Τα στοιχεία για τη δίκη του ΕΛΑ έχουν κριθεί πολλαπλώς και έχουν απορριφθεί
Μια τρύπα στον Κορυδαλλό
Αρχίζει σε λίγες μέρες στον Κορυδαλλό η δεύτερη
μεγάλη δίκη για την εγχώρια τρομοκρατία, όμως κανείς από τους τόσο πολυλογάδες
τρομοκυνηγούς του Τύπου και της πολιτικής δεν θεωρεί σκόπιμο να της αφιερώσει
λίγο από τον πολύτιμο χρόνο του. Σε αντίθεση με την πληθώρα δηλώσεων, τον
καταιγισμό των δημοσιευμάτων και των τηλεοπτικών ρεπορτάζ, που συνόδευσε την
προετοιμασία και τη διεξαγωγή της πρώτης φάσης της δίκης της 17Ν, σήμερα κανείς
δεν ασχολείται με την επικείμενη δίκη του ΕΛΑ.
Θα ήταν λάθος αποδοθεί αυτή η βουβαμάρα στο προεκλογικό κλίμα. Στο κάτω κάτω της
γραφής, μέχρι σήμερα γνωρίζαμε ότι η μεν κυβέρνηση αξιοποιούσε κατά κόρον την
εξάρθρωση των ένοπλων οργανώσεων στο προπαγανδιστικό της οπλοστάσιο, ενώ η Νέα
Δημοκρατία συνήθιζε να διατυπώνει ερωτήματα και υπονοούμενα για την κυβερνητική
καθυστέρηση. Και τώρα τίποτα.
Η μόνη εξήγηση είναι ότι το ίδιο επικοινωνιακό επιτελείο του υπουργείου Δημόσιας
Τάξης που είχε αναλάβει την προπαγάνδα το 2002-2003, είναι σήμερα αμήχανο
απέναντι σε μια διαγραφόμενη παρωδία «εξάρθρωσης» μιας οργάνωσης φάντασμα. Δεν
είναι μόνο ότι ακόμα και με τα επίσημα στοιχεία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ η
συμμετοχή κάποιου στον ΕΛΑ έχει παραγραφεί -εφόσον γίνεται αποδεκτός ο
παροπλισμός της οργάνωσης (βλ. σχετ.
«Οι ΗΠΑ παραγράφουν τον ΕΛΑ»,
Ελευθεροτυπία, 25/10/03). Το σημαντικότερο είναι ότι τα «στοιχεία» που
περιέχονται στο κατηγορητήριο έχουν κατ’ επανάληψη κριθεί από το σύνολο των
αρμόδιων φορέων της ελληνικής πολιτείας (κυβέρνηση, αστυνομία, δικαιοσύνη) και
έχουν απορριφθεί ως ασύστατα ή ανεπαρκή, πάντως άχρηστα για οποιαδήποτε δίωξη
οποιουδήποτε ατόμου.
Η πρώτη λίστα
Η βάση των διώξεων που ασκήθηκαν για τον ΕΛΑ βρίσκεται στην περιβόητη «λίστα των
251» που συντάχτηκε το Δεκέμβριο του 1979 από την Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφάλειας
Αθηνών για την παρακολούθηση ατόμων «εις βάρος των οποίων υφίστανται σοβαραί
ενδείξεις υπόπτου αναμείξεως εις εξτρεμιστικάς ενεργείας». Εκεί περιλαμβάνεται
το όνομα του Κώστα Αγαπίου δίπλα σε άλλα ονόματα ανθρώπων που «φωτογραφήθηκαν»
κατά καιρούς ως τρομοκράτες. Ομως στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν
κατάλογο ατόμων που είχαν έντονη αντιστασιακή δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της
χούντας. Εξ ού και το γεγονός ότι στη λίστα αυτή περιλαμβάνονται ο Μανόλης
Γλέζος, ο αντιπρόεδρος της Βουλής Παναγιώτης Κρητικός, ο υπουργός Στάθης Γιώτας,
ο ηθοποιός Κώστας Αρζόγλου, κ.ά., δίπλα στους δημοσιογράφους Γιώργο Βότση,
Δημήτρη Ψυχογιό, τον Μιχάλη Ράπτη, κλπ.
Οταν, το 1995, αποκαλύφτηκε η λίστα αυτή, προκλήθηκε μεγάλο σκάνδαλο («Ε»,
6/12/95). Ολες οι πολιτικές δυνάμεις κατήγγειλαν την προφανή αστυνομική
διαστροφή. Ομως ποτέ δεν αποσύρθηκε πραγματικά η λίστα. Την ξαναείδαμε να
δημοσιεύεται το καλοκαίρι του 2002 ως «αποκάλυψη», με τα αρχικά, βέβαια, των
αναφερομένων πολιτών, για να μην καταλάβει ο αναγνώστης για ποια πραγματικά
πρόσωπα πρόκειται (Espresso, 22/9/02).
Το 1979 ήταν υπουργός Δημόσιας Τάξης ο αλήστου μνήμης Αναστάσιος Μπάλκος. Από
τότε πέρασαν από το υπουργείο αυτό είκοσι διαφορετικοί υπουργοί. Και ούτε ένας
δεν διανοήθηκε βέβαια να «αξιοποιήσει» τη λίστα. Το ίδιο συμβαίνει και με τους
εικοσιπέντε υπουργούς Δικαιοσύνης που μετείχαν σε κυβερνήσεις κατά το ίδιο
χρονικό διάστημα (1979-2002).
Το δεύτερο «στοιχείο» που περιλαμβάνει η δικογραφία είναι κάποιες αστυνομικές
αναφορές που αξιολογούν τα περιβόητα αρχεία της Στάζι. Εχουμε αλλού ασχοληθεί με
το ποιόν και το χαρακτήρα αυτών των «αρχείων» («Το φιάσκο της Στάζι», 22/9/02). Ομως σημασία δεν έχει η δική μας γνώμη, αλλά των αρμόδιων ελληνικών αστυνομικών
και δικαστικών αρχών, οι οποίες έχουν κατηγορηματικά και «κατά συρροήν»
αποφανθεί ότι δεν προσφέρουν κανένα νομικό έρεισμα για διώξεις.
Θυμίζουμε την ιστορία των αρχείων. Τον Ιανουάριο του 1993, επί κυβέρνησης
Μητσοτάκη και υπουργού Δημόσιας Τάξης Νικόλαου Γκελεστάθη, μετέβη στη γερμανική
πόλη Βισμπάντεν, όπου εδρεύει η ΒΚΑ (αστυνομική υπηρεσία πληροφοριών) ο τότε
Διοικητής Ασφάλειας Αττικής Μιχαήλ Νηστικάκης, συνοδευόμενος από τον Αστυνόμο
Καραφλό της Αντιτρομοκρατικής. Επιστρέφοντας από τη Γερμανία οι αξιωματικοί
διέθεταν ήδη τα «αρχεία».
Τα ίδια στοιχεία εξασφάλισαν και μελέτησαν οι υπουργοί του ΠΑΣΟΚ που διαδέχτηκαν
τον κ. Γκελεστάθη (Παπαθεμελής, Βαλυράκης, κλπ). Ολοι έκριναν ότι δεν προσφέρουν
τίποτα αξιόλογο στις έρευνες.
Διακομματική απόρριψη
Κατά καιρούς από την πλευρά της αντιπολίτευσης ακούγεται ότι «το ΠΑΣΟΚ δεν
τολμούσε να αξιοποιήσει τα αρχεία της Στάζι». Ομως η χρονολογική διαδοχή των
γεγονότων ανατρέπει αυτούς τους ισχυρισμούς. Η Νέα Δημοκρατία κατείχε το φάκελο
με τα ονόματα από τον Ιανουάριο του 1993 και δεν διανοήθηκε να κάνει οποιαδήποτε
ενέργεια εις βάρος προσώπων. Την αποκρυπτογράφηση των ονομάτων που υποτίθεται
ότι περιλαμβάνουν αυτά τα χαρτιά την οφείλουμε επίσης στη Νέα Δημοκρατία. Η
σχετική έκθεση της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής φέρει ημερομηνία 9/3/93 και
περιλαμβάνει όλες τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται σήμερα στη δικογραφία του
ΕΛΑ ως στοιχεία ενοχής των κατηγορουμένων. Μ’ άλλα λόγια, παρά τις φιλότιμες
προσπάθειες του κ. Καμμένου και των ομοίων του, η Νέα Δημοκρατία είχε ήδη της τα
περιβόητα «αρχεία», όπως έχει δηλώσει σε ανύποπτο χρόνο και ο τελευταίος
υπουργός Δημόσιας Τάξης επί Μητσοτάκη («Ελεύθερος Τύπος», 6/12/94).
Οσο για τους όψιμους ισχυρισμούς του κ. Παπαθεμελή και των συνεργατών του ότι
αποπέμφθηκε για να μην προχωρήσει στην αξιοποίηση των αρχείων, την απάντηση την
έχει δώσει ο ίδιος ο τέως υπουργός απαντώντας σε εισαγγελικό λειτουργό για το
περιεχόμενο της σχετικής έκθεσής του: "Η έκθεσή μου περιέχει πολιτικές
εκτιμήσεις και συμπεράσματα που δεν έχουν καμία δικανική αξία και χρησιμότητα."
Εξάλλου ο κ. Παπαθεμελής παρέδωσε αυτή την έκθεση στο πρόσωπο που χειρίστηκε από
την αρχή την υπόθεση και δεν είναι άλλος από τον επικεφαλής της
Αντιτρομοκρατικής εισαγγελέα Διώτη. Ο δικαστικός αυτός λειτουργός έχει
παρασημοφορηθεί προσφάτως από ολόκληρο FBI, κατά συνέπεια δεν μπορεί κανείς να
του αμφισβητήσει τη διάθεση να κυνηγήσει τους τρομοκράτες. Μόνο που κι ο ίδιος,
παρά την προφανή επιθυμία του, δεν έκρινε όλα αυτά τα χρόνια «αξιοποιήσιμο» το
υλικό αυτό. Μετέβη ο ίδιος στην Ελβετία για να ανακρίνει τους φερομένους ως
«συνδέσμους» του Κάρλος με τον ΕΛΑ, ανέκρινε τον ίδιο τον Κάρλος, τον Βάινριχ
και την Μαγκνταλένα Κοπ. Κάλεσε το 1999 για κατάθεση τα άτομα που αναφέρονται
στις εκθέσεις αυτές, αλλά τίποτε δεν πρόκυψε.
Η τελική αποτυχία του κ. Διώτη να βγάλει οτιδήποτε από τη Στάζι ανακοινώθηκε
πανηγυρικά με πρωτοσέλιδο τίτλο και ολοσέλιδο ρεπορτάζ του Τάσου Τέλλογλου στην
«Καθημερινή» (15/12/96): «Ανθρακες ο θησαυρός της Στάζι». Τόσο η εφημερίδα, όσο
και ο συντάκτης του κειμένου δεν μπορούν να κατηγορηθούν ως φίλα προσκείμενοι
στη Στάζι ή τους τρομοκράτες. Το αντίθετο μάλιστα.
Ανάλογες εκτιμήσεις καταγράφονται και στον «Ελεύθερο Τύπο», μετά το μπαράζ
δημοσιευμάτων του καλοκαιριού του 2002: «(Σύμφωνα με υψηλόβαθμο στέλεχος της
Αστυνομίας) οι σημερινές 'αποκαλύψεις' είναι αναμασήματα όσων γράφτηκαν στα
πρωτοσέλιδα των εφημερίδων το Νοέμβριο του 1994, όταν άρχισαν να διαρρέουν
μεγάλα αποσπάσματα από τα αρχεία της Στάζι που δόθηκαν στις ελληνικές αρχές»
(1/9/02).
Με την υπόθεση των αρχείων εκτός από τον κ. Διώτη ασχολήθηκαν την ίδια περίοδο
και τρεις άλλοι ανώτατοι εισαγγελικοί λειτουργοί (Φάκος, Πουλής, Καρούτσος) και
κατέληξαν στα ίδια συμπεράσματα.
Αλλά για τη σοβαρότητα των αρχείων αρκεί κανείς να παραθέσει ορισμένους από τους
πρωτοσέλιδους τίτλους εκείνης της περιόδου:
- «Ποιοι είναι οι 13 της Στάζι» («Αυριανή», 30/7/02)
- «Σάλος για τους 9 Ελληνες της Στάζι» («Αυριανή», 5/8/02)
- «Οι 8 Ελληνες συνεργάτες του Κάρλος» («Espresso», 10/8/02)
- «Υπεράνω υποψίας οι 7 Ελληνες που αποκάλυψε η Στάζι» («Αυριανή», 14/8/02)
- «4 Ελληνες υπεράνω υποψίας στη λίστα (της Στάζι)» («Espresso», 20/8/02)
- «Η Στάζι μας έδωσε τους 9 ηγέτες του ΕΛΑ» («Εθνος», 25/8/02)
Η μοναδική μαρτυρία
Φτάνουμε, λοιπόν, στη δίκη, με μια υπόθεση που έχει ήδη κριθεί. Ολα τα
«ντοκουμέντα» της δικογραφίας έχουν αναλυθεί από τις αρμόδιες αρχές όλων των
αποχρώσεων και έχουν πεταχτεί στο καλάθι των αχρήστων. Το μοναδικό νέο στοιχείο
που περιλαμβάνει η δικογραφία είναι η κατάθεση μιας μάρτυρος που κατονομάζει
κάποιους από τους κατηγορούμενους. Για τη σημασία αυτής της μαρτυρίας ζητήσαμε
τη γνώμη της δικηγόρου Τασίας Χριστοδουλοπούλου:
«Στην υπόθεση αυτή παρουσιάζεται το φαινόμενο από την πλευρά της κατηγορίας να
προσκομίζεται ένα και μόνο αποδεικτικό στοιχείο, δηλαδή η κατάθεση της Σοφίας
Κυριακίδου, η οποία, όμως, έχει την ακόλουθη «ιδιαιτερότητα»: Η Σοφία Κυριακίδου
στη δεύτερη κατάθεση της βεβαιώνει ενόρκως ότι έχει ψευσθεί στην πρώτη, στην
τρίτη βεβαιώνει ότι έχει ψευσθεί στην πρώτη και στη δεύτερη και στην τέταρτη
επαναλαμβάνει την ίδια τακτική.
Η κατάσταση, μάλιστα, αγγίζει τα όρια του τραγελαφικού, όταν η ίδια μάρτυρας
φθάνει στο σημείο να ομολογήσει συμμετοχή της στον ΕΛΑ και να ενοχοποιήσει τον
εαυτό της, προκειμένου να δώσει μια διάσταση αξιοπιστίας στα αυταπόδεικτα ψεύδη
της.
Είναι αυτονόητο ότι η φυσιολογική διαδικασία που επιτάσσει το δίκαιο για την
αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων, δεν είναι άλλη απ' την άσκηση ποινικής δίωξης
για ψευδορκία και ο δικαστικός έλεγχος της αναξιοπιστίας και του ψεύδους της
μαρτυρίας. Ομως, στην περίπτωση αυτής της δίκης συμβαίνει το πρωτοφανές, όχι
μόνο να μην ελέγχεται η μάρτυρας και τα ψεύδη της, αλλά να παρουσιάζεται ως το
μοναδικό στοιχείο που προσκομίζει η κατηγορία για την τεκμηρίωση της ενοχής του
Κ. Αγαπίου.
Θα πρέπει, ακόμη, να επισημανθεί ότι η αξιοποίηση αυτής της μαρτυρίας
εξασφαλίζεται χάρη σε μια μοναδική για τα χρονικά του ποινικού δικαίου,
«αβλεψία» του Συμβουλίου Εφετών, η οποία παρέχει τη δυνατότητα να εξεταστεί η Σ.
Κυριακίδου ως μάρτυρας αντί να ελεγχθεί ως κατηγορουμένη.
Συγκεκριμένα, το υπ' αριθμ. 2994/2003 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών,
αποφαίνεται ότι η Σ. Κυριακίδου δεν πρέπει να παραπεμφθεί μαζί με τους
κατηγορουμένους που ενοχοποιεί, αφού οι δικές της πράξεις έχουν, δήθεν,
παραγραφεί, γιατί όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά «από του έτους 1990 (χρόνος
αποχώρησης της από τον ΕΛΑ) μέχρι σήμερα, έχει παρέλθει χρονικό διάστημα
μεγαλύτερο των δεκαπέντε ετών», ενώ, βέβαια, με τα μαθηματικά των κοινών θνητών
έχουν παρέλθει δέκα τρία χρόνια (!!!).
Η κατάσταση αυτή προκαλεί ιδιαίτερο σκεπτικισμό και ανησυχία για τους όρους
διεξαγωγής της δίκης και για τη δικαστική αντιμετώπιση των κατηγορουμένων, που
όχι μόνο δηλώνουν την αθωότητά τους αλλά είναι αθώοι στο παρόν στάδιο, σύμφωνα
με το δικαιϊκό μας σύστημα».
(Ελευθεροτυπία, 24/1/2004)