Οι δύο μονομάχοι των προσεχών εκλογών σε ένα ιδιότυπο «τοκ-σόου» το 1991
Γιώργος- Κώστας: η πρώτη κόντρα
Σε ανύποπτο χρόνο, πριν από δεκατρία ολόκληρα χρόνια, ο Γιώργος Παπανδρέου και ο Κώστας Καραμανλής έχουν μετάσχει σε μια δημόσια αντιπαράθεση με ιδιαίτερα ευαίσθητο περιεχόμενο: την κατάσταση των μειονοτήτων στην Ελλάδα.
Πρόκειται για τη μοναδική ευκαιρία που έχει δοθεί στους δύο κορυφαίους σημερινούς πολιτικούς ηγέτες να ανταλλάξουν ιδέες και επιχειρήματα και να κρίνουν την πολιτική του ελληνικού κράτους μέχρι τότε.
Στις 10 Ιανουαρίου 1991 η Εταιρεία για τα Δικαιώματα των Μειονοτήτων (ΕΔΜ) είχε καλέσει τους δύο πολιτικούς (απλούς βουλευτές τότε) στην αίθουσα της ΕΣΗΕΑ να μετάσχουν σε δημόσια συζήτηση για τις μειονότητες στην Ελλάδα. Συμμετείχαν ακόμα η βουλευτής της Ν.Δ. και υφυπουργός Εξωτερικών της τότε κυβέρνησης Μητσοτάκη Βιργινία Τσουδερού, ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Γιώργος Λιάνης και οι δύο ευρωβουλευτές του ενιαίου ακόμα ΣΥΝ Αλέκος Αλαβάνος και Μιχάλης Παπαγιαννάκης. Τη συζήτηση συντόνιζε εκ μέρους των οργανωτών ο Νίκος Δήμου.
Η μορφή της συζήτησης δεν είχε καμιά σχέση με τους συνηθισμένους προκατασκευασμένους πολιτικούς μονόλογους. Οι έξι πολιτικοί δέχτηκαν τις ερωτήσεις των εκπροσώπων της ΕΔΜ και αντάλλαξαν με ευθύ τρόπο και αμεσότητα τεκμηριωμένα επιχειρήματα σε ζητήματα που έως τότε αποτελούσαν το εθνικό μας ταμπού.
Η συζήτηση εκείνη υπήρξε λοιπόν ιστορική. Ομως δεν της δόθηκε παρά ελάχιστη δημοσιότητα. Η αποσιώπηση αυτή οφείλεται βέβαια και στο ακανθώδες περιεχόμενο του πολιτικού προβληματισμού που αναπτύχθηκε, αλλά κυρίως πρέπει να αποδοθεί στο γεγονός ότι εκείνο το βράδυ η Αθήνα φλεγόταν κυριολεκτικά από τα δακρυγόνα και τη βία των ΜΑΤ ενάντια στους διαδηλωτές που διαμαρτύρονταν για τη δολοφονία του Τεμπονέρα, στην Πάτρα, μια μέρα πριν.
Από τα σημαντικότερα σημεία της συζήτησης ήταν η ευθεία τοποθέτηση του Μιχάλη Παπαγιαννάκη στο δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού των μειονοτικών ομάδων, σύμφωνα με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, και η εκτενής ανάπτυξη από τον Γιώργο Λιάνη της απαράδεκτης απαγόρευσης στους σλαβομακεδόνες πολιτικούς πρόσφυγες ακόμα και να επισκεφτούν τους τόπους καταγωγής και τους συγγενείς τους στην Ελλάδα. Αλλά το σημερινό μας ενδιαφέρον εστιάζεται βέβαια στους δύο ηγέτες.
Ο Κώστας Καραμανλής
Ο σημερινός αρχηγός της Ν.Δ. ανήκε στο τότε κυβερνών κόμμα και παρευρισκόταν στην εκδήλωση μαζί με την εν ενεργεία υφυπουργό Εξωτερικών, η οποία ήταν και αρμόδια για τα μειονοτικά ζητήματα. Στην τοποθέτησή του διακρίνεται μια προσπάθεια συγκερασμού του λόγου ενός προβληματισμένου νέου βουλευτή με τις δεσμεύσεις ενός φιλόδοξου στελέχους της κυβερνώσας συντηρητικής παράταξης. Ωστόσο δεν διστάζει να μιλήσει για την ύπαρξη στην Ελλάδα και άλλων μειονοτήτων πλην της μουσουλμανικής: «Η δυσκολία στο να εντοπίσει κανείς συγκεκριμένες μειονότητες αφορά τα συγκεκριμένα κριτήρια. Παράδειγμα, τι κριτήρια θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει κανείς; Θρησκευτικά. Ναι, υπάρχουν μειονότητες: ισραηλίτες. Προσθέτω, βεβαίως, είναι γνωστή η μουσουλμανική μειονότητα βάσει της συνθήκης της Λωζάννης -αλλά αυτό το ξέρουμε όλοι και ακούστηκε- φραγκοσυριανοί -καθολικοί δηλαδή- και ούτω καθ' εξής, αρμένιοι, βεβαίως, αναμφισβήτητα. Γλωσσικές (μειονότητες), με κριτήριο μάλλον τη γλώσσα ή το γλωσσικό ιδίωμα, Βλάχοι, για παράδειγμα, Τσάκωνες ίσως.»
Η διαπίστωση του κ. Καραμανλή μοιάζει κοινότοπη, όμως είναι εξαιρετικά προοδευτική, αν συγκριθεί με την κατοπινή προσπάθεια στελεχών του κόμματός του να αποδείξουν μέσω δικαστηρίων ότι δεν υπάρχει καν βλαχική γλώσσα (υπόθεση Χαϊτίδη κατά Μπλέτσα). Εξίσου θετική μοιάζει η ήπια αντιμετώπιση από τον κ. Καραμανλή της ένστασης του κ. Λιάνη για το πρόβλημα των τελευταίων πολιτικών προσφύγων. Η στάση του βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με τη μαζική αντίδραση των 34 βουλευτών της Ν.Δ., που κατάγγειλαν το περασμένο καλοκαίρι ακόμα και τα ελάχιστα μέτρα ανθρωπιστικού χαρακτήρα που πήρε γι' αυτούς τους ανθρώπους η κυβέρνηση.
Σημειώνουμε επίσης την ανοιχτά αυτοκριτική τοποθέτηση του κ. Καραμανλή: «Η απόδοση, η παρουσία, η γενική εικόνα της ελληνικής πολιτείας απέναντι σε τέτοιου είδους ζητήματα, με τα δεδομένα του 1990 δεν είναι η καλύτερη δυνατή».
Από την άλλη πλευρά, ο κ, Καραμανλής αισθάνεται υποχρεωμένος -για να ικανοποιήσει το ακροατήριό του- να αναφερθεί (εκτός θέματος) στις ελληνικές μειονότητες του εξωτερικού και να καταφύγει σε διατυπώσεις που μπορεί κανείς να ερμηνεύσει όπως επιθυμεί: «Ενώ πράγματι θεωρητικά η αρχή της αμοιβαιότητας δεν είναι κριτήριο της σωστής εφαρμογής της πολιτικής στο σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και κατά συνέπεια των γκρουπ με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, από την άλλη πλευρά δεν μπορεί κανείς να την αγνοήσει».
Ο Γιώργος Παπανδρέου
Ο νέος πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ διατύπωσε πιο προωθημένες απόψεις, πράγμα σημαντικό, αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι εκείνη την περίοδο το κόμμα του πλειοδοτούσε σε αντιπολιτευτικές εθνικιστικές κορόνες. Στην αρχική του τοποθέτηση παρατήρησε ότι ο ελληνισμός στην Ευρώπη είναι και πολιτισμικά και θρησκευτικά μια μειοψηφία, κατά συνέπεια το εθνικό συμφέρον συμβαδίζει με την αναγνώριση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων.
Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι η τοποθέτηση του κ. Παπανδρέου απέναντι στο πρόβλημα των νέων μειονοτήτων και των μεταναστών. Ξεκινά με την εύστοχη πρόβλεψη ότι «θα έχουμε τεράστια ρεύματα μεταναστών στη χώρα μας απ' εδώ και στο εξής και σε όλη την Ευρώπη, είτε έχουν είτε δεν έχουν ελληνική καταγωγή». Απαντώντας στην κυρία Τσουδερού, η οποία είχε θέσει το ζήτημα της εκμετάλλευσης των μειονοτήτων από ξένα κράτη, προτείνει τη λύση της ανοιχτής κοινωνίας: «Εγώ πιστεύω ότι η μεγαλύτερη αναγνώριση των ιδιαιτεροτήτων και η συμμετοχή τους στην ελληνική κοινωνία είναι εκείνο το οποίο θα αποτρέψει την εκμετάλλευσή τους».
Ο κ. Παπανδρέου δεν διστάζει να κάνει ακόμα και αυτοκριτική για την πολιτική του ΠΑΣΟΚ απέναντι στη μειονότητα της Θράκης. Δηλώνει ότι καλύπτεται από την τοποθέτηση του κ. Παπαγιαννάκη στο ζήτημα του αυτοπροσδιορισμού: «Εφόσον μιλάμε για δημοκρατία, μιλάμε για τη δυνατότητα του αυτοπροσδιορισμού, το να φοράει ο καθένας αυτό που θέλει να φορέσει. Σαφώς, μπορεί να υπάρχουν απειλές από δίπλα, από γείτονες χώρες, αλλά εγώ πιστεύω ότι οι απειλές αυτές περιορίζονται σε μηδενικό σημείο, στο μέτρο που εμείς, ως Ελλάδα, μπορούμε να εγγυηθούμε ακριβώς, ότι αξίζει να ταυτίζεται κανείς με αυτή την κοινωνία, είτε θέλει να λέγεται Ελληνας, είτε Σλαβόφωνος, είτε Τουρκόφωνος, είτε οτιδήποτε άλλο».
Η λογοκρισία
Η δημόσια αυτή εκδήλωση του 1991 με την πρώτη κόντρα Γιώργου Παπανδρέου - Κώστα Καραμανλή είχε και μια περιπετειώδη κατάληξη.
Ενα χρόνο αργότερα, η ΕΔΜ κυκλοφόρησε ένα φυλλάδιο με τα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά του διαλόγου των έξι πολιτικών και είχε προγραμματίσει την παρουσίασή του στις 29/10/92 στην αίθουσα της ΕΣΗΕΑ. Την τελευταία όμως στιγμή, ο τότε πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ Δημήτρης Μαθιόπουλος υπαναχώρησε και έκλεισε την πόρτα της Ενωσης στους διοργανωτές. Ηταν η περίοδος της εθνικιστικής υστερίας, και η απλή αναφορά σε μειονότητες ισοδυναμούσε με «εθνική προδοσία». Ελάχιστοι δημοσιογράφοι τόλμησαν να διαμαρτυρηθούν για το ανοιχτό κρούσμα φίμωσης των ιδεών: ο Γιώργος Βότσης στην «Ε», ο Βοκάκιος στο «Βήμα», η «Αυγή». Οι περισσότεροι χαιρέτισαν την απαράδεκτη λογοκρισία. Αντιγράφουμε από την «Απογευματινή» (30/1/92) την κραυγή εθνικής ανακούφισης της Αννας Παναγιωταρέα: "Μπράβο κ. Μαθιόπουλε, πρόεδρε της ΕΣΗΕΑ! Ορθώς επέταξες ΕΞΩ από την αίθουσά μας τους προστάτες των Ρομ, Κουτσοβλάχων, Τσάμηδων! Οχι να χορέψουν τσάμικο μέσα στο σπίτι μας!" Και ποιοι ήταν αυτοί που «ορθώς» πετάχτηκαν έξω από το σπίτι της κυρίας Παναγιωταρέα; Μα πρώτα πρώτα ο ίδιος ο κ. Γιώργος Παπανδρέου, ο οποίος έκπληκτος πληροφορήθηκε στην είσοδο της ΕΣΗΕΑ την απαγόρευση της εκδήλωσης. Και μαζί με τον κ. Παπανδρέου «έφαγαν πόρτα» ο Νικηφόρος Διαμαντούρος, τότε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο και ήδη Ευρωπαίος Συνήγορος του Πολίτη, ο καθηγητής, δικαστής στο Στρασβούργο και μετέπειτα υφυπουργός Εξωτερικών Χρήστος Ροζάκης και ο ευρωβουλευτής Μιχάλης Παπαγιαννάκης, ο οποίος χαρακτήρισε την πράξη αυτή ανελεύθερη και αντιδημοκρατική.
Δύο εβδομάδες αργότερα, η ΕΔΜ πραγματοποίησε την εκδήλωσή της στο χώρο της Ενωσης Ξένων Ανταποκριτών. Συμμετείχαν και πάλι βουλευτές από όλα τα κόμματα: ο Γιώργος Παπανδρέου από το ΠΑΣΟΚ, ο Ακης Γεροντόπουλος από τη Ν.Δ., ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης από το ΣΥΝ και ο Στρατής Κόρακας από το ΚΚΕ. Για να αποδειχθεί το οξύμωρο:
Οτι οι ξένοι δημοσιογράφοι είναι πιο ανεκτικοί από τους Ελληνες συναδέλφους τους απέναντι στις απόψεις των Ελλήνων πολιτικών. Και να βρουν έτσι στέγη να ακουστούν οι «εθνικώς ύποπτες» απόψεις των δύο σημερινών υποψήφιων πρωθυπουργών!
(Ελευθεροτυπία, 10/1/2004)