Η πλούσια διαδρομή του Αντιρατσιστικού Φεστιβάλ
που συνεχίζεται σήμερα και αύριο στην Πλατεία Πρωτομαγιάς
Μια δεκαετία αλληλεγγύης
«Οι μετανάστες δεν είναι πρόβλημα, έχουν
προβλήματα»
(Κεντρικό σύνθημα του Πρώτου Αντιρατσιστικού Φεστιβάλ)
Επί δέκα συνεχή χρόνια, το Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ συνιστά μια μοναδική για τα
ελληνικά δεδομένα πρόταση έμπρακτης αλληλεγγύης στους μετανάστες, τον «τόπο»
όπου οι κάτοικοι της Αθήνας, ντόπιοι και αλλοδαποί, έχουν τη δυνατότητα να
συναντηθούν, να συζητήσουν και να διασκεδάσουν μαζί. Για τρεις συνεχόμενες
ημέρες, το Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ οργανώνει ένα πεδίο ελευθερίας, όπου Ελληνες
και «ξένοι» καλούνται να ανακαλύψουν τα πολλά που τους ενώνουν χωρίς να
συγκαλύψουν εκείνα που τους χωρίζουν. Ανοιχτό τόσο στις μεταναστευτικές
κοινότητες όσο και σε ένα ευρύ πολιτικό και κοινωνικό φάσμα εγχώριων κινήσεων
και ομάδων, το φεστιβάλ δεν κινδυνεύει πια να εκφυλιστεί σε μια νοσταλγική αλλά
ανούσια τελετουργία και μοιάζει να έχει κερδίσει το στοίχημα που έχασαν από
καιρό κάποιες άλλες, ομώνυμές του, διοργανώσεις: ανανεώνεται, βελτιώνεται,
απηχεί αλλά και συνδιαμορφώνει τις εξελίξεις.
Τρεις φάσεις
Για τη διαδρομή του Αντιρατσιστικού Φεστιβάλ από τον Ιούλιο του 1996 ως σήμερα
συζητούμε με τον Νίκο Γιαννόπουλο από το Δίκτυο Κοινωνικής Υποστήριξης Προσφύγων
και Μεταναστών. Και του ζητούμε μια περιοδολόγηση της δεκάχρονης αυτής πορείας.
Μας εξηγεί ότι σε μια πρώτη φάση, το φεστιβάλ προσπάθησε να αναδείξει το μείζον
πρόβλημα της νομιμοποίησης των μεταναστών και να πείσει ακόμη και τους
αριστερούς ότι στην Ελλάδα υφίσταται πρόβλημα ρατσισμού. Και συνεχίζει: «Μετά
την πρώτη νομιμοποίηση το 1997, μια νομιμοποίηση ασφαλώς αποσπασματική,
φιλοεργοδοτική και αυταρχική, θεωρήσαμε ότι μπορούμε να θέσουμε ζητήματα που
σχετίζονται με την κοινωνική ένταξη των μεταναστών. Ετσι προτείναμε έναν
προβληματισμό για τη ζωή των μεταναστών που αφορούσε την εκπαίδευση, τα ίσα αλλά
και ιδιαίτερα δικαιώματά τους, την ελεύθερη έκφραση της εθνικής και θρησκευτικής
ταυτότητας, τη διπλή, ρατσιστική και σεξιστική, καταπίεση των μεταναστριών κ.ο.κ.
Στο διάστημα αυτό τα πράγματα άρχισαν κάπως να ωριμάζουν. Η ΓΣΕΕ, για
παράδειγμα, το 1996 πρότεινε την απέλαση των μεταναστών χωρίς άδεια εργασίας,
τώρα συνυπογράφει τα κείμενά μας. Ακολούθησε η δεύτερη νομιμοποίηση, το 2001.
Στην τρίτη αυτή φάση, αρχίσαμε χωρίς αυταπάτες να βάζουμε το θέμα της κοινωνικής
εξίσωσης των μεταναστών. Δεν αρκεί, για παράδειγμα, να πηγαίνουν τα
μεταναστόπουλα στο σχολείο. Πρέπει να μπορούν και να το τελειώσουν, αλλά και να
μάθουν τη γλώσσα ή την ιστορία της χώρας τους. Ακόμη, εκεί που υπάρχει μεγάλη
συγκέντρωση μεταναστών, να λειτουργεί και η αντίστροφη διγλωσσία, να έχουν
δηλαδή τα ελληνόπουλα τη δυνατότητα να μαθαίνουν μεταναστευτικές γλώσσες».
Και ποια η συμμετοχή των μεταναστών στο φεστιβάλ; «Βασική μας αρχή είναι ότι
δουλειά για τους μετανάστες δεν γίνεται αν δεν είναι δουλειά με τους
μετανάστες», σημειώνει ο συνομιλητής μας. «Θεωρούμε δηλαδή ότι η αντιρατσιστική
δράση είναι δυνατή μόνο μαζί με τους μετανάστες και δεν ενδιαφερόμαστε ούτε για
μια φιλανθρωπική κίνηση ούτε για ένα κίνημα που θα μιλάει για λογαριασμό των
μεταναστών προκειμένου να καταγγείλει τον καπιταλισμό. Σήμερα υπάρχουν πια
δεκάδες σύλλογοι προσφύγων και μεταναστών. Πιστεύουμε ότι έχουμε βάλει ένα
σημαντικό λιθαράκι προς αυτή την κατεύθυνση».
Ποιος ο χαρακτήρας και πώς επιδρά η εκάστοτε συγκυρία στο σχεδιασμό του
φεστιβάλ; «Στις συζητήσεις, στα συνθήματά του, ακόμη και στο καλλιτεχνικό του
πρόγραμμα, το φεστιβάλ προσπαθεί κάθε χρόνο να συμπυκνώνει τις εξελίξεις και να
συνοψίζει και ευρύτερους προβληματισμούς. Κεντρικός του άξονας το 1999, για
παράδειγμα, ήταν οι βομβαρδισμοί της Γιουγκοσλαβίας, το 2002 η αντιτρομοκρατική
υστερία κ.ο.κ. Επιδίωξή μας είναι το φεστιβάλ να υπερβαίνει τους
προβληματισμούς, τους ανθρώπους, αλλά και τις αγκυλώσεις της αριστεράς, να
απευθύνεται σε έναν ευρύτερο κόσμο που πιστεύει στην ανθρωπιά, την ανεκτική
κοινωνία, τη φιλοξενία. Πρόκειται για ένα κοινωνικό δυναμικό απαραίτητο για να
πραγματοποιηθεί το σύνθημά μας ότι θέλουμε έναν κόσμο που να χωράει πολλούς
κόσμους».
Ομοιότητες και διαφορές
Πολλά έχουν αλλάξει τα τελευταία δέκα χρόνια, αλλά και πολλά παραμένουν τα ίδια,
υποστηρίζει ο Νίκος Γιαννόπουλος: «Στο ένα περίπου εκατομμύριο μετανάστες που
υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα οι μισοί είναι κατά κάποιον τρόπο νόμιμοι, έχουν μια
ορισμένη κοινωνική ένταξη, μια σχετικά σταθερή δουλειά, τα παιδιά πολλών
μεταναστών πηγαίνουν στο σχολείο, και βεβαίως είναι αρκετοί οι μετανάστες που
αισθάνονται πια ότι κατά κάποιον τρόπο μπορούν να διεκδικήσουν μερικά πράγματα
στη ζωή τους. Υπάρχει και ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, μειοψηφικό
βέβαια, που έχει αντιληφθεί ότι θα ζήσει μαζί με τους μετανάστες και διατηρεί
σχέσεις αλληλεγγύης μαζί τους. Εχει δημιουργηθεί ένα σχετικά μαζικό
αντιρατσιστικό κίνημα και κάτω από την πίεση αυτού του κινήματος έχουν σημειωθεί
και ορισμένες σημαντικές νίκες. Θυμίζω την απόσυρση εγκυκλίων που απαγόρευαν στα
παιδιά των μεταναστών χωρίς χαρτιά να γραφτούν στο σχολείο ή που απαγόρευαν τη
νοσηλεία ενός μη νόμιμου μετανάστη εκτός κι αν ήταν ετοιμοθάνατος. Εχουμε ακόμη
ριζικές τροποποιήσεις σε ορισμένα θέματα που αφορούν το τράφικινγκ, τις εγκύους,
την εκπαίδευση».
Υπάρχουν ωστόσο και σοβαρές ομοιότητες με το παρελθόν, τονίζει ο συνομιλητής
μας: «Οι μετανάστες έχουν ενταχθεί με πολύ δυσμενείς όρους, συνεχίζουν να
πληρώνονται χειρότερα από τους Ελληνες, να δουλεύουν περισσότερο, πολύ πιο
ελαστικοποιημένα και με μεγαλύτερο φόβο. Ακόμη και οι νόμιμοι μετανάστες δεν
έχουν στην ουσία δικαιώματα, προσάγονται ανά πάσα στιγμή στο αστυνομικό τμήμα
ακόμη κι αν έχουν χαρτιά, αντιμετωπίζονται με τρομακτικές διακρίσεις από τη
διοίκηση, ενώ σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό πληρώνουν μόνοι τους τα ένσημά τους.
Πρόκειται γι' αυτό που ονομάζουμε κοινωνική ένταξη με δυσμενείς όρους. Τα
πράγματα είναι πολύ χειρότερα για τους μετανάστες χωρίς χαρτιά, που
αντιμετωπίζονται πολύ χειρότερα απ' ό,τι στις αρχές της δεκαετίας του '90.
Χρησιμοποιείται ως άλλοθι ότι κάποιοι είναι νόμιμοι, ώστε οι μη νόμιμοι να
θεωρούνται 'επικίνδυνοι' και να υφίστανται μεγαλύτερη καταστολή».
Ρατσισμός νέας κοπής
Στο πλαίσιο της Ευρώπης-φρούριου και της αντιτρομοκρατικής σταυροφορίας, οι
οικονομικοί πρόσφυγες αντιμετωπίζονται στη λογική του πλανητικού εσωτερικού
εχθρού ως οιονεί τρομοκράτες και εισβολείς, σημειώνει ο Νίκος Γιαννόπουλος. Και
υποστηρίζει ότι, αν στις αρχές της δεκαετίας του '90 οι Ελληνες ήταν σε μεγάλο
βαθμό ξενόφοβοι και αντιμετώπιζαν με καχυποψία τους μετανάστες, σήμερα ένα
σεβαστό τμήμα του ελληνικού πληθυσμού είναι από μια άποψη πιο ρατσιστικό, καθώς
ξέρει ότι δεν απειλείται από τους μετανάστες. Ετσι, το ότι «οι ξένοι μάς
παίρνουν τις δουλειές» είναι ένα αγοραίο ιδεολόγημα που νομιμοποιεί την
υπερεκμετάλλευση και τον κοινωνικό αποκλεισμό των μεταναστών.
«Θα έλεγα ότι σήμερα οι Ελληνες είναι λιγότερο φοβισμένοι, αλλά έχουν πιο ισχυρό
το αίσθημα της ανωτερότητας», συνεχίζει ο συνομιλητής μας. «Βρισκόμαστε μπροστά
στο σύμπτωμα που ο Μπαλιμπάρ ονομάζει ταξικό ρατσισμό, δηλαδή ότι φτωχοί Ελληνες
αγριεύουν με τους ξένους όχι τόσο γιατί πιστεύουν ότι κάποιοι τους παίρνουν τις
δουλειές, αλλά γιατί έχουν την αίσθηση ότι η μοίρα τους μπορεί να γίνει
περισσότερο υποφερτή αν υπάρχουν κάποιοι πιο κάτω από αυτούς. Ακόμη, πολλοί
Ελληνες είναι εχθρικοί απέναντι στους ξένους προκειμένου να τους εκμεταλλεύονται
με μεγαλύτερη ευκολία. Στην αγροτική οικονομία, την κτηνοτροφία, την οικιακή
εργασία, πολλώ δε μάλλον στη νυχτερινή διασκέδαση και στην πορνεία, εκατοντάδες
χιλιάδες Ελληνες, με κυνικό και ιδιοτελή τρόπο εκμεταλλεύονται τους ξένους, και
όταν λένε ότι δεν τους θέλουνε, εννοούνε ότι τους θέλουν χωρίς δικαιώματα.
Νομίζω ότι η κόκκινη κλωστή που δένει την περίοδο '91-'96 με το τώρα είναι ο
εθνικισμός. Εχουμε μια μετάβαση, το λέω κάπως σχηματικά, από τον εθνικισμό της
«Ψωροκώσταινας» στον εθνικισμό της «Ισχυρής Ελλάδας». Στις αρχές της δεκαετίας
του '90, οι Ελληνες αισθάνονταν περικυκλωμένοι, έθνος ανάδελφο, φοβούνταν επειδή
είχαν δεχθεί όλον αυτόν το βομβαρδισμό περί αλλοίωσης της εθνολογικής σύνθεσης
της χώρας κ.ο.κ.. Σήμερα, οι Ελληνες είναι πολύ πιο ήρεμοι, αλλά πιστεύουν ότι
μπορούν να εκμεταλλευτούν τον ξένο, τώρα αισθάνονται, και δικαίως, ότι η Ελλάδα
είναι ισχυρή χώρα των Βαλκανίων, και νιώθουν ότι, αν υπάρχει όλη αυτή η θωράκιση
της χώρας, η οποία δεν είναι θωράκιση γεωγραφική, είναι και θωράκιση κοινωνική
-η αστυνομία συνόρων διενεργεί ελέγχους και στην Αθήνα-, ο μετανάστης θα είναι
πιο φοβισμένος, πιο υποταγμένος, πιο εκμεταλλεύσιμος».
Στο πλαίσιο αυτό εντάσσει ο Νίκος Γιαννόπουλος τόσο τις θεσμικές όσο και τις
κοινωνικές αλλαγές των τελευταίων χρόνων: «Το '97 είχαμε την πρώτη νομιμοποίηση,
το 2001 τη δεύτερη, τώρα πάμε για την τρίτη. Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για
μια μετάβαση: από τη μία όλη αυτή η νομοθετική εξέλιξη προσπαθεί να ρυθμίσει την
αγορά, να μην είναι τα πάντα ανεξέλεγκτα και έχουμε εκρήξεις, ταξικές πολώσεις,
διαλύσεις, κι αυτό για πολλούς μετανάστες από μια άποψη είναι καλό γιατί μπορούν
να νομιμοποιούνται και να έχουν στοιχειώδη δικαιώματα, από την άλλη όμως αυτό
σημαίνει περισσότερη καταστολή. Το καινούριο νομοσχέδιο, ενώ νομιμοποιεί
κάποιους ακόμη μετανάστες και ρυθμίζει ορισμένα ζητήματα, ανεβάζει την κλίμακα
της καταστολής, τους ελέγχους, τον ενιαίο αριθμό μητρώου του μετανάστη. Ετσι
έχουμε μια διπλή εξέλιξη, από τη μια ρύθμιση της αγοράς εργασίας και από την
άλλη τη ρύθμιση της πειθάρχησης και της υποταγής των μεταναστών που βεβαίως
συνιστά ταυτόχρονα ένα καλό εργαλείο για τη ρύθμιση και την πειθάρχηση και ενός
κομματιού Ελλήνων εργαζομένων, ανασφάλιστων, απασχολήσιμων, φτωχών, που είτε
μέσω της διαίρεσης είτε μέσω του παραδείγματος γίνονται πιο φοβισμένοι, επομένως
πιο υπάκουοι».
(Ελευθεροτυπία, 2/7/2005)