Από το 1980, Καλλίνικος και Χριστόδουλος
θεωρούσαν τους δημοσιογράφους βασικούς εχθρούς τους
Η Χρυσοπηγή επιτίθεται στον Τύπο
Είναι γνωστή η αντίδραση των ιεραρχών απέναντι στα δημοσιεύματα που αφορούν την
Εκκλησία και κυρίως τους ίδιους. Μετά τον πρώτο αιφνιδιασμό και την αμηχανία
πέρασαν στην αντεπίθεση και άρχισαν να μιλούν για «σκευωρίες», για «σκοτεινά
κέντρα» και, βέβαια, για «αστήρικτες καταγγελίες» και «ανύπαρκτες αποκαλύψεις».
Δεν πρόκειται για σημερινό φαινόμενο. Οι δυο προβεβλημένοι ιεράρχες, ο
αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος και ο πνευματικός του πατέρας Πειραιώς Καλλίνικος
αντιμετώπισαν με τον ίδιο τρόπο κάθε προσπάθεια δημοσιογραφικής κριτικής στο
Ιερατείο.
Οι απόψεις τους καταγράφονται σε δύο βιβλία που εκδόθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα
(πριν από 20 χρόνια) από τις εκδόσεις «Η Χρυσοπηγή», με πανομοιότυπο τίτλο και
παρόμοιο εξώφυλλο. Στο ένα εμφανίζεται η Εκκλησία και στο άλλο ο σταυρός να
δέχονται τα βέλη και τις πένες, προφανώς των δημοσιογράφων. Πρόκειται για το
βιβλίο του Καλλίνικου Καρούσου (Κ.) «Πολεμική κατά της Εκκλησίας» που εκδόθηκε
το 1987 και περιλαμβάνει άρθρα του μητροπολίτη Πειραιά από την «Εκκλησιαστική
Αλήθεια» και την «Πειραϊκή Εκκλησία». Το δεύτερο είναι το βιβλίο του
Χριστόδουλου Παρασκευαΐδη (Χ.) «Εκκλησία διωκόμενη» (χ.χ.), στο οποίο
ανθολογούνται κείμενα από τις ραδιοφωνικές εκπομπές του τότε μητροπολίτη
Δημητριάδος στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ (Μάρτιος '80-Αύγουστος '81).
Η Εκκλησία στο απυρόβλητο
Κοινό στοιχείο των δύο βιβλίων είναι η προσπάθεια να απαξιωθεί κάθε είδους
κριτική προς την Εκκλησία:
«Τον τελευταίο καιρό έχουν ενταθεί η πολεμική και οι επιθέσεις εναντίον της
Εκκλησίας. Βιβλία γράφονται, άρθρα δημοσιεύονται, ρεπορτάζ συντάσσονται,
περιοδικά κυκλοφορούν γεμάτα δηλητήριο κατά της Εκκλησίας. (...) Ολα επιδιώκουν
ένα σκοπό: να κρημνίσουν, να διασύρουν, να ψευδολογήσουν, να καπηλευθούν
σφάλματα, να κλονίσουν το κύρος της Εκκλησίας και μαζί της να φθείρουν
συνειδήσεις και να δημιουργήσουν θύματα» (Κ. σ. 7-8).
Οι δημοσιογράφοι που ασχολούνται με τα ζητήματα της Εκκλησίας στολίζονται
κατάλληλα: «Κίνητρό τους ο πορισμός. Και για να βγάλουν περισσότερα, πρέπει να
γράψουν μεγαλύτερα ψεύδη. Να προκαλέσουν. Να διεγείρουν νοσηρές φαντασίες. Να
ικανοποιήσουν αχόρταγες εκδικητικές άθεες καρδιές. Κατασυκοφαντούν, ψευδολογούν
αλύπητα, με μανία, με πείσμα για να βγάλουν λεφτά. Αρπάζονται από ένα-δυο
σφάλματα αναξίων κληρικών τα γενικεύουν και τα αποδίδουν σ' όλους» (Κ. σ. 45).
«Αυτοί που κρίνουν την Εκκλησία χρησιμοποιούν στην πολεμική τους τον μύθο, την
ανεντιμότητα, τη διαστροφή της αλήθειας, την απάτη, τη σκίαση της
πραγματικότητας, την παρερμηνεία, την ανειλικρίνεια, τη μέθοδο του
εντυπωσιασμού, τη δημαγωγία» (Κ. σ. 9).
Ολα τα δημοσιεύματα θεωρούνται προϊόν σκευωρίας:
«Κατασκευασμένη η εκστρατεία μερίδος του Τύπου κατά της Εκκλησίας» (Κ. σ. 57).
«Την πένα των δημοσιογράφων που έγραψαν με δηλητήριο εναντίον της Εκκλησίας δεν
κινεί δυστυχώς τίποτε άλλο παρά μόνο το μίσος και η αποστροφή προς την Εκκλησία»
(Κ. σ. 71). «Υπάρχουν ατυχώς στοιχεία που πείθουν ότι ορισμένα δημοσιογραφικά
συγκροτήματα έχουν αναλάβει εργολαβικά το γκρέμισμα της Εκκλησίας» (Χ. σ. 9).
Σπεύδουν βέβαια οι δύο ιεράρχες αμέσως να καθησυχάσουν τους πιστούς:
«Η Εκκλησία βέβαια δεν έχει να φοβηθεί τίποτε από τις επιθέσεις αυτές. Εχει γερά
θεμέλια και θεία προέλευση. Αντέχει στην πολεμική. Είναι από γρανίτη ο πύργος
της» (Κ. σ. 9). Και σε άλλο σημείο: «Λακτίζουν προς κέντρα οι πολέμιοι της
Εκκλησίας» (Κ. σ. 41). «Οι άνθρωποι του σκοταδιού θα εξακολουθήσουν προς κέντρα
λακτίζοντες» (Χ. σ. 37). «Σε τελική ανάλυση η Εκκλησία και όταν πολεμιέται
θριαμβεύει» (Χ. σ. 27).
Οραμά τους, η λογοκρισία των φονταμενταλιστικών καθεστώτων: «Αν μπορεί ας
τολμήσει κάποιος μουσουλμάνος δημοσιογράφος να γράψει κάτι εναντίον του
Ισλαμισμού και των μουφτήδων σε κάποια μουσουλμανική χώρα» (Κ. σ. 71).
Ποια σκάνδαλα;
Ολα αποδίδονται στο «μένος ορισμένων δημοσιογραφικών κύκλων, που είναι έτοιμοι
να εκμεταλλευθούν κάθε τι που θα νομίσουν ότι προσφέρεται για να ικανοποιήσει το
σκοπό τους» (Χ. σ. 9), οι οποίοι «ανήκουν ιδεολογικά και πολιτικά στις
παρατάξεις εκείνες που βαυκαλίζονται να αυτοαποκαλούνται "δημοκρατικές" και
"προοδευτικές"» (Χ. σ. 13).
Πίσω από τις αποκαλύψεις κρύβονται σκοπιμότητες: «Η αντιεκκλησιαστική διάθεση
των γνωστών κύκλων που αναζητούν με το φανάρι να βρουν τρωτά στον ιερό κλήρο για
να τα μεγαλοποιήσουν και να τα προβάλουν ύστερα στο κοινό, εκμεταλλεύεται κάθε
τι που νομίζει ότι μπορεί να εξυπηρετήσει το σκοπό τους. Ετσι συχνά καταφεύγουν
στην ιδιωτική ζωή των κληρικών και φωτίζοντας σκιερές της πλευρές, προσπαθούν να
ρεζιλέψουν όλη την Εκκλησία και να την διασύρουν στα μάτια του λαού. Η
προσπάθεια αυτή, παρ' όλον ότι πολλές φορές αποδίδει, γιατί σερβίρεται στο λαό
καμουφλαρισμένη η προπαγάνδα και παραπείθει, εν τούτοις λογικά κρινόμενη είναι
απαράδεκτη από κάθε άποψη, άδικη και ανήθικη» (Χ. σ. 28).
Οσοι κληρικοί τολμήσουν να συμπαραταχθούν με το αίτημα της κάθαρσης, δέχονται τα
βέλη της Χρυσοπηγής: «Οι ποικιλόχρωμοι εχθροί της Εκκλησίας (...) βάλθηκαν να
δημιουργήσουν αναρχικούς πυρήνες κρούσεως εκ των έσω, δηλ. μέσα στο σώμα της
ποιμένουσας Εκκλησίας. (...) Με το δέλεαρ της δημοσιότητος παρέσυραν μερικούς
δυσαρεστημένους ή ζωηρούς κληρικούς και τους προέβαλαν οι εφημερίδες αυτές από
τις στήλες τους, αφού τους στράτευσαν σε επιδιώξεις δήθεν "προοδευτικές", αλλά
στη βάση αντιεκκλησιαστικές. Ετσι τώρα εμφανίζονται και εκ του κλήρου "θύματα"
της Δεσποτοκρατίας» (Χ. σ. 44). Φυσικά «δεσποτοκρατία» για τους συγγραφείς δεν
υπάρχει: «Η εναντίον δήθεν της Δεσποτοκρατίας καταφορά των, στην πραγματικότητα
είναι απόπειρα για ανατροπή της κανονικής τάξεως που ισχύει από αιώνων στην
Εκκλησία» (Χ. σ. 46).
Οσο για τις αποκαλύψεις που δεν μπορούν να αμφισβητηθούν υπάρχει η γνωστή
καραμέλα: «Μεμονωμένα άστοχα περιστατικά δεν πρέπει να γενικεύονται» (Κ. σ. 16).
Το αίτημα της κάθαρσης είναι λοιπόν δημοσιογραφικό πρόσχημα: «Η Εκκλησία μας
(είναι) σταυρωμένη από την υλιστική διανόηση, που πότε με πρόσχημα την κάθαρσή
της και πότε με στόχο την κατάλυσή της, χρησιμοποιεί την πένα της εις βάρος της.
Σταυρωμένη ακόμα από την ανεύθυνη δημοσιογραφία, τον αδίστακτο κιτρινισμό, που
κτυπάει στη ράχη και στο πρόσωπό της με μανία» (Χ. σ. 19). Και βέβαια το
συμπέρασμα είναι αβίαστο: «Θα το πούμε καθαρά. Υποδείξεις για κάθαρση στην
Εκκλησία δεχόμαστε από καθαρούς και πιστούς» (Κ. σ. 27).
Ποια χούντα;
Υπάρχει, τέλος, και η πολιτική κατάληξη: «Σήμερα έχουν και πρόχειρη την καραμέλα
στο στόμα τους πολλοί απ' αυτούς τους δημοσιογράφους. Οποιον κληρικό και μάλιστα
Επίσκοπο τον βλέπουν εμπόδιο στο νοσηρό "πιστεύω" τους και θέλουν να τον
αχρηστεύσουν, του πετούν αμέσως τη ρετσινιά του "χουντικού" ή του "ακροδεξιού"
κι ας μη έχουν οι άνθρωποι οποιαδήποτε σχέση με την πολιτική» (Κ. σ. 76). Για
τον συγγραφέα «όταν χαρακτηρίζονται Επίσκοποι χουντικοί και ακροδεξιοί
αδικούνται κατάφωρα. Δεν είναι πολιτικά πρόσωπα αλλά ποιμένες του λαού και
υπηρέτες του πνεύματος του Ευαγγελίου» (Κ. σ. 78).
Οι Επίσκοποι δεν υπήρξαν χουντικοί, αλλά όσοι τολμούν να κρίνουν τους Επισκόπους
είναι μπολσεβίκοι. Στο ίδιο βιβλίο ο Δεσπότης δεν διστάζει να εκφράσει ανοιχτά
τις ιδεολογικές του τοποθετήσεις, συγκρίνοντας τον Ελλάδα του ΠΑΣΟΚ με τη Ρωσία
των μπολσεβίκων: «Η ίδια ακριβώς αντεκκλησιαστική εκστρατεία έγινε πριν από 70
περίπου χρόνια στη Ρωσία. Τα ίδια επιχειρήματα. Τα ίδια ψεύδη. Το ίδιο δηλητήριο
του Τύπου κατά της Ορθοδόξου Ρωσικής Εκκλησίας, τότε. Ηταν η προετοιμασία για
την άλωση του οχυρού. Για την επικράτηση των μπολσεβίκων. Για την υποδούλωση του
ευσεβούς ρωσικού λαού στο πιο ανελεύθερο και αντιδημοκρατικό σύστημα, στο άθεο
μαρξιστικό» (Κ. σ. 58).
Από κοντά και το πνευματικό του παιδί: «Οι δικοί μας πολέμιοι της πίστεως
συνηθίζουν να βαδίζουν στα παλιωμένα αχνάρια των αθεϊστών του μαρξισμού,
μιμούμενοι τα ίδια ακριβώς λάθη που έκαναν κι εκείνοι, μυκτηρίζοντας τα ιερά
μας, ειρωνευόμενοι την απλοϊκή μας ευσέβεια, βάζοντας σε εισαγωγικά τη λέξη
"θαύμα", αποκαλώντας καλό γεροντάκι τον άγιο Νεκτάριο και επικρίνοντας την
προσήλωση του λαού μας στη θρησκεία των πατέρων του (βλ. Ριζοσπάστην 27/11/80)»
(Χ. σ. 36).
Το κοινό συμπέρασμα είναι ένα: «Στην Ελλάδα τελευταία ενισχύθηκε ο δογματικός
κομμουνισμός που δέχεται ανεπιφύλακτα σύνολη τη μαρξιστική αθεϊστική ιδεολογία.
Σ' αυτήν ανήκουν ανέκαθεν οι περισσότεροι Ελληνες κομμουνισταί, που έχουν στο
παθητικό τους πράξεις βίας εναντίον της Εκκλησίας και των λειτουργών της και
φανερής εχθρότητος εναντίον της θρησκείας» (Κ. σ. 20).
Οι προφητικές ικανότητες των δύο ιεραρχών δεν έφταναν βέβαια στο σημείο να
φανταστούν από τότε ότι είκοσι χρόνια αργότερα θα γινόταν βουλευτής του ΚΚΕ η
κυρία Λιάνα Κανέλλη.
(Ελευθεροτυπία, 19/3/2005)