγοντα της υπεράσπισης, βοηθώντας με τις γνώσεις και τη διαθεσιμότητά του τον Νίκο Κωνσταντόπουλο και τον Παναγιώτη Κανελλάκη να φέρουν την υπόθεση σε αίσιο τέλος. Η υπόθεση κράτησε μήνες και χρόνια. Από το Εφετείο, στον Αρειο Πάγο, σε νέες δίκες, σε παραστάσεις στον υπουργό Δικαιοσύνης, στον Κορυδαλλό όπου ο κρατούμενος έκανε απεργία πείνας. Παντού ήταν παρών ο Χριστόφορος.
Το κίνητρό του δεν είχε καμιά σχέση με ιδεολογική συγγένεια προς το ρεύμα στο οποίο ανήκε ο εκζητούμενος. Ο Χριστόφορος είχε ζήσει στην Ιταλία τα χρόνια '75-81 και γνώριζε από πρώτο χέρι τον αδιέξοδο μανιχαϊσμό της «ένοπλης πάλης». Δεν έτρεφε κανένα θαυμασμό στις ιταλικές οργανώσεις της βίαιης εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και συμμεριζόταν την κριτική του Manifesto και εν μέρει του PCI. Ομως γνώριζε ότι τα αδικήματα για τα οποία ζητούσαν οι Ιταλοί τον φυγάδα ήταν πολιτικά. Γνώριζε επίσης ότι σε περίπτωση πολιτικών αδικημάτων η έκδοση απαγορεύεται από το Σύνταγμα και τις διεθνείς συμβάσεις. Αυτό του αρκούσε.
Δέκα χρόνια αργότερα ήταν και πάλι έτοιμος να εκτεθεί με τον ίδιο τρόπο. Μόλις συνελήφθη το Νοέμβριο του '97 ένας άλλος Ιταλός φυγάς στην Ελλάδα, ζητήθηκε και πάλι η βοήθεια του Χριστόφορου. Και πάλι ο ίδιος δεν δίστασε ούτε στιγμή να αναλάβει τον άχαρο ρόλο του επίσημου διερμηνέα. Και βέβαια, για δεύτερη φορά, ήταν ο κρυφός πρωταγωνιστής της δικαίωσης του εκζητούμενου. Η υπόθεση έμοιαζε πιο δύσκολη από την πρώτη. Οχι όμως για τον Χριστόφορο. Αυτός φρόντισε να «στρογγυλέψει» τις σκληρές φράσεις κατά τη διερμηνεία. Αυτός συμβούλεψε άμεσα τον εκζητούμενο. Αυτός επέβαλε κατά την ακροαματική διαδικασία το ήρεμο πολιτικό ήθος του. Και κέρδισε.
Ο Χριστόφορος, λοιπόν, επιχείρησε κάτι σχεδόν αδύνατο. Να συνταιριάξει μια επαγγελματική ή ακαδημαϊκή καριέρα αρχιτέκτονα με μια ανυπόκριτη στράτευση στις αρχές της αλληλεγγύης και της αριστεράς όπως ο ίδιος τις αντιλαμβανόταν. Αυτό το εγχείρημα του στοίχισε. Γιατί ο πλήρης διαχωρισμός ευθυνών, λειτουργιών και αρμοδιοτήτων δεν επιτρέπει ούτε στους επαγγελματίες τεχνοκράτες ούτε στους ερασιτέχνες επαναστάτες να δεχτούν ρήγματα στα στεγανά πρότυπά τους.
Για τους πρώτους, ίσως ο Χριστόφορος να ήταν ένα βήμα πίσω, γιατί διατηρούσε τη φρεσκάδα και την πολιτική ετοιμότητα ενός νεαρού φοιτητή. Δεν τον θεωρούσαν, λοιπόν, ώριμο να μετάσχει στο δικό τους κατασταλαγμένο κύκλο. Για τους δεύτερους, ήταν αδιανόητη η εμμονή του σε ένα επάγγελμα που δεν μεταφράζεται άμεσα σε ορατά πολιτικά αποτελέσματα.
Με τη δουλειά του και την καθημερινή στάση του, ο Χριστόφορος έδειξε ότι είχαν και οι δύο πλευρές άδικο.
(Ελευθεροτυπία, 5/7/2003)