Καθ' όλα «νόμιμοι» μετανάστες στερούνται και τα στοιχειωδέστερα ανθρώπινα δικαιώματα
Το απαγορευμένο πένθος
"Τώρα τους εμπαίζουν οι ...γαλάζιοι"
(«Ριζοσπάστης», 19/5/04)
Ο Σοκόλ Ν. ήρθε από την Αλβανία στην Ελλάδα τον Μάιο του 1991. Δουλεύει σκληρά
και υφίσταται υπομονετικά την επίπονη γραφειοκρατία που απαιτείται για την
ετήσια ανανέωση των χαρτιών του. Ο Σοκόλ ανήκει στην κατηγορία που το ελληνικό
κράτος ονομάζει «νόμιμους οικονομικούς μετανάστες». Η, μάλλον, ανήκε. Γιατί,
όντας καθ' όλα «νόμιμος», πήγε στην Αλβανία για την κηδεία του πατέρα του και
στο γυρισμό βρήκε τα ελληνικά σύνορα κλειστά. Βρήκε όμως και το ελληνοαλβανικό
κύκλωμα που θησαυρίζει στην πλάτη ανθρώπων σαν κι αυτόν. Κι έτσι επέστρεψε στην
Ελλάδα, με εξανεμισμένες τις οικονομίες μηνών και μ' ένα διαβατήριο που
ενδέχεται να του προκαλέσει προβλήματα στο μέλλον.
Ας ακούσουμε την αφήγηση του Σοκόλ. Μας διευκολύνει να αντιληφθούμε ότι οι
ταλαιπωρίες των μεταναστών δεν τελειώνουν όταν πάρουν στο χέρι τη βεβαίωση ότι
κατέθεσαν τα απαραίτητα δικαιολογητικά για την άδεια παραμονής τους. Η ομηρία
τους συνεχίζεται, καθώς οι αρμόδιες αρχές, αντιμετωπίζοντάς τους με ανεπίτρεπτη
καχυποψία, τους ρίχνουν με την πρώτη ευκαιρία στα νύχια επιτηδείων που έχουν
μετατρέψει τα προβλήματά τους σε χρυσοφόρες επιχειρήσεις. Κι όλα αυτά, γιατί η
ελληνική πολιτεία θεωρεί ότι οι μετανάστες δεν έχουν δικαιώματα. Ούτε καν το
δικαίωμα στο πένθος.
Η ιστορία του Σοκόλ
Στις 11 Μαρτίου το βράδυ με ειδοποίησαν ότι πέθανε ο πατέρας μου. Επρεπε να φύγω
αμέσως για να προλάβω την κηδεία. Επειδή ήξερα ότι δεν θα μπορούσα να επιστρέψω
με την προσωρινή βεβαίωση που είχα στα χέρια μου, ζήτησα να ενημερωθώ τι γίνεται
σ' αυτές τις περιπτώσεις. Ενας φίλος στον οποίο είχε συμβεί το ίδιο πριν από
λίγους μήνες μου είπε ότι τον βοήθησαν κάποιες γνωριμίες, η αλβανική πρεσβεία
έστειλε φαξ στην ελληνική, κι έτσι του βγάλανε βίζα για να γυρίσει. Μίλησα με
τον Αλβανό πρόξενο στην Αθήνα και μου είπε «πήγαινε και κάτι θα κάνουμε». Είπε
ακόμη ότι η νόμιμη οδός είναι να παρουσιάσω όλα τα έγγραφα που έχω εδώ συν
πιστοποιητικό γεννήσεως που αποδεικνύει τη σχέση πρώτου βαθμού με τον άνθρωπο
που πέθανε και το πιστοποιητικό θανάτου, όλα αυτά επικυρωμένα στην Αλβανία.
Μια βδομάδα αργότερα, στην Αλβανία, αφού έβγαλα όλα αυτά τα χαρτιά -γιατί
χρειάστηκε μία περίπου βδομάδα να πάω στο δήμο και στη νομαρχία για σφραγίδες,
καθώς στο υπουργείο δεν τα δέχονται αν δεν τα έχει επικυρώσει η νομαρχία, όλοι
λεφτά θέλουν-, πάω στην ελληνική πρεσβεία. Χάνω την πρώτη μέρα γιατί πήγα 8 το
πρωί και η ουρά ήταν γύρω στα 200 άτομα, πάω τη μεθεπόμενη -αφού δεν δέχονται
τον απλό λαό που θέλει τουριστική βίζα κάθε μέρα- πολύ πρωί, πάλι πολλή ουρά,
κατά τις 3:30 έρχεται η σειρά μου και μου εξηγεί η υπάλληλος ότι τα χαρτιά είναι
σωστά, αλλά ότι θέλουν φαξ από το δημαρχείο που έχω καταθέσει τα χαρτιά μου στην
Ελλάδα που να λέει ότι η άδειά μου έχει εγκριθεί. Τη ρωτάω τι γίνεται αν η άδειά
μου δεν έχει εγκριθεί γιατί ο φάκελός μου δεν έχει γυρίσει ακόμη στο δημαρχείο
από τη νομαρχία. Μου λέει ότι στη περίπτωση αυτή δεν μπορούν να κάνουν τίποτα.
«Με συγχωρείτε», επιμένω, «έπρεπε να περιμένει ο πατέρας μου και να πεθάνει
μετά; Εχω καταθέσει τα χαρτιά στις 8 Νοεμβρίου του περασμένου χρόνου». Μου
απάντησε πως δεν μπορεί να κάνει τίποτα και με συμβούλευσε να μην καταθέσω τα
χαρτιά γιατί και θα χάσω τα 40 ευρώ της κατάθεσης και δεν θα πάρω τη βίζα.
Το ληγμένο χαρτί
Φεύγω. Μιλάω με τον Αλβανό πρόξενο, κι εκείνος, λες και δεν είχαμε μιλήσει ποτέ,
διατείνεται ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα και ότι λάθος κατάλαβα. Κι ο φίλος
μου; «Δεν τον βοήθησα εγώ, ψέματα σου είπε». Μιλάω με το δικηγόρο μου στην Αθήνα
και μου λέει «πάω στο δημαρχείο να μιλήσω με την υπεύθυνη». Εκεί του ζητάνε μια
αίτηση από την ελληνική πρεσβεία στην Αλβανία. Ξαναστήνομαι στην ουρά, κι όταν
έρχεται η σειρά μου, μου λένε ότι το πρόβλημα είναι δικό μου όχι δικό τους. Αρα
το δημαρχείο δεν μου έδινε το φαξ γιατί ήθελε φαξ από την πρεσβεία και η
πρεσβεία περίμενε φαξ από το δημαρχείο.
Τότε μαθαίνω ότι λόγω του Πάσχα θα ανοίξουν τα σύνορα και θα επιτραπεί στους
μετανάστες να μπαινοβγαίνουν έστω και μ' αυτό το χαρτί. Ηρεμώ κάπως. Εχω βέβαια
χάσει πολύτιμο χρόνο, μέρες από τη δουλειά μου, έχω χάσει λεφτά. Θέλω να φύγω
από τη Μεγάλη Δευτέρα, αλλά με κρατάει ακόμη λίγο η μάνα μου.
Ξεκινάω Μεγάλη Πέμπτη. Περνάω κανονικά από το αλβανικό φυλάκιο, παίρνω σφραγίδα
εξόδου, πάω στο ελληνικό φυλάκιο, εκεί ένας αστυνομικός κοιτάει τα χαρτιά. «Ολα
εντάξει», μου λέει. «Η πράσινη κάρτα;». «Ποια πράσινη κάρτα;». Δεν καταλαβαίνω,
γιατί οι πράσινες κάρτες έχουν καταργηθεί. «Την παλιά, τη ληγμένη», επιμένει.
«Ληγμένο έγγραφο;», απορώ. «Ετσι λέει ο νόμος», μου λέει. Και, όντως, έτσι έλεγε
η εγκύκλιος που είχε μόλις βγει. «Με συγχωρείς», του λέω, «γιατί να έχω ένα
ληγμένο χαρτί;». «Αυτό είναι το μόνο ταξιδιωτικό έγγραφο που αναγνωρίζουμε, τα
άλλα είναι του κώλου». Και με γυρνάει πίσω.
Εχω τώρα πάρει σφραγίδα εξόδου από την Αλβανία και αυτομάτως γίνομαι παράνομος.
Επικοινωνώ με δικηγόρους. Αυτοί μιλούν με το φυλάκιο της Κακαβιάς και εκεί τους
λένε ότι, αν στείλει η δημαρχία το φαξ ότι έχει εγκριθεί η άδειά μου, θα με
άφηναν να περάσω. Το δημαρχείο πάλι υποστηρίζει ότι το φυλάκιο πρέπει να στείλει
φαξ για να κάνει την αίτηση. Το φυλάκιο αρνείται. Λέω ότι κάπου μέσα στο φάκελό
μου υπάρχει αντίγραφο της πράσινης κάρτας. Αρνούνται. Δεν δέχονται αντίγραφο,
θέλουν την πρωτότυπη πράσινη κάρτα. Μιλάνε με κάποιον υπεύθυνο, μάλλον στα
Γιάννενα, ανώτατο αξιωματικό, λένε την περίπτωση. Δεν δέχονται με τίποτα. Γυρνάω
πίσω.
Το κοράκι
Μαθαίνω ότι, αν καταβάλεις κάποιο ποσό, γίνεται να σε περάσουν παράνομα. Δύο
μέρες μετά, Μεγάλο Σάββατο, επιχειρώ να περάσω πάλι. Συναντώ μεγάλη δυσκολία
στην αλβανική πλευρά και παίρνω και άλλες σφραγίδες εξόδου. Μέσα σε δύο μέρες
έχω βγει δύο φορές και δεν βρίσκομαι πουθενά. Μου λένε ότι το ποσόν που πρέπει
να πληρώσω είναι 600 ευρώ. Το κοράκι που με πλησίασε ήταν ένας Αλβανός ονόματι
Ντίνο από το Αργυρόκαστρο, ένα άτομο που κάθε μέρα κάνει αυτή τη δουλειά και μου
λέει, συγκεκριμένα, ότι ο άνθρωπος με τον οποίο κάνει τη συναλλαγή είναι ο
υπεύθυνος του τελωνείου για τη μία βάρδια. Τελωνειακός.
Περιμένω κάποιες ώρες για να αλλάξει η βάρδια και να έρθει ο απογευματινός. Εχω
δώσει στο κοράκι τα 600 ευρώ.
Κάποια στιγμή τον παίρνει ο τελωνειακός στο κινητό και του λέει να περάσω.
Υπάρχει ένα κώλυμα εκείνη τη στιγμή γιατί δεν έχει βρεθεί ταξί. Εγώ έχω περάσει
το αλβανικό φυλάκιο και συγκεκριμένα κάθομαι έξω από το ντιούτι φρι και
περιμένω. Περιμένουμε τον ταξιτζή. Είναι κάποιοι ταξιτζήδες Γιαννιώτες που
παίρνουν κι αυτοί το μερίδιό τους. Η συμφωνία είναι μέχρι τα Γιάννενα. Οχι
παραπέρα. Ο ταξιτζής παίρνει το κοράκι τηλέφωνο και του λέει ότι κάτι του έτυχε
και δεν μπορεί να έρθει. Με χίλια ζόρια βρίσκει έναν άλλον ταξιτζή που λέει ότι
θα έρθει σε είκοσι λεφτά. Την ώρα που ο ταξιτζής ειδοποιεί ότι έφτασε, μου λέει
«πέρνα». «Πώς να περάσω;» «Πέρνα, ρε», μου λέει. «Ευθεία. Μπες μέσα στα γραφεία,
υπάρχει ένας διάδρομος, σε βγάζει στην άλλη πλευρά. Δεν θα σου πει κανείς
τίποτα. Βγες, κι έξω υπάρχει το ταξί που σε περιμένει». Κι όντως μπαίνω, με
κοιτάζουν διάφοροι. Φοβάμαι ότι θα βρεθώ με χειροπέδες. Με κοιτάνε, αλλά κανείς
δεν μου λέει τίποτα. Βγαίνω και ο ταξιτζής είναι εκεί στα πέντε μέτρα. Βλέπω ότι
δεν υπάρχει άλλο ταξί και του λέω ότι είμαι από τον Ντίνο.
Τα χαρτιά μου τα έχω προηγουμένως δώσει στο κοράκι και τα έχει πάει μέσα στον
τελωνειακό να τα ελέγξει ότι είναι εντάξει. Εγώ τον τελωνειακό δεν τον είδα
ποτέ. Προτού περάσω, το κοράκι μου πήρε ακόμη 35 ευρώ γιατί ο ταξιτζής ζήτησε
δήθεν παραπάνω. Φτάνω Γιάννενα. Φοβάμαι, γιατί έχω τις σφραγίδες εξόδου. Του λέω
να με αφήσει στο αεροδρόμιο, γιατί έχω ακούσει ότι εκεί δεν δίνουν μεγάλη
σημασία, ενώ στο λεωφορείο γίνονται μπλόκα σε όλη τη διαδρομή μέχρι το Αντίρριο.
Πληρώνω το εισιτήριο για Αθήνα και το σύνολο έχει φτάσει τα 700 ευρώ. Τώρα έχω
ένα διαβατήριο με σφραγίδα εξόδου αλλά χωρίς σφραγίδα εισόδου. Από μια άποψη
είμαι παράνομος.
(Ελευθεροτυπία, 29/5/2004)