Παρά τις επαγγελίες ούτε και τώρα τα ΜΜΕ θα απαλλαγούν από τη διαπλοκή και τη διαφθορά
Το κόστος της ανεξαρτησίας
"Οι δημοσιογράφοι απέναντι στην εξουσία"
(Θ. Ρουσόπουλος, 10/3/2004)
Υποτίθεται ότι η νέα κυβέρνηση καταργεί το
υπουργείο Τύπου (θεσμός που επιβιώνει από την εποχή της χούντας), ζητά από τους
δημοσιογράφους να βρίσκονται σαφώς απέναντι στην εξουσία (όπως δηλώνει σε κάθε
του εμφάνιση ο Θ. Ρουσόπουλος) και πασχίζει για τη διαφάνεια στα ΜΜΕ και την
έντιμη ενημέρωση των πολιτών. Πολύ ωραία όλα αυτά για να 'ναι αλήθεια.
Ηδη από τις πρώτες μέρες τα πράγματα φαίνεται να οδεύουν προς ένα συμβιβασμό με
το παλιό καθεστώς των ισορροπιών, των πολιτικών «ποσοστώσεων» και των
πελατειακών σχέσεων με τα ΜΜΕ και τους ανθρώπους τους. Ο νέος υπουργός
Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος Θ. Ρουσόπουλος έσπευσε να καθησυχάσει
τους 180 περίπου δημοσιογράφους τού (τέως;) υπουργείου Τύπου ότι δεν πρόκειται
να χάσουν τις θέσεις τους, αν και γνωρίζει ακριβώς πόσοι απ' αυτούς πραγματικά
εργάζονται εκεί και πόσοι απλώς «επιδοτούνται» από το Δημόσιο ...για να
στηρίξουν τις αξιοζήλευτες καριέρες τους «ετεροαπασχολούμενοι» στα (κατά τ' άλλα
ανεξάρτητα και διαφορετικών πολιτικών αποχρώσεων) μέσα ενημέρωσης. Από τη μια
μεριά, λοιπόν, ο κ. Ρουσόπουλος σχεδιάζει το σύστημα της κυβερνητικής
προπαγάνδας με βάση έναν απροσδιόριστο -αλλά πάντως ευμεγέθη- αριθμό
δημοσιογράφων που θα πληρώνονται από το Δημόσιο (σύμβουλοι επικοινωνίας, γραφεία
Τύπου και δημοσίων σχέσεων υπουργείων, οργανισμών, υπηρεσιών, περιφερειών,
τραπεζών κ.λπ.), όπως και κατά την ΠΑΣΟΚική διαχείριση, και από την άλλη
επαγγέλλεται την «ανεξαρτησία του δημοσιογράφου». Αλλά εφόσον δεν διευκρινίζει
αν αυτοί οι κρατικοί λειτουργοί θα διορίζονται λ.χ. μέσω ΑΣΕΠ για τις
συγκεκριμένες θέσεις επικοινωνίας, ή έστω αν θα εργάζονται ως μετακλητοί
υπάλληλοι με καθεστώς αποκλειστικής απασχόλησης, τότε η «ανεξαρτησία» τους
αυτοαναιρείται. Ακριβώς όπως έχει αναιρεθεί και τα προηγούμενα χρόνια, με τα
γνωστά αποτελέσματα: Την καταβύθιση της ενημέρωσης των πολιτών (και του
δημοσιογραφικού επαγγέλματος) στο τέλμα της αναξιοπιστίας.
Δημόσιες σχέσεις...
Προφανώς η ενημέρωση δεν πάσχει αποκλειστικά από τις πολυθεσίες ή τις
αργομισθίες μιας μερίδας δημοσιογράφων που σχετίζονται με το δημόσιο ή και με
τον ιδιωτικό τομέα -διότι και εκεί έχουμε δημόσιες σχέσεις, payroll και κάθε
είδους εξαρτήσεις. Ωστόσο, η σχέση των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων με την πολιτική
εξουσία και το κράτος έχει κεντρική σημασία και δεν είναι μια υπόθεση που
στηρίζουν μόνο οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις της ευρύτερης Αριστεράς, του
δημοκρατικού κόσμου ή η πλειοψηφία των δημοσιογράφων που αντιμάχονται τη
διαφθορά στο επάγγελμα -γεγονός που έχει μετρηθεί και από σχετικές έρευνες. Σ'
αυτά τα φαινόμενα ο προηγούμενος πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ, Αρ. Μανωλάκος, είχε
αναφερθεί επανειλημμένα και με ακρίβεια. Στη μεγάλη συγκέντρωση του κλάδου, στις
20/12/2001, τόνιζε ότι οι αλλαγές που χρειάζονται απαιτούν και μια μεγάλη
κινητοποίηση των ίδιων των δημοσιογραφικών ενώσεων: «Υπάρχουν ευθύνες και σε
μας, στον κλάδο. Πώς αντιδράσαμε στις εστίες διαφθοράς που δημιουργεί το
σύστημα; Μιλάω για την ενημέρωση που εξαρτιέται από νόμιμες αλλά και αδιαφανείς
διαδικασίες. Μιλάω για εκείνο το είδος της δημοσιογραφίας που εξαρτιέται από τα
κονδύλια των δημοσίων οργανισμών, μαύρα ή άσπρα, που έχουν στόχο και σκοπό να
μετατρέψουν τον δημοσιογράφο σε φερέφωνο της εξουσίας, πολιτικής ή οικονομικής.
Δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητος ο δημοσιογράφος που κάνει ρεπορτάζ και
ταυτόχρονα καλύπτει το αντίστοιχο γραφείο Τύπου στον δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα,
γραφεία Τύπου που η φυσιογνωμία τους διαμορφώθηκε στη δικτατορία και στον δρόμο
αυτό συνέχισαν όλες οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις. Γι' αυτό δεν είναι οι
δημοσιογράφοι με τους εργαζόμενους αλλά με την πλευρά των εργοδοτών. Κι αυτό
φυσικά δεν αφορά την πλειοψηφία του κλάδου αλλά τα καρκινώματα που έχουν
δημιουργηθεί στο σώμα». Η αλλαγή των συσχετισμών στην ΕΣΗΕΑ που ακολούθησε δεν
άφησε περιθώρια για την ουσιαστική κινητοποίηση των δημοσιογράφων σ' αυτούς τους
κρίσιμους στόχους. Η πλειοψηφία που διαμορφώθηκε μετά τις εκλογές ξαναγύρισε την
Ενωση στο συντεχνιακό και γραφειοκρατικό της παρελθόν, παρότι το καταστατικό της
και ο Κώδικας Δεοντολογίας με σαφήνεια ορίζουν τα σχετικά ασυμβίβαστα -και αν μη
τι άλλο οι δημοσιογράφοι-μέλη της ΕΣΗΕΑ οφείλουν, για λόγους στοιχειώδους
διαφάνειας, να ενημερώνουν συστηματικά και με ειλικρίνεια το μητρώο του
σωματείου τους για το πόσες και ποιες δουλειές κάνει ο καθένας.
Ομως, πρόσφατα δημοσιεύματα εφημερίδων της συντηρητικής παράταξης, μετά τις
εκλογές της 7ης Μαρτίου, επαναφέρουν το ζήτημα της διαφάνειας με σφοδρότητα. Και
όσο κι αν υποθέτει κανείς ότι πιθανότατα πρυτανεύει ο ρεβανσισμός και η λογική
των «δικών τους παιδιών», η εξέλιξη είναι έτσι κι αλλιώς ενδιαφέρουσα. Σ' αυτά
τα δημοσιεύματα αναφέρονται ορισμένα παραδείγματα. Οπως, π.χ., ότι μια
πολυπληθής ομάδα δημοσιογράφων σε υπουργείο με 23 εποπτευόμενους οργανισμούς
είχε αναλάβει να προωθήσει το προφίλ του υπουργού, ο οποίος φεύγοντας
περηφανεύτηκε για τη μακροβιότητά του στη συγκεκριμένη θέση. Οτι σε άλλο
υπουργείο, δημοσιογράφος, σύμβουλος υπουργού, διευθύνει και έντυπο, ένθετο σε
εφημερίδα, μέσω του οποίου πρόβαλε το έργο του προϊσταμένου του. Οτι στο
υπουργείο Τύπου διαπιστώθηκε πως «υπηρετεί» ως μόνιμος υπάλληλος δημοσιογράφος
που διακρίθηκε προεκλογικά στην τηλεόραση για τις επιδόσεις του στην προάσπιση
του ΠΑΣΟΚ κ.ο.κ.
Η «Απογευματινή», μάλιστα, απευθυνόμενη στο νέο πρωθυπουργό, προχωρά και σε
προτάσεις, υιοθετώντας το διεκδικητικό πλαίσιο των αριστερών συνδικαλιστικών
παρατάξεων του κλάδου των δημοσιογράφων. Συγκεκριμένα, υπογραμμίζει ότι πρέπει
«να καθιερωθεί απόλυτο ασυμβίβαστο μεταξύ εργασίας σε ΜΜΕ και κατοχής θέσης
συμβούλου ή απασχόλησης σε γραφείο Τύπου υπουργείου ή δημόσιου οργανισμού.
Πρέπει επιτέλους να αποκοπεί ο ομφάλιος λώρος που συνδέει τους δημοσιογράφους με
την εξουσία (...) Δώστε στη δημοσιότητα τα ονόματα και τις αμοιβές των
δημοσιογράφων που υπηρέτησαν με οποιονδήποτε τρόπο και σχέση στο Δημόσιο»
(15/3/2004). Παρόμοιο είναι και το πνεύμα της σχετικής αρθρογραφίας του
«Ελεύθερου» και του «Αδέσμευτου Τύπου» (του Δ. Ρίζου). Ο Δ. Ρίζος διαπιστώνει
επιπλέον ότι ήδη τα «παπαγαλάκια της προηγούμενης εξουσίας που λυσσομανούσαν
κατά της Ν.Δ και του Κ. Καραμανλή (...) από την επομένη των εκλογών, αντί να
λουφάξουν, άλλαξαν βιολί. Και άρχισαν να λένε και να γράφουν τα ακριβώς
αντίθετα. Και να γλείφουν τη νέα εξουσία. Χωρίς τσίπα...».
...ή δημοσιογραφία;
Τα πειθαρχικά συμβούλια των δημοσιογραφικών ενώσεων ασχολούνται όλο και
συχνότερα με τέτοια ζητήματα, επιβεβαιώνοντας ότι αυτή η πλευρά της
δημοσιογραφικής αναξιοπιστίας έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις. Τις προάλλες
ένας δημοσιογράφος του «Εθνους» επιτέθηκε σκαιότατα σε νεαρή συνάδελφό του γιατί
εκείνη τόλμησε να σχολιάσει σε κείμενό της αρνητικά μια συγκεκριμένη παράλειψη
του επικεφαλής της Πολιτικής Προστασίας. Ο λόγος για το επεισόδιο δεν ήταν άλλος
από το γεγονός ότι ο θυμωμένος συντάκτης εργαζόταν στο γραφείο Τύπου του
συγκεκριμένου οργανισμού και, όπως φώναζε κατά το περιστατικό, απ' αυτή του την
ιδιότητα είχε φέρει στην εφημερίδα 150 θέματα!
Πιο εντυπωσιακή, αλλά καθόλου σπάνια, είναι μια πρόσφατη υπόθεση που έρχεται από
τη Θεσσαλονίκη. Δημοσιογράφος της εφημερίδας «Αγγελιοφόρος» που εργάζεται και
στο γραφείο Τύπου της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας καθυστέρησε να στείλει το
δελτίο Τύπου στα υπόλοιπα ΜΜΕ, ώστε να προλάβει να δημοσιεύσει ο ίδιος -ως
αποκλειστικό το θέμα- στην εφημερίδα όπου εργάζεται. Ποιο Καταστατικό και ποιος
Κώδικας Δεοντολογίας, θα πείτε, όταν ακόμα και δημοσιογράφοι-υποψήφιοι βουλευτές
της Ν.Δ. διαφήμιζαν το περασμένο διάστημα ότι κατέχουν διάφορες θέσεις σε
γραφεία Τύπου της βιομηχανίας της υγείας ενώ καλύπτουν το ρεπορτάζ υγείας ή
επαίρονταν για τη συνδικαλιστική τους διαδρομή όσο και για τη θέση τους στο
γραφείο Τύπου του τέως πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη.
Τον περασμένο μήνα και με αφορμή την κινητοποίηση για τα συλλογικά δικαιώματα
των εργαζομένων στις εφημερίδες του Γ. Κουρή, ήρθε στην επιφάνεια το ζήτημα της
διαπλοκής κράτους-δημοσιογράφων με έναν άλλο τρόπο, εξαιρετικά επώδυνο για την
επιβίωση του συνδικαλισμού των εργαζομένων στον Τύπο. Οπως σημειώνει και ο Θ.
Σκαμνάκης στο «ΠΡΙΝ» (8/2/2004), η υποχώρηση των συνδικαλιστικών ενώσεων δεν
ήταν άσχετη από τους εκβιασμούς του Κουρή προς διάφορες κατευθύνσεις: «Η Αυριανή
άρχισε να εκτοξεύει απειλές κατά της ΕΣΗΕΑ και να φωτογραφίζει μέλη του Δ.Σ. που
έχουν "χοντρές" απολαβές από γραφεία Τύπου οργανισμών (...) Ο Κουρής χτυπάει στα
αδύνατα σημεία της ΕΣΗΕΑ και παραλύει το σωματείο, ανοίγοντας το δρόμο και για
άλλες επιθέσεις που θα καταστήσουν ακόμα πιο αδύναμη τη συνδικαλιστική
αντίσταση. Αν δεν υπάρξει άμεση αντίδραση, αν δεν γίνει ευρύτερη κινητοποίηση, η
μάχη αυτή θα χαθεί με δυσμενέστατες επιδράσεις στο συνδικαλιστικό κίνημα των
δημοσιογράφων. Τότε μάλιστα, όλοι οι εκδότες θα σπεύσουν να εφαρμόσουν τις
τακτικές του Γ. Κουρή... Και είναι μάλλον επίκαιρη η πρόταση της "Συσπείρωσης
Δημοσιογράφων" να ζητήσει άμεσα το Δ.Σ. της ΕΣΗΕΑ από την κυβέρνηση τη
δημοσιοποίηση της λίστας με τα γραφεία Τύπου, ώστε να εκλείψουν οι μαύρες
σκιές».
Αλλά η πλειοψηφία του Δ.Σ. της ΕΣΗΕΑ δεν τόλμησε να ανοίξει το μέτωπο της
διαφάνειας στο επάγγελμα, παγιδευμένη από μια ισχυρή μερίδα «επαγγελματιών
δημοσιογράφων» που θεωρεί ότι μια τέτοιου είδους πρωτοβουλία προσκρούει στα
«προσωπικά δεδομένα» όσων δημοσιογράφων θέλουν να κρατούν κρυφή την απασχόλησή
τους σε μία ή περισσότερες θέσεις στο Δημόσιο.
(Ελευθεροτυπία, 20/3/2004)