Η διαιώνιση μιας κραυγαλέας κρατικής παρανομίας,
με θύμα τους "ανιθαγενείς"
της Θράκης
Υποσχέσεις χωρίς ιθαγένεια
"Πάλεψα
κι εγώ να καταργήσουμε το άρθρο 19. Και το καταργήσαμε"
(Γιώργος Παπανδρέου, Εχίνος 18/1/2004)
Ο χειρισμός των μειονοτικών ζητημάτων θεωρείται ένα από τα καλύτερα κυβερνητικά
δείγματα γραφής της τελευταίας οκταετίας. Στην πράξη, ωστόσο, συναντάμε κι εδώ
την έλλειψη πολιτικού θάρρους και την υποταγή στη γραφειοκρατική λογική
παραδοσιακών εξωθεσμικών κέντρων εξουσίας, που χαρακτηρίζουν τους ΠΑΣΟΚικούς
χειρισμούς το ίδιο διάστημα.
Εξαιρετικά εύγλωττος αποδείχθηκε λ.χ. ο τρόπος με τον οποίο αυτοαναιρέθηκε το
περασμένο καλοκαίρι η απόπειρα του υπουργείου Εξωτερικών να λύσει το πρόβλημα
του επαναπατρισμού των σλαβομακεδόνων πολιτικών προσφύγων του Εμφυλίου.
Λιγότερο γνωστή, αλλά εξίσου αποκαλυπτική, είναι η διατήρηση μιας άλλης
ιστορικής αδικίας που διαπράχθηκε από τις γνωστές-άγνωστες κρατικές υπηρεσίες σε
βάρος Ελλήνων πολιτών. Ο λόγος για τους «ανιθαγενείς» μουσουλμάνους της Θράκης,
τα ζωντανά αποτελέσματα μιας καταφανώς παράνομης πρακτικής που εφαρμόστηκε επί
δεκαετίες, με στόχο την «ήπια» εθνοκάθαρση του μειονοτικού στοιχείου της
περιοχής. Η αποκατάσταση αυτής της αδικίας εξαγγέλθηκε πανηγυρικά την τελευταία
εξαετία από τα υπεύθυνα στελέχη των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, για να ακυρωθεί
ωστόσο στην πράξη.
Αξίζει να δούμε πώς έγινε αυτό.
«Ανευ προθέσεως παλιννοστήσεως»
Στην αρχική του μορφή, το πρόβλημα γεννήθηκε από τη μαζική εφαρμογή (1955-1997)
του διαβόητου άρθρου 19 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας. Η ρατσιστική αυτή
διάταξη, που καταργήθηκε το 1998 κάτω από την πίεση του Συμβουλίου της Ευρώπης,
προέβλεπε ότι «αλλογενής εγκαταλιπών το Ελληνικόν έδαφος άνευ προθέσεως
παλιννοστήσεως δύναται να κηρυχθεί απολέσας την Ελληνικήν ιθαγένειαν» με απόφαση
του υπουργού Εσωτερικών και σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού Συμβουλίου Ιθαγενείας.
Αρχικά, χρησιμοποιήθηκε για τη συλλογική αφαίρεση της ιθαγένειας ολόκληρων
παραμεθόριων χωριών που οι κάτοικοί τους είχαν καταφύγει στο «παραπέτασμα» στη
διάρκεια των μαχών του Εμφυλίου. Από το 1967 και μετά, κύριος στόχος της
εφαρμογής της υπήρξαν τα μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας που ταξίδευαν στο
εξωτερικό. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπ. Εσωτερικών, βάσει του άρθρου
19 αφαιρέθηκαν συνολικά 60.044 ιθαγένειες, από τις οποίες 50.000 περίπου
υπολογίζεται ότι ανήκαν σε Θρακιώτες μουσουλμάνους.
Στην πράξη, η εφαρμογή του άρθρου 19 υπήρξε το βασίλειο της διοικητικής
αυθαιρεσίας. Το πρώτο σκέλος της διάταξης, η ρατσιστική δηλαδή διάκριση των
Ελλήνων πολιτών σε «ομογενείς» και μη, δεν παρουσίασε ιδιαίτερες δυσκολίες στη
συγκεκριμένη περίπτωση, καθώς από τις εντεταλμένες υπηρεσίες οι «αλλόθρησκοι»
(και δη οι μουσουλμάνοι) θεωρούνται ούτως ή άλλως εξ ορισμού «αλλογενείς».
Λιγότερο απλά αποδείχθηκαν τα πράγματα με τη δεύτερη προϋπόθεση -την έλλειψη
«προθέσεως παλιννοστήσεως» από μέρους των αναχωρούντων.
Οπως αποδεικνύει η μελέτη επιμέρους περιπτώσεων, η «διαπίστωση» αυτής της
πρόθεσης σπανίως βασίστηκε σε οποιοδήποτε πραγματικό στοιχείο. Αφαιρέθηκαν,
έτσι, οι ιθαγένειες ανθρώπων που εργάζονταν ως μετανάστες στη Γερμανία,
διατηρώντας τις καταθέσεις τους σε λογαριασμούς ελληνικών τραπεζών κι
επενδύοντας το περίσσευμά τους στην Ελλάδα. Σε κάποιες περιπτώσεις, δεν
χρειάστηκε καν να βγουν από τη χώρα: ήταν αρκετό να πιάσουν δουλειά λ.χ. στα
Ναυπηγεία του Σκαραμαγκά, για να θεωρηθούν (απόντες, γαρ, από τα χωριά τους) σαν
«εγκαταλιπόντες το ελληνικόν έδαφος άνευ προθέσεως παλιννοστήσεως» και να
στερηθούν την ιθαγένειά τους. Εχουν αναφερθεί ακόμη και δυο -τουλάχιστον-
περιπτώσεις νεαρών μουσουλμάνων (Μουράτ Ατνάν και Σ. Χαλίλογλου), η ιθαγένεια
των οποίων αφαιρέθηκε -με το ίδιο σκεπτικό- ενώ υπηρετούσαν τη θητεία τους στον
ελληνικό στρατό!
Αποτέλεσμα αυτής της απόλυτης αυθαιρεσίας, ήταν η δημιουργία μιας ολόκληρης
κατηγορίας ανιθαγενών τέως Ελλήνων πολιτών, που συνέχιζαν να κατοικούν στην
ελληνική επικράτεια, χωρίς νόμιμα χαρτιά -και, ως εκ τούτου, δικαιώματα.
Αποκαλούμενοι «ζωντανά φαντάσματα» από τους συμπατριώτες τους, παρέμεναν
(σύμφωνα με την επίσημη υπηρεσιακή ορολογία) «υπό ανοχή» στην ίδια τους την
πατρίδα. Αποτελώντας, ταυτόχρονα, τη ζωντανή απόδειξη της επίσημης παρανομίας
μιας δημόσιας διοίκησης που τους ήθελε να μην έχουν καμιά απολύτως «πρόθεση
παλιννοστήσεως»...
Οι «Πακιστανοί» της Θράκης
Η αποκάλυψη του «εθνικού» αυτού σκανδάλου, στα μέσα της δεκαετίας του '90,
οδήγησε σε μεγαλόστομες υποσχέσεις διόρθωσης της καταφανούς αυτής αδικίας. Ως
πρώτο βήμα, τα τοπικά αστυνομικά Τμήματα διατάχθηκαν στα τέλη του 1997 να
εκδίδουν, ύστερα από αίτηση των ενδιαφερόμενων, ειδικά δελτία ταυτότητας
ανιθαγενών (όπως έχουν άλλωστε υποχρέωση, βάσει διεθνούς σύμβασης που έχει
κυρωθεί -με το νόμο 139- ήδη από το 1975). Μέχρι το καλοκαίρι του 2003, σύμφωνα
με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Δημ. Τάξης, 144 συνολικά «ανιθαγενείς»
εφοδιάστηκαν με τέτοια χαρτιά. Οταν το 1998 η Βουλή κατάργησε το άρθρο 19, οι
πιο αισιόδοξοι έσπευσαν να υποθέσουν ότι, τουλάχιστον για όσα θύματά του
εξακολουθούσαν να ζουν στην Ελλάδα, η ώρα της πλήρους αποκατάστασής τους ως
Ελλήνων πολιτών είχε πλέον σημάνει.
Αμ δε! Κατ' αρχήν, το άρθρο 19 καταργήθηκε «εφεξής» -χωρίς δηλαδή αναδρομική
ισχύ, ούτε καν δυνατότητα των θιγέντων να ζητήσουν επανεξέταση της περίπτωσής
τους από κάποια (δικαστική ή άλλη) Αρχή. Μοναδικός δρόμος που τους υποδείχθηκε,
είναι αυτός της επαναπόκτησης της ελληνικής υπηκοότητας από την αρχή.
«Υπάρχουν ανιθαγενείς, κάποιοι που είναι σήμερα εδώ, και αυτοί θα ακολουθήσουν
την διαδικασία της πολιτογράφησης», εξήγησε χαρακτηριστικά στον (εθνικώς
ανησυχούντα) Προκόπη Παυλόπουλο από το βήμα της Βουλής η Βάσω Παπανδρέου
(26.5.2000). «Δεν τους αποδίδεται η ιθαγένεια έτσι. Πρέπει να κάνουν αίτηση, να
υποβάλουν τα χαρτιά τους, αυτό που προβλέπει ο νόμος. Εφόσον τα τελευταία πέντε
χρόνια εργάζονται και κατοικούν στην Ελλάδα, αποδεικνύεται αυτό, έχουν το
δικαίωμα όπως ο Πακιστανός ή ο Αλβανός ή ο Γερμανός ή ο οποιοσδήποτε να κάνει
αίτηση για να αποκτήσει την ιθαγένεια».
Ούτε λέξη, δηλαδή, για διόρθωση μιας εξόφθαλμης κρατικής παρανομίας.
Συνεχίζοντας στον ίδιο καθησυχαστικό τόνο, η, τότε, υπουργός Εσωτερικών
υπολόγισε στην ίδια συζήτηση τους ανιθαγενείς της Θράκης σε «γύρω στους
διακόσιους», από τους οποίους μόλις «είκοσι έχουν κάνει αίτηση». Ούτε γάτα ούτε
ζημιά για την εθνική μας ανασφάλεια, με άλλα λόγια.
Πολιτογράφηση μετ' εμποδίων
Για τους ίδιους τους άμεσα ενδιαφερόμενους, τα πράγματα δεν είναι ωστόσο καθόλου
απλά.
Πρώτα και κύρια, υπάρχει το βάρος των συμβολισμών: το ελληνικό κράτος δεν έχει
το θάρρος να αναγνωρίσει ότι, έστω και μόνο στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, είχε
άδικο όταν εκτίμησε αυθαίρετα την υποτιθέμενη πρόθεσή τους να «μην επιστρέψουν».
Πολύ σοβαρότερα είναι, ωστόσο, τα πρακτικά προβλήματα που εμποδίζουν τους
περισσότερους από αυτούς τους ανιθαγενείς συμπατριώτες μας να «ξαναγίνουν»
Ελληνες πολίτες:
* Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία για τη μετανάστευση και την πολιτογράφηση
(Ν. 2910/2001), ο υποψήφιος Ελληνας πολίτης πρέπει να μην έχει καταδικαστεί,
«ανεξαρτήτως ποινής», για οποιεσδήποτε «παραβιάσεις της νομοθεσίας για την
εγκατάσταση και κίνηση αλλοδαπών στην Ελλάδα». Για οποιοδήποτε αδίκημα, δηλαδή,
που σχετιζόταν με την πολύχρονη διαβίωσή του στη χώρα μας χωρίς χαρτιά -για την
παράνομη αφαίρεση των οποίων, βέβαια, στη συγκεκριμένη περίπτωση έφταιγε το ίδιο
το κράτος!
* Επιπλέον, για κάθε αίτηση πολιτογράφησης θα πρέπει να καταβάλει παράβολο
500.000 δρχ. (μια εξαμελής οικογένεια, δηλαδή, χρειάζεται 3 εκατομμύρια). Ο
Συνήγορος του Πολίτη έχει από καιρό χαρακτηρίσει αυτή τη διάταξη παράνομη
(αντίθετη στο άρθρο 32 της διεθνούς σύμβασης, που καλεί τις αρμόδιες υπηρεσίες
«να μειώσουν, εν τω μέτρω του δυνατού, τους φόρους και τα έξοδα»
πολιτογράφησης), χωρίς αποτέλεσμα μέχρι στιγμής.
* Τέλος, κάθε «αλλογενής» υποψήφιος (και μόνον αυτός) πρέπει να περάσει τα
σχετικά τεστ, εφόσον για την πολιτογράφησή του απαιτούνται επίσης «επαρκής γνώση
της ελληνικής γλώσσας και γενικά του ελληνικού πολιτισμού». Πιστοποιημένες, κατά
πάσα πιθανότητα, από την ίδια «εθνική» υπηρεσία που του πήρε την ιθαγένεια...
Για μια εύγλωττη εικόνα της πρακτικής εφαρμογής αυτών των διατάξεων, αξίζει να
δούμε μια συγκεκριμένη, ατομική περίπτωση: αυτή της οικογένειας του Χουσεΐν
Ζεϊμπέκ από τον Εχίνο της Ξάνθης. Περίπτωση γνωστή, μεταξύ άλλων, και από τον
παλιότερο αγώνα μιας από τις κόρες της οικογένειας, της 27χρονης (σήμερα) Αϊσέλ,
για τη δημοσιοποίηση και επίλυση του προβλήματος των ανιθαγενών.
Το 1984, η εξαμελής οικογένεια Ζεϊμπέκ στερήθηκε συλλογικά την ιθαγένειά της με
βάση το άρθρο 19 κατά τη διάρκεια μιας σύντομης επίσκεψής της στην
Κωνσταντινούπολη. Το πληροφορήθηκε δυο μήνες μετά την επιστροφή της -όταν τα
μέλη της κλήθηκαν στο αστυνομικό Τμήμα, για να παραδώσουν ταυτότητες και
διαβατήρια. Το μόνο χαρτί που τους άφησαν, ήταν η άδειά τους να μετακινούνται,
ως μόνιμοι κάτοικοι της περιοχής, σε ακτίνα 30 χιλιομέτρων στο εσωτερικό της
«Επιτηρούμενης Ζώνης» (που καταργήθηκε το 1996).
Το 1997, η Αϊσέλ Ζεϊμπέκ εμφανίστηκε δημόσια στην Αθήνα, σε συνεργασία με το
Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι. Εδωσε συνεντεύξεις,
συναντήθηκε με αρμόδια στελέχη του υπ. Εσωτερικών κι απέσπασε υποσχέσεις για την
επίλυση του προβλήματος. Μαζί με τη μητέρα της, Μπεδριέ, και τα αδέρφια της
Φατμέ και Οζνούρ, ήταν από τους πρώτους που ανέκτησαν την ελληνική ιθαγένεια. Η
ορκωμοσία τους έγινε στις 11 Σεπτεμβρίου 2000.
Τέλος καλό, όλα καλά; Κάθε άλλο... Ακόμη και σ' αυτή την περίπτωση, η ισχύουσα
νομοθεσία δεν επιτρέπει την πολιτογράφηση ολόκληρης της οικογένειας. Η αίτηση
που ο Χουσεΐν Ζεϊμπέκ υπέβαλε στις 4.11.1999 για απόκτηση της ελληνικής
ιθαγένειας, δεν πρόκειται καν να εξεταστεί από τις αρμόδιες αρχές. Οπως του
ξεκαθάρισε το Β' Τμήμα Ιθαγενείας του υπ. Εσωτερικών, «το αίτημά σας δεν μπορεί
να εξετασθεί, επειδή έχετε καταδικαστεί σε ποινή στερητική της ελευθερίας σας
για παράβαση του νόμου περί κίνησης και εγκατάστασης αλλοδαπών στην Ελλάδα, η
οποία σας στερεί το δικαίωμα της πολιτογράφησης» (Αθήνα 12.2.2003, αρ. πρωτ.
Φ.15222/29468/02). Ο λόγος για καταδίκες που του επιβλήθηκαν επειδή διατηρούσε
μαγαζί στον Εχίνο, μετά την (παράνομη) αφαίρεση της ιθαγένειάς του!
Οταν αυτά συμβαίνουν σε μια σχετικά «επώνυμη» περίπτωση, μπορεί κανείς να
φανταστεί τα όρια της διακριτικής ευχέρειας των κατά τόπους εντεταλμένων Αρχών
απέναντι σε ανθρώπους με μικρότερη πρόσβαση στα ΜΜΕ και τις Μη Κυβερνητικές
Οργανώσεις της πρωτεύουσας. Οπως μπορεί να φανταστεί και την εντύπωση που
δημιουργεί στην τοπική κοινωνία η διάψευση τόσων και τόσων ηχηρών επαγγελιών για
την αποκατάσταση ενός κράτους δικαίου και ισονομίας.
(Ελευθεροτυπία, 6/3/2004)