Το Ανώτατο Δικαστήριο της ΟΔΓ αποκλείει τη χρήση τους ως αποδεικτικών μέσων
Απόφαση-ντοκουμέντο για τα αρχεία της Στάζι
"Δεν είναι αρχεία της Στάζι. Είναι τα αρχεία
της Βουδαπέστης."
(μάρτυρας Βασίλης Ζήσης, 31/3/2004)
Την περασμένη Τετάρτη το μεσημέρι, στο τέλος της
πολυήμερης κατάθεσης του κύριου μάρτυρα κατηγορίας στη δίκη του ΕΛΑ, η πρόεδρος
του δικαστηρίου στράφηκε προς τον κατηγορούμενο κ. Τσιγαρίδα:
«Είναι ευθεία η ερώτηση και απαιτείται ευθεία απάντηση. Υποστηρίζετε ότι τα
αρχεία αυτά που τα φυλάττει η Δημοκρατία της Ομοσπονδιακής Γερμανίας είναι μη
γνήσια; Είναι πλαστά; Δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια; Είναι νοθευμένα μ’ ένα
λόγο; Και αν είναι έτσι, γιατί τα φυλάσσει η Γερμανική Βουλή;»
Η απορία της προέδρου ήταν ειλικρινής. Κανείς δεν ενημέρωσε το δικαστήριο τι
είναι αυτά τα περιβόητα αρχεία της Στάζι. Αυτά τα «έγγραφα» παρεισέφρησαν στη
δικογραφία με ανορθόδοξο τρόπο. Δεν περιλαμβάνεται ούτε μια αράδα γι’ αυτά στο
πολυσέλιδο βούλευμα. Επιχείρησε -χωρίς επιτυχία- να τα «παρουσιάσει» στην αρχή
της διαδικασίας ο βουλευτής κ. Καμμένος, ως αυτόκλητος μάρτυρας. Το επιχείρημά
του ήταν ότι διαθέτει τα αρχεία «επικυρωμένα από τη Γερμανική Βουλή». Η
εισαγγελία είχε επιλέξει άλλη μέθοδο. Είχε ορίσει ως πρώτο και κύριο μάρτυρα
έναν «ειδικό» δημοσιογράφο. Η πολυήμερη όμως αυτή μαρτυρία μάλλον επέκτεινε τη
σύγχυση του δικαστηρίου. Και υποχρεώθηκε η πρόεδρος να καταφύγει σε ερωτήσεις
προς τον κατηγορούμενο, γεγονός βέβαια που δεν προβλέπεται από τη δικονομία,
εφόσον μ’ αυτό τον τρόπο μετατρέπεται ο κατηγορούμενος σε μάρτυρα.
Το ερώτημα της προέδρου μαρτυρά ότι υπάρχει σύγχυση μεταξύ «πλαστότητας»,
«σοβαρότητας» και «εγκυρότητας» των χαρτιών αυτών. Το γεγονός ότι το γερμανικό
κράτος αποφάσισε να διατηρήσει τα αρχεία του Υπουργείου Κρατικής Ασφαλείας (MfS
- Στάζι) της πρώην ΓΛΔ μετά την πτώση του τείχους οφείλεται στην ανάγκη να
στηριχτεί η αλλαγή καθεστώτος στο ανατολικό τμήμα της χώρας, να αποκαλυφτούν οι
συνεργάτες του και να αποκατασταθούν οι αδικίες του. Αυτή τη στιγμή, πράγματι,
υπάρχει μια ειδική υπηρεσία, υπό την εποπτεία της βουλής, η BStU, η οποία έχει
οργανώσει τα αρχεία και διευκολύνει τα άτομα και τους φορείς που ενδιαφέρονται
να ερευνήσουν την ιστορία του τόπου ή την ιστορία των προσώπων που έπαιξαν
κάποιο ρόλο.
Ομως τα αρχεία αυτά δεν είναι ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο «γνήσια» ή «πλαστά»
από τους φακέλους που διατηρεί οποιαδήποτε μυστική υπηρεσία και μάλιστα σε
δικτατορικό καθεστώς. Γνωρίζουμε ότι στην Ελλάδα οι φάκελοι της χουντικής
περιόδου (της ΚΥΠ ή της ΕΣΑ) δεν άνοιξαν ποτέ στο κοινό. Υποτίθεται, μάλιστα,
ότι οι περισσότεροι κάηκαν. Θυμόμαστε ότι το σοβαρότερο επιχείρημα για την
καταστροφή των φακέλων ήταν ακριβώς ότι περιείχαν ανάμεικτα πραγματικά με
χαλκευμένα στοιχεία, ψεύτικες καταγγελίες, εκβιασμένες ομολογίες και δηλώσεις.
Δεν ήταν βέβαια «πλαστοί» οι χουντικοί φάκελοι, αλλά δεν ήταν και «αληθείς».
Ολα αυτά τα γνωρίζει η ελληνική εισαγγελία, η οποία εδώ και μια δεκαετία που
βρίσκονται στα χέρια της αυτά τα χαρτιά, δεν τα θεωρεί «αξιοποιήσιμα». Ούτε καν
στο βούλευμα για τον ΕΛΑ. Το δικαστήριο του Κορυδαλλού, αλλά και οποιοσδήποτε
ενδιαφερόμενος μπορεί να πληροφορηθεί το χαρακτήρα αυτών των εγγράφων στην
ηλεκτρονική διεύθυνση της επίσημης γερμανικής υπηρεσίας των αρχείων Στάζι:
www.bstu.de.
Η γερμανική απόφαση
Ειδικός νόμος του 1996 ορίζει τις προϋποθέσεις απόκτησης και χρήσης των αρχείων
από τους πολίτες και τους ερευνητές. Ομως η δικαστική χρήση τους διέπεται από
μια σημαντική απόφαση που έχει εκδώσει το 1992 το Ανώτατο Δικαστήριο της ΟΔΓ, το
Bundesgerichtshof. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή του γερμανικού Αρείου Πάγου:
«Αρχεία και πληροφορίες του Υπουργείου Κρατικής Ασφαλείας της πρώην ΓΛΔ (MfS -
Στάζι) δεν είναι κατά βάση κατάλληλα καθεαυτά να στηρίξουν τη σοβαρή υπόνοια
ενοχής, η οποία απαιτείται για την έκδοση ενός εντάλματος σύλληψης. Επιπλέον, οι
πληροφορίες που αντλούνται από αυτά, πρέπει να υφίστανται αυστηρή και ιδιαιτέρως
κριτική διασταύρωση, διότι η στοχοθεσία και ο τρόπος εργασίας της Στάζι σε καμία
περίπτωση δεν ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις ενός κράτους δικαίου». (BGH,
Απόφαση της 5ης Μαϊου 1992 - 2 BJs 15/92-5 StB 9/92).
Μ’ άλλα λόγια, το δικαστήριο του Κορυδαλλού, το οποίο τόσο πολύ σέβεται το
γερμανικό κράτος, βρίσκεται μπροστά σε ένα πολύ σοβαρό δεδικασμένο για το
χαρακτήρα αυτών των αρχείων. Και δεν απαιτείται κανενός είδους «δικαστική
συνδρομή» για την προμήθεια αυτής της απόφασης. Το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο
παρέχει ηλεκτρονικά τις αποφάσεις σε όποιον τις ζητά στη διεύθυνση
www.bundesgerichtshof.de. Η επιβάρυνση είναι 0.5 ευρώ η σελίδα.
Μέχρι να την ζητήσει το δικαστήριο μεταφέρουμε -σε πρόχειρη δική μας μετάφραση-
τα σημαντικότερα σημεία της ιστορικής αυτής απόφασης:
«ΑΠΟΦΑΣΗ
ΤΟΥ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
της 5ης Μαΐου 1992
Το τρίτο ποινικό τμήμα του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, μετά από την ακρόαση του
Γενικού Ομοσπονδιακού Εισαγγελέα και της κατηγορουμένης αποφάσισε:
Επί της προσφυγής της κατηγορουμένης, αποφασίζεται η άρση του εντάλματος
σύλληψης που εξέδωσε ο ανακριτής του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου στις 20/3/92
καθώς και η επικυρωτική απόφαση του ανακριτή του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου στις
2/4/92.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
Στο ένταλμα σύλληψης του ανακριτή του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της 20ής Μαρτίου
1992 καταλογίζεται εις βάρος της κατηγορουμένης ότι κατά τον Οκτώβριο του 1977
από κοινού με μέλη της RAF και της παλαιστινιακής τρομοκρατικής οργάνωσης PFLP,
προέβη σε αεροπειρατεία του αεροσκάφους της Λουφτχάνσα ‘Landshut’ κάνοντας χρήση
ένοπλης βίας, με σκοπό να εκβιάσουν την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, -σε συνδυασμό με
την απαγωγή του βιομηχάνου δρ. Χανς-Μάρτιν Σλέγιερ-, και να επιτύχουν την
απελευθέρωση των φυλακισμένων της RAF και την πληρωμή ενός υψηλού ποσού για
λύτρα. Η κατηγορουμένη φέρεται ότι μετέφερε λαθραία ένα κιλό εκρηκτικά, έξι
χειροβομβίδες και δύο πιστόλια στην Πάλμα ντε Μαγιόρκα και τα παρέδωσε στα άλλα
μέλη του κομάντο. Το αίτημα της κατηγορουμένης εναντίον αυτού του εντάλματος
σύλληψης γίνεται δεκτό, διότι δεν είναι δυνατόν να στηριχτεί μια σοβαρή υπόνοια
ενοχής πάνω στο υφιστάμενο αποδεικτικό μέσο.
(…)
Στο ένταλμα σύλληψης θεμελιώνεται ως ακολούθως η σοβαρή υπόνοια ενοχής: ο Βέρνερ
Χ., ο πρώην αρραβωνιαστικός της κατηγορουμένης (ψευδώνυμο: Γίργκεν/Φραντς Μπάντε/Μπάαντε)
και η φίλη της Φραντσίσκα Μπ. (ψευδώνυμα: Γιουλιάνε/Αννα Μπάντε/Μπάαντε)
φέρονται ότι διατέλεσαν ανεπίσημοι συνεργάτες της Στάζι και διευθύνονταν από τον
πρώην λοχαγό της Βέρνερ Ο. Αυτό το γεγονός φέρεται ότι προκύπτει από την
ΣΕπιχείρηση Βολφ’ (OV Wolf), την οποία έστησε η Στάζι και φέρεται ότι την
επιβεβαιώνει ως μάρτυρας ο Βέρνερ Ο. Ο μάρτυρας Ο. κατέθεσε ότι τις κύριες
πληροφορίες για την κατηγορουμένη εν σχέση με την Σεπιχείρηση Βολφ’ τις έλαβε
από τον Βέρνερ Χ., ο οποίος τις άντλησε από την προσωπική του επαφή με την
κατηγορουμένη. Στη συνέχεια η κατηγορουμένη φέρεται ότι κατά το τέλος του 1980
και στις αρχές Φεβρουαρίου 1981 παραδέχτηκε ενώπιον του Βέρνερ Χ. ότι τον
Οκτώβριο του 1977 μετέφερε τα όπλα στη Μαγιόρκα για το παλαιστινιακό κομάντο που
απήγαγε το αεροσκάφος της Λουφτχάνσα.
(…)
Τα αρχεία και οι πληροφορίες της Στάζι, μπορεί σε μεμονωμένες περιπτώσεις να
αξιοποιηθούν ως 'ικανά πραγματικά στοιχεία’ για την έναρξη μιας ανακριτικής
διαδικασίας. Ομως δεν είναι κατά βάση κατάλληλα, καθεαυτά να στηρίξουν την
σοβαρή υπόνοια ενοχής, η οποία απαιτείται για την έκδοση ενός εντάλματος
σύλληψης.
(…)
Για την απόφαση του δικαστηρίου, εκτός από τις αντιφάσεις που παρουσιάζουν οι
πληροφορίες των μυστικών υπηρεσιών που επεξεργάστηκε η Στάζι, λήφθηκαν υπόψη και
τα ακόλουθα: Η υποψία στηρίζεται στην κατάθεση ενός αξιωματικού της Στάζι, για
την ενημέρωση ενός ανεπίσημου συνεργάτη σχετικά με την υποτιθέμενη ομολογία της
κατηγορουμένης. Αυτό δεν αρκεί σε καμιά περίπτωση για τη συγκρότηση μιας σοβαρής
υπόνοιας ενοχής. Αυτό δεν προκύπτει μόνο από τη δυσπιστία έναντι του τρόπου
εργασίας της Στάζι, αλλά επίσης από την απαίτηση του κράτους δικαίου να
διαλευκαίνεται η πράξη με τη χρήση όσο το δυνατόν πιο κοντινών προς αυτή
αποδεικτικών μέσων.
Τουλάχιστον θα ήταν απαραίτητο να κληθεί ο πρώην ανεπίσημος συνεργάτης Χ. να
καταθέσει ως μάρτυρας για τις σχέσεις του με τη Στάζι και να τεθεί σε
αντιπαράσταση με τον πρώην αξιωματικό του. Επιπλέον, απαιτείται πλήρης
διερεύνηση της αξιοπιστίας του, διότι αμειβόταν από τη Στάζι αδρά για τις
πληροφορίες του. Από τα βιβλία ταμείου της MfS προκύπτει ότι αυτός και η φίλη
του, οι πηγές 'Φραντς και Αννα Μπάαντε' εισέπραξαν 26.110 και 23.350 μάρκα
αντίστοιχα. Δεν μπορεί λοιπόν να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ότι από λόγους
φιλοχρηματίας και οικονομικό συμφέρον έδωσε αναληθή ή υπερβολικά στοιχεία και
απέδωσε στην κατηγορουμένη πληροφορίες που είχε από αλλού (…)»
(Ελευθεροτυπία, 3/4/2004)