Αποχαιρετισμός σε μια πρωτοπόρο της ιστορίας των γυναικών στην Ελλάδα
 

Ο δημιουργικός θυμός της Κούλας Ξηραδάκη


Πενήντα χρόνια τώρα, η Κούλα Ξηραδάκη δούλευε ασταμάτητα για να φέρει στο φως τις «λησμονημένες» γυναίκες της Ιστορίας. Πλούσιο και ποικίλο το έργο της, υπήρξε προϊόν μιας επίπονης προσπάθειας που για πολύ καιρό στριμωχνόταν στο χρόνο που ξέκλεβε από τις καθημερινές της υποχρεώσεις. Ολα αυτά τα χρόνια, η Κούλα Ξηραδάκη δεν έπαψε να θέτει το ίδιο ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν η «επίσημη» ιστοριογραφία να αγνοεί, να μη βλέπει, ή να βλέπει και να αποσιωπά, ότι οι γυναίκες έχουν κι αυτές δικαίωμα στην Ιστορία, ότι η Ιστορία δεν γράφεται, δεν μπορεί να γράφεται, μόνο από τους άνδρες; Και πώς είναι δυνατόν να απουσιάζουν οι γυναίκες από την ιστορική αφήγηση, ακόμη και στις περιπτώσεις που η παρουσία και η δράση τους στάθηκαν πραγματικά καταλυτικές; Πώς, για παράδειγμα, είναι δυνατόν κάποιος που έζησε την Αντίσταση να γράφει ένα πολυσέλιδο βιβλίο με δεκάδες ή και εκατοντάδες ονόματα αγωνιστών και να «ξεχνά» να αναφέρει έστω και ένα γυναικείο όνομα;

Τα παλιομισοφόρια...

Στη γνήσια αυτή απορία της και στο θυμό που της προκαλούσε η συστηματική συσκότιση της γυναικείας δράσης οφείλουμε την ενασχόλησή της με την ιστορία των γυναικών που, δίχως να εξαντλεί τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα, υπήρξε κατά τη γνώμη μας η σημαντικότερη πλευρά του συγγραφικού της έργου. Ποιοι δρόμοι όμως οδήγησαν μια γυναίκα της γενιάς της, με έντονα τα βιώματα της αριστερής αντιστασιακής δράσης την εποχή της Κατοχής, να ασχοληθεί με τις γυναίκες και τις ταπεινές τους ιστορίες; 

«Μεγάλωσα σε λαϊκή συνοικία», αφηγήθηκε κάποτε η ίδια. «Εκεί, στη φτωχογειτονιά, θυμάμαι συχνά γυναίκες να κλαίνε. Αλλη έκλαιγε γιατί την παράτησε ο άντρας της. Αλλη έκλαιγε γιατί την απατούσε ο άντρας της. Αλλη έκλαιγε γιατί την κακομεταχειριζόταν ο άντρας της, κι άλλη γιατί ο άντρας της ζούσε σε βάρος της. 

Μεγαλώνοντας παρατηρούσα ότι σε κάθε οικογένεια ο άντρας είχε πάντα το πάνω χέρι. Αρχισα να διαβάζω και να διαπιστώνω πως η γυναίκα βρισκόταν πάντα σε δεύτερη μοίρα. Και σαν να μην έφτανε η δυστυχία της και η κακή της μοίρα, είχε και τη χλεύη, το σκώμμα, τη γελοιοποίηση από τους λογής λογής κοντυλοφόρους, επιθεωρησιογράφους, κωμωδιογράφους, τραγουδοποιούς που έβλεπαν πάντοτε εύκολο θέμα, γαργαλιστικό, τι άλλο, τις γυναίκες. Με πνεύμα σκωπτικό αναφέρονταν στη γυναίκα τη φλύαρη, την εριστική, την ανόητη, την άπιστη, μια γυναίκα δύο άντρες, οι γυναίκες τα παλιομισοφόρια, και άλλα, και άλλα, που τελειωμό δεν έχουν. 

Στη γειτονιά μας είχαμε την κυρία Νίτσα Χαρδαβέλλα, την οδοντογιατρό. Κάποια μέρα άκουσα τον πατέρα μου να λέει: "Οι γυναίκες είναι εκατό σκαλοπάτια πιο κάτω από τον άντρα". Πετάγομαι απρόσκλητη και του λέω: "Και η κυρία Νίτσα εκατό σκαλοπάτια παρακάτω είναι από σας;" Το τι έγινε, δεν λέγεται. Αυτή ήταν η πρώτη μου αντίδραση. Μου λέει: "Φύγε μη σε σκοτώσω και πάω φυλακή"».

Μύηση στην έρευνα

Το κλάμα των γυναικών, το διάβασμα, η αντίδραση στην πατρική εξουσία και στην ανδρική γελοιογράφηση των αρνητικών εκείνων στερεοτυπικών χαρακτηριστικών που παραδοσιακά αποδίδονται στις γυναίκες οδήγησαν την Κούλα Ξηραδάκη να αφιερωθεί στην ιστορία των ομοφύλων της. Το ρόλο της έπαιξε και η τυχαία συνάντησή της με ένα ξεχασμένο φεμινιστικό έντυπο που πολλοί συγκαιρινοί και ομοϊδεάτες της θα θεωρούσαν γραφικό, αν όχι απαρχαιωμένο και, γιατί όχι, αντιδραστικό. 

Ας της δώσουμε και πάλι το λόγο: «Μ' άρεσε πάντα το διάβασμα. Κάποτε έπεσαν στα χέρια μου καμιά ογδονταριά τεύχη της "Εφημερίδος των Κυριών". Κι εκεί είδα, διάβασα, για ποιήτριες, ζωγράφους, μαθηματικούς, φιλοσόφους, γυναίκες σπουδαίες που έζησαν σε διάφορες εποχές. Γύρω στα 1952-53 γνώρισα τον Τάσο Βουρνά, τον δάσκαλό μου που μου έμαθε πολλά. Αυτός μου άνοιξε δρόμο. Μια μέρα του είπα πως μαζεύω υλικό για τις γυναίκες της Αρχαίας Ελλάδας, του Βυζαντίου, κ.λπ. 'Οχι αυτά', μου λέει. 'Γιατί πας πίσω; Υπάρχουν γυναίκες της Νεότερης Ελλάδας αξιόλογες, που όμως είναι άγνωστες'. Κατά σύμπτωση, εκείνες τις ημέρες κυκλοφορούσε ένα τεύχος της 'Επιθεώρησης Τέχνης' με ένα άρθρο για την Ευανθία Καΐρη. 'Να θέμα', μου λέει. 'Πάρτο κι ανάπτυξέ το'».

Την εποχή αυτή δεν ήξερε ακόμη πώς να αναζητήσει το υλικό της. Η μύησή της στην έρευνα υπήρξε μια διαδικασία μοναχική και επώδυνη. Απέκτησε με δόσεις την Εγκυκλοπαίδεια του Πυρσού, άρχισε να εξοικειώνεται με τη δουλειά στις βιβλιοθήκες, ξεκίνησε να μαζεύει παλιά βιβλία και περιοδικά. Ετσι έγραψε το πρώτο της βιβλίο με θέμα μια γυναίκα («Ευανθία Καΐρη. Η πρώτη Ελληνίδα που κατέκτησε τη γνώση», 1956). Το εξέδωσε με δικά της έξοδα, όπως και το δεύτερο, βασισμένο κι αυτό σε μια ιδέα του Τάσου Βουρνά («Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου. Η γυναίκα που κλόνισε το θρόνο του Οθωνα», 1959). Ακολούθησε μια ακόμη «μυθιστορηματική βιογραφία» («Μαριγώ Ζαραφοπούλα. Μια λησμονημένη ηρωίδα του '21», 1962).

«Μετά ήρθανε μόνα τους τα θέματα», θα μας εξηγούσε πολύ αργότερα. Δεν χρειαζόταν πια τη βοήθεια του φίλου της του Βουρνά. Διαβάζοντας, είχε πια βεβαιωθεί ότι ήταν σωστή η αρχική της αίσθηση για τη συστηματική παράλειψη των γυναικών από την ιστορική αφήγηση. «Το συνάντησα σε όσους έγραψαν για το '21, το 1897, τους Βαλκανικούς. Δεν έλεγαν τίποτα για τις γυναίκες. Ενα περίεργο πράγμα...». 

«Καίγονταν οι σάρκες μου»

Στα βιβλία που θα δουλέψει μετά τις τρεις αυτές πρώτες βιογραφίες, η Κούλα Ξηραδάκη θα εγκαταλείψει τις «ξεχωριστές» γυναικείες μορφές και θα καταπιαστεί με την ιστορία γυναικείων ομάδων ή συλλογικοτήτων: «Φιλελληνίδες» (1964), «Γυναίκες στη Φιλική Εταιρεία -Φαναριώτισσες» (1971), «Από τα αρχεία του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Παρθεναγωγεία και δασκάλες του υπόδουλου Ελληνισμού» (τόμος Α' 1972, τόμος Β' 1973), «Το φεμινιστικό κίνημα στην Ελλάδα» (1988), «Οι γυναίκες στον ατυχή πόλεμο του 1897» (1994), «Γυναίκες του '21» (1995). Βρισκόμαστε μπροστά σε μια θεματική μετατόπιση που όχι μόνο δεν πρόδιδε, αλλά αντιθέτως ενίσχυε και διεύρυνε το αρχικό ερευνητικό της σχέδιο. Ούτως ή άλλως, ανασύροντας από τη λήθη μια γυναίκα-εξαίρεση, η Κούλα Ξηραδάκη επιδίωκε να μιλήσει για τις γυναίκες και το συλλογικό τους δικαίωμα στην ιστορική μνήμη. 

Τη μετάβαση αυτή από τον ενικό στον πληθυντικό, από τη γυναίκα στις γυναίκες, συνόδευσε και μια απόπειρα ένταξης της αποσιωπημένης γυναικείας ιστορίας στη «γενική», άφυλη δήθεν, ιστορική αφήγηση. Χαρακτηριστική είναι από την άποψη αυτή η δουλειά της για τους εκτελεσμένους της Κατοχής («Κατοχικά» τ. Α' και Β', 1975 και 1979): οι κατάλογοι των ονομάτων δεν κάνουν διάκριση φύλου. Είναι, ωστόσο, προφανής η προσπάθεια εντοπισμού όσο το δυνατόν περισσότερων γυναικών, ενώ το ίδιο το «μικτό» βιβλίο αφιερώνεται «στις Ελληνίδες που σφράγισαν με τη ζωή τους τον αγώνα του λαού μας». 

Στην περίπτωση αυτή, το ενδιαφέρον της για τις γυναίκες τέμνεται με μια παλιά ιδέα της που έχει να μας πει πολλά για τη μεταγενέστερη εξέλιξή της: «Τον Ιούνιο του 1941 έγινε στην Αθήνα η πρώτη εκτέλεση», σημείωνε τον καιρό της Μεταπολίτευσης. «Μόλις είδα την ανακοίνωση στον Τύπο, φύλαξα το απόκομμα της εφημερίδας για να μην ξεχάσω το όνομα του εκτελεσθέντος, λες κι ο πρώτος αυτός εκτελεσθείς θα ήτανε κι ο τελευταίος. Καθώς περνούσαν οι μέρες της σκλαβιάς κι η καταπίεση γινόταν μέρα με τη μέρα σκληρότερη κι η αντίσταση του λαού φούντωνε κι άρχισαν οι ομαδικές εκτελέσεις, εγώ μάζευα έντυπα κατοχικά, παράνομα φύλλα, μπροσούρες, τρικ, προκηρύξεις, κρατούσα σημειώσεις με ονόματα εκτελεσθέντων και διάφορα άλλα που τα θεωρούσα πολύτιμα στοιχεία. [...] Μα ήρθε η ώρα που έπρεπε όλα αυτά τα χαρτιά που είχα μαζέψει να τα εξαφανίσω, να τα κάψω για να μην καώ... Οταν τα 'καιγα, ένιωθα σαν να καίγονται οι σάρκες μου. Με την απελευθέρωση δεν είχα τίποτα στα χέρια μου. Είχα τάξει όμως στον εαυτό μου ένα σκοπό: να συγκεντρώσω κατοχικό υλικό και προ παντός ονόματα εκτελεσθέντων. Αρχισα από την αρχή. Αλλά οι χρόνοι που ακολούθησαν δεν με βοήθησαν». 

Αγνοημένη από την «επίσημη» ιστοριογραφία που έχει επανειλημμένα αποδειχθεί ανίκανη να αφουγκραστεί όσες φωνές δεν εμπίπτουν στον ανελαστικό της κώδικα, η Κούλα Ξηραδάκη πέθανε φέτος το Πάσχα σε ηλικία 86 ετών αφήνοντας πίσω της ένα σημαντικό όσο και πρωτότυπο έργο, μέρος του οποίου παραμένει ανέκδοτο. Με την εξαίρεση της «Αυγής», ο θάνατός της δεν θεωρήθηκε είδηση άξια να μνημονευτεί από τα μέσα ενημέρωσης. Για να αποδειχθεί για μια ακόμη φορά πως είχε δίκιο όταν έλεγε πως ο δρόμος της «δεν ήταν σπαρμένος με ρόδα». Με τη διαφορά ότι οι γυναίκες που ασχολούνται με την ιστορία των γυναικών ξέρουν πλέον πολύ καλά τι της οφείλουν.

Σημείωση: Τα εντός εισαγωγικών παραθέματα προέρχονται από ομιλία της Κούλας Ξηραδάκη στο σεμινάριο «Ιστορία και φύλο» (Αρχείο Πανεπιστημίου Αθηνών, υπεύθυνη καθ. Εφη Αβδελά, 3 Ιουνίου 1999), από κείμενά της και από συζητήσεις που είχαμε κατά καιρούς μαζί της. Για το έργο της, βλ. και «Η μοναχική πορεία της Κούλας Ξηραδάκη», «Ιός» 29.01.2000).


 

(Ελευθεροτυπία, 21/5/2005)

 

www.iospress.gr