Εν αναμονή, για πολλοστή φορά, ενός νομοσχεδίου
για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας
Το νομοσχέδιο-φάντασμα
«Ενα άρθρο με έντεκα γυναικείες υπογραφές»
(«Εθνος», 30/09/2005)
Η είδηση πέρασε στα ψιλά, ενώ από κάμποσες εφημερίδες κρίθηκε εντελώς αδιάφορη:
στις 29 Σεπτεμβρίου συζητήθηκε πρόταση νόμου έντεκα γυναικών βουλευτών της Νέας
Δημοκρατίας με θέμα την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας. Η πρόταση νόμου
απορρίφθηκε, αφού προηγουμένως βουλευτές από όλο το πολιτικό φάσμα είχαν
διαβεβαιώσει αλλήλους για την πεποίθησή τους ότι επείγει η νομοθετική ρύθμιση
του ζητήματος.
Ναι μεν, αλλά...
Το παράδοξο έχει ασφαλώς την εξήγησή του. Η πρόταση νόμου των έντεκα βουλευτών
της ΝΔ κατατέθηκε πέρσι τον Νομέβριο με την ευκαιρία της Παγκόσμιας Ημέρας κατά
της Βίας (25/11). Περιλάμβανε μία και μόνη παράγραφο, σύμφωνα με την οποία το
μέλος της οικογένειας που κακοποιείται μπορεί να καταφύγει στον εισαγγελέα.
Εκεί, αφού διαπιστωθεί η άσκηση σωματικής ή ψυχολογικής βίας, διατάσσεται η
άμεση απομάκρυνση του υπαιτίου από την οικογενειακή οικία, «προκειμένου να
καθοριστεί από το αρμόδιο δικαστήριο το θέμα της μετοίκισης ή της επιμέλειας των
παιδιών». Στον αναίτιο θα δίνεται αμέσως μηνιαία αποζημίωση, «έως ότου ρυθμιστεί
το θέμα της διατροφής ή της επαγγελματικής αποκατάστασης». Την αποζημίωση «θα
καταβάλλει η Πολιτεία διά των αρμοδίων φορέων της, την οποία στη συνέχεια θα την
αναζητά από το δράστη, βάσει του νόμου περί δημοσίων εσόδων».
Είναι προφανές ότι η κατάθεση της συγκεκριμένης πρότασης νόμου ήταν μια κίνηση
καταδικασμένη σε αποτυχία. Οι ίδιες οι προτείνουσες τη ρύθμιση έδειξαν με τις
τοποθετήσεις τους ότι μια πραγματική απόπειρα νομοθετικής αντιμετώπισης του
προβλήματος της ενδοοικογενειακής βίας θα απαιτούσε λεπτομερέστερη επεξεργασία.
Ούτως ή άλλως, όπως διαβεβαίωσε τους βουλευτές ο κ. Παπαληγούρας, ειδική
Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή προετοιμάζει στο υπουργείο Δικαιοσύνης ένα
«ολοκληρωμένο νομοθέτημα» που «μέσα στο τρέχον έτος» θα φέρει ο ίδιος στη Βουλή.
Από την πλευρά τους, οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ ήταν αναμενόμενο να καταδικάσουν ως
ατελές και προβληματικό από νομοθετική άποψη το προτεινόμενο νομοσχέδιο, ενώ
αρκετοί ανάμεσά τους έσπευσαν να αντιπαραθέσουν στην προχειρότητα της
συζητούμενης πρότασης τη σοβαρότητα και αρτιότητα σχετικού νομοσχεδίου που είχε
καταρτιστεί την εποχή της διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ. Οι λόγοι της μη
κατάθεσης του νομοσχεδίου αυτού, το οποίο υπήρξε πράγματι πληρέστερο, παρέμειναν
ασαφείς στις τοποθετήσεις των -κατά τα λοιπά ιδιαίτερα περήφανων γι' αυτό-
βουλευτών της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Από τα κόμματα πάλι της αριστεράς, η
κοινοβουλευτική εκπρόσωπος του ΚΚΕ στάθηκε κυρίως στα «ταξικά χαρακτηριστικά»
του φαινομένου, ενώ ο εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ περιορίστηκε να εκφράσει τη λύπη του
γιατί ένα τόσο σημαντικό κοινωνικό ζήτημα δεν εξυπηρετείται με το προτεινόμενο
νομοθέτημα, οπότε δεν είναι δυνατό να υπερψηφιστεί.
Αφυλη βία
Είναι προφανές ότι η ανάγκη νομοθετικής αντιμετώπισης της ενδοοικογενειακής βίας
δεν αμφισβητείται πλέον από καμία πλευρά της Βουλής. Δεν θα μπορούσε να
συμβαίνει διαφορετικά. Πρόσφατη είναι ακόμη η δημοσιοποίηση της στατιστικής,
σύμφωνα με την οποία η ενδοοικογενειακή κακοποίηση είναι η πρώτη αιτία θανάτου ή
αναπηρίας για τις Ευρωπαίες μεταξύ 16 και 44 ετών. Μόλις προ μηνών, εξάλλου, η
αρμόδια επιτροπή του ΟΗΕ εγκαλούσε την Ελλάδα για έλλειψη νομοθετικών ρυθμίσεων
που να ποινικοποιούν την ενδοοικογενειακή βία, καθώς και το συζυγικό βιασμό.
Εκτός αυτού, χρόνια τώρα, γυναικείες και φεμινιστικές οργανώσεις έχουν καταβάλει
τεράστιες προσπάθειες να πείσουν για την έκταση του «αθέατου» προβλήματος, οπότε
και για τη σημασία ενός νομοθετήματος για την αντιμετώπισή του.
Από τις διακηρύξεις, ωστόσο, ως την τελική κατάθεση και ψήφιση του επί χρόνια
αναμενόμενου νομοσχεδίου υπάρχει, όπως αποδεικνύεται, μεγάλη απόσταση. Εύγλωττη
υπήρξε η προσπάθεια πολλών βουλευτών να «σχετικοποιήσουν» το πρόβλημα,
αποφεύγοντας συστηματικά να αναφερθούν στο φύλο των δραστών και μιλώντας γενικώς
και αορίστως για «σύζυγο που κακοποιεί» και «σύζυγο που κακοποιείται».
Ευδιάκριτη ήταν και η τάση αρκετών να αποσυνδέσουν την ενδοοικογενειακή βία από
τις υπόλοιπες μορφές βίας που υφίστανται οι γυναίκες προκειμένου να αποφευχθούν
συνειρμοί που θα μπορούσαν ενδεχομένως να διαταράξουν τις έμφυλες
κοινοβουλευτικές ισορροπίες.
Δεν έλειψαν, ακόμη, και οι απαραίτητες δηλώσεις «νομιμοφροσύνης»: «Πρέπει να
τονίσω ότι εμείς οι γυναίκες δεν βλέπουμε τους άνδρες ως εχθρούς. Καμιά
κακοποιημένη γυναίκα δεν βλέπει το σύζυγό της εχθρό», διαβεβαίωνε τους
συναδέλφους της η Αριάδνη Μανούσου-Μπινοπούλου, μία από τις εισηγήτριες της
πρότασης. «Ούτε ασφαλώς και οι άνδρες τις γυναίκες», έσπευσε να της απαντήσει ο
προεδρεύων Γ. Σούρλας. «Οπωσδήποτε", συμφώνησε η βουλευτής."Σε μικρό, πολύ
ελάχιστο ποσοστό υπάρχουν και κακοποιημένοι άνδρες, κύριε Πρόεδρε».
Κινούμενοι στην ίδια "ισονομιστική" λογική, βουλευτές του ΠΑΣΟΚ διαμαρτυρήθηκαν
που η πρόταση φέρει μόνο γυναικείες υπογραφές ("Εγώ θα προσβαλλόμουν ως άντρας,
αν οι γυναίκες του ΠΑΣΟΚ μόνες τους κατέθεταν ένα τέτοιο νομοθέτημα", όπως
δήλωσε ο Τηλέμαχος Χυτήρης), ενώ η Μιλένα Αποστολάκη απέδωσε στην πρωτοβουλία
των συναδέλφων της της ΝΔ "παρωχημένο συμβολισμό", ο οποίος "δημιουργεί μια
σκόπιμη σύγχυση στην ελληνική κοινωνία σχετικά με ζητήματα ενός παρωχημένου
πλέον φεμινισμού".
Το τελειωτικό χτύπημα έμελλε ωστόσο να έρθει από τον υπουργό Δικαιοσύνης. Οχι
τόσο επειδή έδειξε απρόθυμος να προωθήσει "δαπανηρές" ρυθμίσεις, όσο γιατί
υποσχέθηκε ένα νομοθετικό πλαίσιο που "θα διασφαλίζει τη γαλήνη της
οικογένειας". Αν αυτό έχει κατά νου ο κ. Παπαληγούρας, ας ελπίσουμε ότι δεν θα
τηρήσει σύντομα την υπόσχεσή του.
Στήριξη των γυναικών ή της οικογένειας; Από την νομικό Καίτη Κωσταβάρα, συντονίστρια του Εθνικού Παρατηρητηρίου για την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών και πρόεδρο της Κίνησης Δημοκρατικών Γυναικών, ζητήσαμε μια συνοπτική αναφορά στο ιστορικό της υπόθεσης: "Τον Ιανουάριο του 2000 καταρτίστηκε Διυπουργική Επιτροπή για την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών. Η Επιτροπή κατέθεσε το Ν/Σ στον υπουργό Εσωτερικών τον Οκτώβριο του 2002. Εκρινε ότι, για να έχομε αποτελέσματα στην αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, εκτός του ορισμού και της περιγραφής της κολάσιμης συμπεριφοράς, μας χρειάζεται ένας σφαιρικός νόμος προσαρμοσμένος στις επί μέρους περιπτώσεις αυτής της βίας. Ενας νόμος που να συνενώνει σε ένα μόνο κείμενο τις διατάξεις που κατά κανόνα εντάσσονται χωριστά στον ποινικό και τον αστικό κώδικα. Στις 21/01/05 δημοσιεύτηκε στην 'Ελευθεροτυπία' δήλωση της προέδρου της Επιτροπής κ. Μπέκου, σύμφωνα με την οποία το σχετικό Νομοσχέδιο, μετά από επεξεργασία που του έγινε στο υπουργείο Δικαιοσύνης, είναι έτοιμο και 'υπάρχει, αλλά δεν πρόλαβε να κατατεθεί προς ψήφιση στη Βουλή λόγω της προκήρυξης των εκλογών'. Στις 31/01/05 το Εθνικό Παρατηρητήριο για την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών ζήτησε από τον πρωθυπουργό με επιστολή την κατάθεση του έτοιμου Ν/Σ και της εισηγητικής έκθεσής του, ώστε να μπορέσουν οι ενδιαφερόμενοι φορείς να λάβουν γνώση του περιεχομένου τους και να υποβάλουν, εάν το επιθυμούν, τις προτάσεις και παρατηρήσεις τους. Δυστυχώς καμία απάντηση δεν υπήρξε σε αυτή την επιστολή. Σε συνάντηση με τις γυναικείες οργανώσεις, που οργάνωσε στις 21/03/05 η Γραμματεία Ισότητας του Δήμου Αθηναίων, η Γ. Γ. Ισότητας του ΥΠΕΣΔΑ κα Τσουμάνη ανακοίνωσε τη δημιουργία ομάδας εργασίας με στόχο την επεξεργασία ενός νέου Ν/Σ για την αντιμετώπιση του προβλήματος της ενδο-οικογενειακής βίας. Προϊόν των εργασιών αυτής της ομάδας είναι το Πόρισμα που δόθηκε στη δημοσιότητα στις 08/07/05, στη συνέχεια δε κοινοποιήθηκε στις γυναικείες οργανώσεις, όχι όμως και στο Εθνικό Παρατηρητήριο. Η Κίνηση Δημοκρατικών Γυναικών, με έγγραφο που πρωτοκόλλησε στις αρμόδιες υπηρεσίες της Γ.Γ.Ι. και του υπουργείου Δικαιοσύνης, απάντησε στο αίτημα της Γ. Γραμματέως Ισότητας, δηλώνοντας την αντίθεσή της τόσο προς τις επί μέρους διατάξεις όσο και προς το γενικότερο πνεύμα του Πορίσματος. Κρίνουμε ότι τόσο το γράμμα όσο και το πνεύμα του Πορίσματος διατρανώνει το ενδιαφέρον για τη στήριξη της οικογένειας υπό οποιουσδήποτε όρους, ενώ αδιαφορεί πλήρως για την κατάσταση της γυναίκας, έστω και αν πρόκειται για την εξαφάνιση της προσωπικότητάς της. θα αναφερθώ σε ένα μόνο σημείο του Πορίσματος, το οποίο θεωρώ απαράδεκτο: 'Η Ομάδα προτείνει να εισαχθεί ένα σύστημα ποινικής διαμεσολάβησης μεταξύ των διαδίκων'. Σύμφωνα με αυτό, θα ορίζεται Εισαγγελέας ποινικής διαμεσολάβησης, ο οποίος θα είναι επιφορτισμένος με ειδικές αρμοδιότητες από τον Κώδικα περί Οργανισμού Δικαστηρίων και θα καλεί το πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται η τέλεση της αξιόποινης πράξης να παράσχει στον ίδιο εξηγήσεις υπό τους όρους του άρθρου 31 § 2 Κ.Π.Δ. Προϋπόθεση αποτελεί 'η υποβολή ανεπιφύλακτης δήλωσης εκ μέρους του παρέχοντος εξηγήσεις ότι είναι πρόθυμος να υποσχεθεί ότι δεν θα επαναλάβει στο μέλλον την πράξη του (λόγος τιμής)'. Είναι δυνατόν να πιστεύει κάποιο από τα μέλη της Ομάδας Εργασίας ότι το θύμα της βίαιης συμπεριφοράς θα σπεύσει να καταγγείλει αυτή τη συμπεριφορά όταν γνωρίζει ότι αρκεί ο λόγος τιμής(!!!) του δράστη, περί μη επανάληψής της στο μέλλον, για να αποφύγει την ποινική δίωξη; Επίσης απαράδεκτη είναι και η αντίστοιχη πρόταση, σύμφωνα με την οποία: 'Εφόσον ο παρέχων εξηγήσεις συμμορφωθεί προς τους όρους της ποινικής διαμεσολάβησης για χρονικό διάστημα πέντε (5) ετών εάν πρόκειται για κακούργημα και τριών (3) ετών εάν πρόκειται για πλημμέλημα, τότε η διαμεσολάβηση επάγεται την εξάλειψη της ποινικής αξίωσης της πολιτείας και εμποδίζει την δυνατότητα του παθόντος να προβάλει για την αυτή αιτία ενώπιον των δικαστηρίων αστικές αξιώσεις εξ αδικοπραξίας'. Με την πρόταση αυτή το Πόρισμα εμφανίζεται να περιορίζει τα ατομικά δικαιώματα του πολίτη". |
(Ελευθεροτυπία, 15/10/2005)