Ολοκληρώθηκε η δίκη των κατηγορουμένων ως μελών του ΕΛΑ
Η εξάρθρωση του ...βουλεύματος
"Η παραγραφή, έστω και εάν έχει μερικές φορές ανεπιθύμητες συνέπειες,
είναι θεμελιώδης θεσμός κάθε δικαιικού συστήματος μιας δημοκρατίας"
(Φίλιππος Πετσάλνικος,
υπουργός Δικαιοσύνης, 10/2/02)
Το "προπατορικό αμάρτημα" της προδικασίας που οδήγησε στο τεράστιο αδιέξοδο τη
δίκη του Κορυδαλλού δεν είναι άλλο από την καταπάτηση του άρθρου 7 του
Συντάγματος που απαγορεύει την αναδρομική ισχύ των νόμων. Κινδυνεύοντας να
στεναχωρήσουμε ταυτόχρονα όλους τους παράγοντες της δίκης και κυρίως τους
κατηγορούμενους που διατρανώνουν την αθωότητά τους, πιστεύουμε ότι η δίκη αυτή
θα έπρεπε να κλείσει με την αναγνώριση ότι όλα τα αδικήματα που καταλογίζονται
σ' αυτούς έχουν παραγραφεί.
Ολη η προδικασία με τα παραπεταμένα από δεκαετίες στοιχεία, το αόριστο βούλευμα,
οι ξεχασμένοι μάρτυρες, οι όψιμες μαρτυρίες, τα χαρτιά των μυστικών υπηρεσιών
και τα μυθιστορήματα των δημοσιογράφων ένα πράγμα αναδεικνύουν με τον πλέον
απόλυτο τρόπο. Την σοφή διάταξη του έτους 1910 που όριζε την παραγραφή των
αδικημάτων μετά την παρέλευση μεγάλου χρόνου από την τέλεσή τους (αρ. 111 του
Π.Κ.). Βέβαια κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι και ενώ τότε ο χρόνος παραγραφής ήταν
τα 7 χρόνια, αισίως και μετά τους τρομονόμους φτάσαμε στα 30. Δεν απέχουμε
δηλαδή πολύ από το στόχο της οριστικής κατάργησης που θα μας φέρει και πιο κοντά
στους υπερατλαντικούς συμμάχους. Η σκόπιμη σύγχυση που επιχειρήθηκε μεταξύ
αμνηστίας που αποτελεί μια πολιτική επιλογή και παραγραφής που είναι νομική
υποχρέωση οι κυνηγοί της τρομοκρατίας θέλησαν να κλείσουν τους λογαριασμούς τους
με τη "μητέρα των οργανώσεων" αποδίδοντας συλλογική ευθύνη σε πέντε πρόσωπα,
τους σημερινούς δηλαδή κατηγορούμενους. "Επί 27 χρόνια αιματοκυλούσαν την
Ελλάδα" φώναζαν οι συνήγοροι. "Δεν μπορούν αυτά τα εγκλήματα να μείνουν
ατιμώρητα" σιγοντάριζαν οι τρόφιμοι των τηλεοπτικών παραθύρων. Μπορούν και
παραμπορούν! Εάν οι πράξεις έχουν παραγραφεί και δεν έχουν βρεθεί οι ένοχοι, όλα
τα εγκλήματα ατιμώρητα μένουν γιατί αλλιώς θα κινδύνευαν να οδηγηθούν αθώοι
άνθρωποι σε καταδίκη στο όνομα μιας πάση θυσία τιμωρίας.
Αλλά όπως παρατήρησε η συνήγορος Αναστασία Χριστοδουλοπούλου "δεν υπάρχει νόμος
κατάργησης της μη αναδρομικής ισχύος των νόμων, δεν έχει καταργηθεί η παραγραφή
και δεν έχει καταργηθεί η ανάγκη να υπάρχει πράξη για να τεκμηριώνεται έγκλημα.
Σας καλούν με το βούλευμα να κάνετε κατάχρηση εξουσίας και δικαστικό
πραξικόπημα!"
Διαρκές και στιγμιαίο
Γράφοντας για πραξικόπημα ανακαλούμε στη μνήμη την τοποθέτηση του εισαγγελέα
κατά τη δίκη των βασανιστών της χούντας. Απευθυνόμενος προς τους συνηγόρους των
κατηγορουμένων, ο κ. Μαρκάκης είχε τότε εκραγεί: "...Κινδυνολογία δεν
δέχομαι...αν δεν υπήρχε το Πολυτεχνείο δεν ξέρω αν θα είχαμε ακόμα τα 'αποφασίζομεν
και διατάσσομεν', δεν πρέπει να ρίχνομε λάδι στη φωτιά και να αφήσουμε τας
παρωπίδας. Τα λέω εγώ που χρημάτισα επίτροπος εκτάκτου στρατοδικείου κύριοι και
έχω τα εύσημα ότι εδίωξα τον κομμουνισμό. Πρέπει πλέον να είμεθα αληθινοί
δημοκράτες και να σεβόμεθα τον καθένα, και αυτόν που πιστεύει τον Μάο και αυτόν
που κάνει το χίπη, αυτό απαιτεί η δημοκρατία! Αυτά που λέει η υπεράσπιση θα
μπορούσαν να λέγονται το 1947...". Στον Κορυδαλλό, όμως, 30 χρόνια από τη
μεταπολίτευση οι πολιτικές απόψεις των κατηγορουμένων αναδεικνύεται σε πρώτο
ενοχοποιητικό στοιχείο εις βάρος τους.
Η διαρκής εγκληματική δράση της συμμορίας Παπαδόπουλου και Ιωαννίδη επί εφτά
χρόνια χαρακτηρίστηκε στιγμιαίο αδίκημα στερώντας για πάντα από τον ελληνικό λαό
το δικαίωμα να τιμωρήσει τους υπόλοιπους εγκληματίες της χούντας. Το ιστορικό
παράδοξο οδηγεί τώρα, εφτά χρόνια μετά την πλήρη διακοπή της δράσης μιας
οργάνωσης να δικάζονται στο όνομά της άνθρωποι με βάση ένα διαρκές έγκλημα.
Αναζητήθηκαν όλοι εκείνοι οι τρόποι που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην κατάργησή
της. Ως πρώτο μέσο επιχείρησαν να θολώσουν την έννοια της παραγραφής και σκόπιμα
να την ταυτίσουν με την αμνηστία. Με τα ρητορικά ερωτήματα του εισαγγελέα ("είχον
πράγματι εθνικόν, πολιτικόν σκοπόν; εγώ τουλάχιστον δεν άκουσα στην ακροαματική
διαδικασία ούτε ένα εθνικό προσκλητήριο είτε υπέρ των αλύτρωτων ομογενών είτε
των σκλάβων...") και την έκφραση της πολιτικής ταυτότητας των συνηγόρων
πολιτικής αγωγής ("ανάμεσα στην κόλαση και στον παράδεισο που επαγγέλλονται
υπάρχει το καθαρτήριο της δικτατορίας του προλεταριάτου...") επιχειρήθηκε η
εισαγωγή από το παράθυρο του πολιτικού χαρακτήρα των ενεργειών και κατά συνέπεια
η αναγκαιότητα να μην "αμνηστευτούν" τέτοιες πρακτικές μιας μερίδας της
αριστεράς.
Θεωρήματα κατηγόρων
Η ανυπαρξία τεκμηριωμένων στοιχείων υποχρέωσε τους κατηγόρους να καταφύγουν σε
λογικές ακροβασίες: "Αλλά εφόσον δεν υπάρχουν αυτά τα στοιχεία ως τι μπορεί να
δικαιολογηθεί η ενοχή αυτών των 4 (τον Μ. Κασίμη τον εξετάζει χωριστά)
κατηγορουμένων ως προς τις πράξεις που διαπράχτηκαν μέχρι της εποχής που
κατηγορούνται;" αναρωτιέται στην αγόρευσή του ο τακτικός εισαγγελέας Ε. Πατσής.
Ελα ντε! Η μη δράση του ΕΛΑ τα τελευταία 7 χρόνια οδηγεί τον εισαγγελέα στο
συμπέρασμα πως οτιδήποτε άλλο έχει γίνει δεν μπορεί παρά να αποδοθεί στον ΕΛΑ!
Την άλλη ημέρα ο αναπληρωτής εισαγγελέας εφευρίσκει ένα άλλο θεώρημα προκειμένου
να παρακάμψει το νόμο της παραγραφής. "Ναι μεν οι κατηγορούμενοι κατηγορούνται
ότι ήταν σ' αυτή την ομάδα μέχρι το 2003 αλλά το γεγονός και μόνο ότι δεν
φέρεται να έχουν κάνει κάποια αξιόποινη πράξη από το 1995 και μετά δεν σημαίνει
ότι η ομάδα αυτή διαλύθηκε. Μπορεί να υπάρχει η ομάδα σαν ομάδα αλλά αυτό (δηλ.
η μη τέλεση ενέργειας) θα ληφθεί υπόψη ως ελαφρυντική περίπτωση".
Στο σχήμα αυτό απάντησε με την αγόρευσή της η Κατερίνα Ιατροπούλου: "Λέει ο κ.
Βομπύρης ότι η ποινική δίωξη ασκήθηκε επειδή η οργάνωση ήταν ενεργή το 2003. Μα
αυτή ακριβώς ήταν η αντίρρησή μας, ότι έπρεπε να ισχύει αυτό για να γίνει η
δίωξη. Αυτό όμως δεν προέκυψε από πουθενά. Αυτά δηλαδή που μας διαβεβαίωσαν με
την εισαγωγή του νόμου ότι δεν θα συμβούν αυτά ακριβώς συνέβησαν. Ούτε διαρκής
ένωση, ούτε υποδομή υπήρχε, ούτε προπαρασκευαστική δράση, ούτε δράση. Τίποτα δεν
έχει εισφερθεί, όμως το 2003 ήταν απαραίτητο για να εφαρμοστεί ο νόμος και να
οριστεί το κακούργημα. Το τέχνασμα της εν υπνώσει ομάδας δημιούργησε τις
συνθήκες κατηγορίας". Και συνεχίζει " Φοβάμαι ότι θα φτάσουμε ντε φάκτο να
καταργήσουμε μια από τις σπουδαιότερες διατάξεις του νόμου της χώρας μας. Ενώ
πάντα προσπαθούμε να επισπεύδουμε την εκδίκαση μιας υπόθεσης επειδή και τα
τεκμήρια ξεφτίζουν και οι μάρτυρες ξεχνούν και για το λόγο αυτό υπάρχει η
παραγραφή τώρα φτάσαμε σε σημείο να μετατρέπονται πράξεις μετά από δεκαπέντε
χρόνια σε κακουργηματικές για να μην παραγραφούν αδικήματα (αναφέρεται και στο
δεύτερο βούλευμα που αφορά τους 5 συν τον Γ. Σερίφη). Αυτό είναι πρωτάκουστο!
Μια δίκη φάντασμα μιας οργάνωσης φάντασμα χωρίς μέλη".
Ελεύθεροι καταδικασμένοι
Για να στηριχτούν οι κατηγορίες χρησιμοποιήθηκαν όλα τα μέσα. Το σκάνδαλο της
βράβευσης, μεσούσης της δίκης, αστυνομικών που οδήγησαν στην σύλληψη των μελών
του ΕΛΑ κατάργησε απόλυτα το τεκμήριο αθωότητας. Καρικατούρες περιγραφών
χρησιμοποιήθηκαν για να ταυτιστούν οι κατηγορούμενοι με παράνομες
δραστηριότητες. Σε σακούλες σκουπιδιών ήρθαν τα "αποδεικτικά μέσα", ενώ κανείς
δεν είχε μπει στον κόπο να τα εξετάσει. Επιχειρήθηκε να αποκρυβούν υπηρεσιακά
έγγραφα που αποδεικνύουν ότι άλλοι είναι οι δράστες. Αξιοποιήθηκε η απατημένη
σύζυγος, ο αρχηγός των Αλκίμων, η ανιψιά του αντιστρατήγου της ΕΛΑΣ, ο δασάρχης
με το ανακριτικό παρελθόν, ο εκθρονισμένος κοινοτάρχης, ο δαιμόνιος
δημοσιογράφος και τα κουρελόχαρτα της Στάζι. Φαίνεται ότι κι αυτά δεν έφταναν
και έτσι οι εισαγγελείς κατέφυγαν στην κατασκευή της "απλής ψυχικής συνέργιας"
για να βρουν διέξοδο καταδίκης.
Αλλά σε πείσμα αυτών των προσπαθειών, το κατηγορητήριο κατέρρευσε. Οι
επαγγελματίες τρομοκρατολόγοι εξαφανίστηκαν. Τα κανάλια λούφαξαν. Με τη
συμπλήρωση του 18μηνου οι τρεις προφυλακισμένοι κατηγορούμενοι αφέθηκαν
ελεύθεροι. Κανείς δεν διανοήθηκε να διαμαρτυρηθεί για την απελευθέρωση των
φερομένων ως ηγετών μιας τρομοκρατικής οργάνωσης. Και έμεινε μόνο αυτό το "ο
αγώνας συνεχίζεται" της τελευταίας προκήρυξης του ΕΛΑ ως τελευταίο επιχείρημα
του θεωρήματος μιας οργάνωσης "εν υπνώσει". Κάτι σαν το "όπλο παρά πόδα" του
ηττημένου Ζαχαριάδη που χρησιμοποιούσαν επί χρόνια τα δικαστήρια για να
τεκμηριώσουν το διαρκές έγκλημα της "ένοπλης ανταρσίας" και να καταδικάζουν τους
κομμουνιστές συ φυλακές και εξορίες. Αυτή όμως η ευχή ("Ο αγώνας συνεχίζεται"),
όπως και "Το Πολυτεχνείο ζει", "Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει" ή και το αγαπημένο
-εικάζουμε- του εισαγγελέα "Πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θάναι", αυτά
δεν μπορούν να αποτελέσουν θέμα δικαστικής απόφασης αλλά πρέπει να αφεθούν στα
χέρια της Ιστορίας ή έστω -για κάποιους- και του Θεού!
(Ελευθεροτυπία, 25/9/2004)