Μαζί με τους κατηγορούμενους για τη 17Ν, στο εδώλιο κάθεται και η αντιδικτατορική δράση
Το φάντασμα της αντίστασης
"Η επανάσταση; Τι γίνεται με την επανάσταση;"
(Μιχάλης Μαργαρίτης, 7/7/03)
ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑ ΕΥΛΟΓΟ ερώτημα που φαίνεται να βασανίζει το ειδικό δικαστήριο του Κορυδαλλού. Οταν από κάποιες μαρτυρίες ή από κάποια νέα δεδομένα προκύπτουν αμφιβολίες για την ενοχή ορισμένων κατηγορουμένων, τότε επιστρατεύεται από την έδρα το πανομοιότυπο ερώτημα: «Αν έχετε δίκιο και κάποιοι αδίκως ενοχοποίησαν ορισμένους κατηγορούμενους, για ποιο λόγο επέλεξαν αυτούς που κάθονται στο εδώλιο; Για ποιο λόγο επέλεξαν τον Σερίφη, τον Ψαραδέλλη και τον Γιωτόπουλο;»
Η αυθόρμητη απάντηση των περισσοτέρων μαρτύρων υπεράσπισης είναι κι αυτή απλή. Αναφέρουν την εκδικητικότητα των αρχών και των μηχανισμών που δεν συμβιβάστηκαν με την αποτυχία στην πρώτη απόπειρα ενοχοποίησης του ενός (Σερίφη), την αντιστασιακή και ανυπότακτη στάση του δεύτερου (Ψαραδέλλη) και τη συμμετοχή του τρίτου στη δυναμική αντίσταση κατά της χούντας και πιο συγκεκριμένα την επίθεση των αντιστασιακών οργανώσεων που συμμετείχε σε αμερικανικούς στόχους.
Ειδικά για τον κ. Γιωτόπουλο, η αντιστασιακή του δράση και κυρίως η τοποθέτηση βόμβας στο εσωτερικό της αμερικανικής πρεσβείας, αποτελεί κατά την υπεράσπιση και ένα ερμηνευτικό κλειδί για την απόφασή του να διατηρήσει το ψευδώνυμο Μιχάλης Οικονόμου και τα πλαστά χαρτιά από τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα.
Ολα αυτά θα ήταν απολύτως δευτερεύοντα, αν δεν αποδεικνυόταν τόσο ελλιπές και διάτρητο το κατηγορητήριο, αν οι μάρτυρες κατηγορίας δεν είχαν φανεί τόσο «λίγοι» και αν τα πειστήρια είχαν παρουσιαστεί με λιγότερο ανορθόδοξο τρόπο (δηλ. με έγκυρες πραγματογνωμοσύνες, κλπ). Ομως με την επικείμενη ολοκλήρωση της αποδεικτικής διαδικασίας, διαπιστώνουμε το άγχος της έδρας να προλάβει να κλείσει και αυτό το «κενό». Και βρισκόμαστε μπροστά στο παράδοξο φαινόμενο, ενώ μέχρι πριν από λίγο καιρό η επίσημη θεωρία για το χαρακτήρα της οργάνωσης 17Ν ήταν ότι πρόκειται για ένα εκβλάστημα των οργανώσεων της δυναμικής αντιδικτατορικής αντίστασης, σήμερα να βλέπουμε αγωνιώδεις προσπάθειες της έδρας, διά του πληθωρικού προέδρου και του βραδυφλεγούς εισαγγελέα, να αμφισβητήσουν, να σχετικοποιήσουν ή ακόμα και να γελοιοποιήσουν την αντιστασιακή δράση των κατηγορουμένων, αλλά και ορισμένων μαρτύρων υπεράσπισης.
Η Αντίσταση υπό αμφισβήτηση
Τη βδομάδα που πέρασε σειρά είχε η αμφισβήτηση της δράσης του Γιωτόπουλου και ειδικά η τοποθέτηση της βόμβας στην αμερικανική πρεσβεία το 1972. Οταν πριν από τέσσερις μήνες, κατά τη δεύτερη μέρα της δίκης, ο κ. Γιωτόπουλος αναφέρθηκε στο γεγονός ότι δεν εξαργύρωσε όπως άλλοι την αντιστασιακή του δράση και μίλησε για τη βόμβα στην αμερικανική πρεσβεία, έσπευσε ο Ι. Κ. Πρετεντέρης στο «Βήμα» (5/3/03) να τον ειρωνευτεί και να αμφισβητήσει το γεγονός. Από τις στήλες αυτές αποκαταστήσαμε την ιστορική πραγματικότητα («Η βόμβα Πρετεντέρη», 8/3/03), τεκμηριώνοντας με ντοκουμέντα και μαρτυρίες της εποχής το γεγονός. Την τοποθέτηση αυτής της βόμβας, καθώς και την προσωπική συμμετοχή του κ. Γιωτόπουλου στην ενέργεια πιστοποιούν ακόμα και οι συνάδελφοι του κ. Πρετεντέρη στο «Βήμα» Αλέξης Παπαχελάς, Τάσος Τέλλογλου (στο βιβλίο τους «17»), καθώς και ο επίσης συνάδελφός του στην ίδια εφημερίδα Βασίλης Λαμπρόπουλος (στο βιβλίο του «Πάτμου και Δαμάρεως»). Το χειρότερο για τον κ. Πρετεντέρη είναι ότι ακόμα και η κυριακάτικη έκδοση της δικής του εφημερίδας φιλοξένησε εκτενές ρεπορτάζ για τη βόμβα και τη συμμετοχή του κ. Γιωτόπουλου, τέσσερις μόλις μέρες μετά τη δική του αυθαίρετη αμφισβήτηση.
Ολα αυτά είναι γνωστά. Ομως κανείς δεν περίμενε, ότι η τοποθέτηση του κ. Πρετεντέρη θα γινόταν παντιέρα του ειδικού δικαστηρίου του Κορυδαλλού, τέσσερις μήνες μετά την πανηγυρική της διάψευση. Την περασμένη Δευτέρα (7/7/03), κατά την κατάθεση του καθηγητή Ευτύχη Μπιτσάκη, ο εισαγγελέας αμφισβήτησε έντονα την ύπαρξη της βόμβας. «Εάν υπήρχε τέτοια πράξη αντίστασης θα ήταν γνωστή σε όλη την Ελλάδα και σε όλη την Ευρώπη». Βέβαια η πράξη ήταν γνωστή σε όλη την Ελλάδα και όλη την Ευρώπη, εφόσον δημοσιεύτηκε ακόμα και στις λογοκρινόμενες εφημερίδες της χούντας (30/8/72) και μεταδόθηκε από όλα τα διεθνή πρακτορεία. Τώρα, αν δεν το πληροφορήθηκε ο κ. Λάμπρου, ο κ. Μαργαρίτης και ο κ. Πρετεντέρης, δεν αλλάζει η ουσία της υπόθεσης.
Στη συνέχεια ο πρόεδρος κακίζει τον κ. Γιωτόπουλο που δεν έφερε μάρτυρες τους συντρόφους του εκείνης της εποχής: «Να έρθουν και να μας πουν ότι 'εμείς με τον Γιωτόπουλο πήγαμε και βάλαμε μια βόμβα'». Φυσικά το δικαστήριο αδυνατεί να κατανοήσει την ψυχοσύνθεση και την πολιτική τοποθέτηση ενός αντιστασιακού. Εφόσον ο ίδιος θεωρεί ότι διώκεται ακόμα και σήμερα εξαιτίας εκείνης της ενέργειας, το τελευταίο που θα έκανε ήταν να καρφώσει τους συντρόφους του εκείνης της εποχής. Εχουν βέβαια οι ίδιοι μιλήσει δημόσια για την υπόθεση (βλ. συνεντεύξεις του κ. Ανδρέα Ζεμπίλα κ.α.). Αλλωστε οι ερωτήσεις του προέδρου είναι χαρακτηριστικές: «Ποιοι άλλοι ήταν, κ. Γιωτόπουλε; Τι έγινε; Αλλαξαν κι αυτοί ονόματα;». Παρόμοιες ερωτήσεις υποβάλλουν και τα άλλα μέλη του δικαστηρίου.
Τη σκυτάλη παίρνει η συνήγορος πολιτικής αγωγής κυρία Βόζενμπεργκ, η οποία ζήτησε πιεστικά «στοιχεία» για την τοποθέτηση της βόμβας από τον Γιωτόπουλο: «Σ' εμένα δεν ήταν γνωστό αυτό το γεγονός ούτε σ' άλλους. Πότε εσείς πληροφορηθήκατε ότι ο υπεύθυνος της βομβιστικής ενέργειας κατά της αμερικανικής πρεσβείας ήταν ο κ. Γιωτόπουλος;»
Παρόμοιες αναρωτήσεις επαναλαμβάνονται σταθερά τις τελευταίες δέκα μέρες. «Εχουμε απόδειξη για τη βόμβα;», ρωτούσε ο πρόεδρος στις 30/6/03, κατά την εξέταση ενός Γάλλου μάρτυρα. Και στις 6/7/03, κατά την εξέταση του καθηγητή Μάκη Καβουριάρη επανήλθε: «Πού το ξέρουμε ότι έβαλε βόμβα στην πρεσβεία;» Για να συμπληρώσει με αμφίβολο χιούμορ ο συνήγορος πολιτικής αγωγής κ. Βασιλακόπουλος: «Αφησε την κάρτα του στην πρεσβεία;»
Πρόεδρος μπουρλοτιέρης
Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε την περασμένη Τρίτη (8/7/03). Και πάλι ο πρόεδρος ήταν πιεστικός: «Εμένα με ενδιαφέρει τι έκανε (ο Γιωτόπουλος) στη δικτατορία και να αποδείξετε ότι έβαλε αυτή τη βόμβα τέλος πάντων στην αμερικανική πρεσβεία». Κατά κακή του τύχη, ο κ. Ραχιώτης είχε συγκεντρώσει ντοκουμέντα και δημοσιεύματα για την ενέργεια της ΛΕΑ στην αμερικανική πρεσβεία και τα κατέθεσε. Ακόμα και οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής υποχρεώθηκαν σε αναδίπλωση: «Από πλευράς πολιτικής αγωγής δεν αμφισβητείται η αντιστασιακή δράση του κ. Γιωτόπουλου κατά της χούντας», θα αναγκαστεί να παραδεχτεί ο κ. Βασιλακόπουλος. Ο κ. Λάμπρου όμως δεν πείθεται με τίποτα: «Εγώ έχω τη γνώμη να αποδειχτεί, κ. πρόεδρε, η αντιστασιακή του δράση». Φουρκισμένος ο πρόεδρος προσπαθεί να κρατηθεί από τα συνήθη του ευφυολογήματα. Διαβάζοντας την προκήρυξη με την οποία αναλάμβανε η ΛΕΑ την ευθύνη για τη βόμβα του '72, σχολιάζει: «Από κάτω λέει ΛΕΑ. Δεν γράφει ότι ήταν ο κ. Γιωτόπουλος»...
Αλλά ο κ. Μαργαρίτης είναι έξυπνος άνθρωπος. Καταλαβαίνει ότι η υπόθεση έχει γυρίσει μπούμερανγκ. Και έτσι ο ίδιος ο πρόεδρος που τόσο φορτικά ζητούσε στοιχεία για τη συμμετοχή του Γιωτόπουλου στην ενέργεια κατά της πρεσβείας των ΗΠΑ το 1972, εκνευρισμένος μόλις του παρουσιάστηκαν τα αδιάσειστα στοιχεία, άλλαξε τροπάριο: «Ποια αντίσταση, κύριε;» επέπληξε ένα μάρτυρα που αναφέρθηκε στην περίοδο εκείνη. Και συνέχισε: «Ποιος ασχολείται τώρα με την αντίσταση; Η ιστορία θα ασχοληθεί μονάχα».
Αυτή η ταχυδακτυλουργική ευκολία να αλλάζει συζήτηση, όταν προκύπτουν στοιχεία υπέρ των κατηγορουμένων, είναι το βασικό προσόν της έδρας. Και σ' αυτό ο πρόεδρος έχει αποδειχτεί μαέστρος. Βέβαια η πολυλογία του καμιά φορά τον προδίδει. Οπως τότε που απευθυνόμενος προς τον κ. Γιωτόπουλο θέλησε να τον μειώσει συγκριτικά με τον Παναγούλη: «Μη μου εξομοιώνετε τον Παναγούλη με τα μπουρλοτάκια τα δικά σας» (30/6/03). Μ' άλλα λόγια, εσείς δεν επιχειρήσατε σοβαρή αντίσταση, δηλαδή εκτελέσεις, αλλά μόνο κροτίδες... Το παράλογο στην αποθέωσή του.
Μια πολιτική δίκη
Φυσικά έχει πάει περίπατο η θεωρία του «κοινού ποινικού εγκλήματος». Η έδρα πολιτικολογεί με κάθε ευκαιρία. Ορίζει -ανάλογα με τον μάρτυρα- το πεδίο «συζήτησης» και διαλέγεται μ' αυτόν, παρασέρνοντάς τον σε γενικόλογες αναφορές που βέβαια κανέναν δεν διαφωτίζουν. Μόλις ο μάρτυρας μπει σε κάτι ουσιαστικό, τότε λειτουργούν τα ανακλαστικά της έδρας και θυμάται ότι δεν επιτρέπονται γενικές αναφορές. Πρώτο της μέλημα είναι η απαξίωση της αριστερής τοποθέτησης των περισσοτέρων μαρτύρων υπεράσπισης. «Το πήραμε και σήμερα το μαρξιστικό μας φροντιστήριο» επαναλαμβάνει σε κάθε ευκαιρία ο κ. Μαργαρίτης. «Μάθαμε όλες τις τροτσκιστικές τάσεις» κ.λπ.
Η αμηχανία της έδρας απέναντι στους μάρτυρες υπεράσπισης είναι πρόδηλη. Ολοι αυτοί οι «περίεργοι» αριστεροί που ορκίζονται στην τιμή τους -είτε είναι πανεπιστημιακοί είτε συνδικαλιστές είτε "συνήθεις ύποπτοι"- έχουν μεταθέσει το κέντρο βάρους της ακροαματικής διαδικασίας στην πολιτική ουσία της υπόθεσης. Αναφέρονται στους λόγους γέννησης των ένοπλων οργανώσεων, στις συνθήκες δημιουργίας του «αντάρτικου πόλεων», στο ρόλο των μυστικών υπηρεσιών και των διωκτικών αρχών στο στήσιμο σκευωριών.
Ακόμα και τα πρόσωπα που έχουν κερδίσει τον πανελλήνιο σεβασμό με την ιστορική τους πορεία, στο δικαστήριο κινδυνεύουν να υποστούν τη χλεύη και την υποτίμηση. «Τέτοια μαρτυρία εγώ ομολογώ ότι 34 χρόνια που είμαι δικαστής δεν την έχω ακούσει», θα πει ο πρόεδρος για τον Μανώλη Γλέζο.
Είναι φανερό ότι υπάρχει ένα χάσμα μεταξύ των θεωρητικών και πολιτικών αντιλήψεων της έδρας από τη μια και πολλών μαρτύρων υπεράσπισης από την άλλη. Με τους μάρτυρες κατηγορίας δεν πρόκυψε ποτέ κάτι παρόμοιο, ακόμα και όταν τα λεγόμενά τους προκαλούσαν τα γέλια έως και των παρισταμένων αστυνομικών φρουρών. Υπήρχε μια πνευματική ενότητα.
Αλλά βέβαια πώς να κατανοήσει ορισμένα πράγματα που αναφέρουν οι μάρτυρες υπεράσπισης για την αντίσταση επί δικτατορίας ή την Αριστερά ο κ. Μαργαρίτης όταν η έννοια της επανάστασης γι' αυτόν συνοψίζεται στο ακόλουθο ευφυολόγημα: «Ας πούμε ότι κάθε οικογένεια έχει σήμερα δύο αυτοκίνητα. Να κάνουμε επανάσταση, να το καλυτερεύσουμε, να έχουμε οκτώ αυτοκίνητα» (7/7/03).
* Στη δημοσιογραφική κάλυψη της δίκης συνεργάζεται η Αντα Ψαρρά
(Ελευθεροτυπία, 12/7/2003)